Όντας ο κατασκευαστής κορυφαίων προϊόντων πολυτελείας – από τσάντες της Louis Vuitton σε σαμπάνιες Dom Perignon και γούνες Fendi – η LVMH έχει και την ανάλογη χρηματιστηριακή αξία, ξεπερνώντας το μέγεθος των κορυφαίων ανταγωνιστών της (μαζί) και καθιστώντας τον πρόεδρο Bernard Arnault τον πλουσιότερο άνθρωπο της Ευρώπης.

Τώρα, μια προτεινόμενη εξαγορά της Tiffany & Co. ξεχωρίζει τον οίκο πολυτελείας ακόμη περισσότερο από τον ανταγωνισμό. Σε αυτή που θα είναι δυνητικά η μεγαλύτερη συμφωνία του κλάδου, η LVMH που εδρεύει στο Παρίσι προσφέρθηκε να αγοράσει το εμβληματικό brand κοσμημάτων των Η.Π.Α. για 14,5 δισεκατομμύρια δολάρια. Η Tiffany μελετά την πρόταση.

Εάν ολοκληρωθεί, η συμφωνία θα επιτύχει αρκετούς στόχους για τον Arnault: Εξισορρόπηση ενός χαρτοφυλακίου που ευνοεί τη μόδα, την ομορφιά και τα ποτά, αυξημένη παρουσία της LVMH στην αγορά των ΗΠΑ και θα καθιστά τον οίκο ένα από τα μοναδικά παγκόσμια σήματα πολυτελείας που δεν έχουν «κλειδώσει» στον οικογενειακό έλεγχο.

Για τους βασικούς ευρωπαίους αντιπάλους της – την Kering SA και τη Richemont – η τελευταία προσπάθεια της LVMH είναι να τους αφήσει «στριμωγμένους». Είναι αναγκασμένοι να αποφασίσουν αν θα εμπλακούν σε έναν «πόλεμο» υποβολής προσφορών που θα μπορούσε να διαβρώσει τις οικονομικές τους θέσεις, ή να κάτσουν πίσω ενώ ο Arnault προχωρά μπροστά. Μια συμφωνία με την Tiffany – η οποία εδώ και γενιές έχει θέσει το «χρυσό» πρότυπο για τις προτάσεις των αμερικανικών γάμων – είναι ελκυστική “εξαιτίας της έλλειψης στόχων εξαγοράς κοσμημάτων σε παγκόσμια κλίμακα”, δήλωσε ο αναλυτής της RBC Rogerio Fujimori. «Τα ρολόγια και τα κοσμήματα είναι η μοναδική κατηγορία πολυτέλειας όπου η LVMH δεν είναι ήδη ο ηγέτης», πρόσθεσε ο Fujimori, «και γνωρίζουμε ότι ο κ. Arnault θέλει να είναι πάντα Νο1».

Οι ανταγωνιστές

Η Richemont κατέχει την Cartier, το μόνο μεγάλο brand κοσμημάτων εκτός από την Tiffany, καθώς και μικρότερους οίκους, όπως η Van Cleef & Arpels. Δεν θα ήθελε να χάσει την πρωτοπορία της στην κατηγορία, η ταχεία ανάπτυξη της οποίας βοήθησε να αντισταθμιστεί η πτώση των επιδόσεων στις μάρκες ρολογιών όπως η Jaeger-LeCoultre τα τελευταία χρόνια.

Ο Johann Rupert, ο νοτιοαφρικανός μεγιστάνας που ελέγχει την Richemont, δεν είναι γνωστό ότι απολαμβάνει έναν αγώνα με τον Arnault ούτε την ιδέα να αναλάβει χρέη για να χρηματοδοτήσει τις εξαγορές του. Ενώ είχε επιτυχία αγοράζοντας εμπορικά σήματα όπως οι Cartier, Piaget και Van Cleef, άλλες αγορές όπως η γαλλική Lancel δεν απέδωσε. Ακόμη και αν η Richemont μπορούσε να ξεπεράσει την προσφοράς της Arnault για την Tiffany, ο όμιλος εξακολουθεί να αφομοιώνει την εξαγορά της Yoox Net-a-Porter πέρυσι, της μεγαλύτερης μέχρι σήμερα.

Το χαρτοφυλάκιο κοσμημάτων του δεύτερου αντιπάλου, της Kering, το οποίο επικεντρώνεται στην μόδα, είναι πιο εξειδικευμένο: Προσθέτοντας την Tiffany θα μπορούσε να της δώσει μια κρίσιμη μάζα για να βοηθήσει στην ανάπτυξη οίκων που ήδη διαθέτει, όπως η ιταλική Pomellato και η Boucheron που εδρεύει στο Παρίσι. Θα βοηθούσε επίσης να μειώσει την εξάρτηση του ομίλου από τη Gucci, η οποία έφερε τα τρία τέταρτα του συνολικού κέρδους του ομίλου πέρυσι.

Και ενώ ο μέτοχος που ελέγχει την Kering, ο Francois Pinault, έχει ξανά βρεθεί αντιμέτωπος με τον Arnault, αφού αγωνίστηκε σε «πικρές μάχες» για τη Gucci και τη Saint Laurent, τα τελευταία χρόνια η εταιρεία αποχωρεί από μια συμφωνία όταν η τιμή δεν είναι σωστή.

Η απόκτηση της Tiffany θα αυξήσει το χρέος του Kering σε αρκετές φορές επί των ετήσιων κερδών. Και η αντι-προσφορά ενάντια στη LVMH θα αμβλύνει την οικονομική δύναμη που έχει δημιουργήσει η εταιρεία κατά τη διάρκεια αρκετών ετών ταχείας ανάπτυξης της Gucci.