Στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα η αναβολή του πολέμου των τιμών πετρελαίου δεν κάνει τη διαφορά σε μια βιομηχανία που ήδη καταρρέει υπό το βάρος της σχεδόν μηδενικής ζήτησης. Είναι πολύ αργά για να χρησιμοποιηθεί η διπλωματία και οι επιδέξιες διαπραγματεύσεις για να μοιραστεί το βάρος των περικοπών παραγωγής που είναι πλέον αναπόφευκτες.

Η ελεύθερη άντληση που ενεργοποιήθηκε από τη Σαουδική Αραβία και τη Ρωσία είναι σημαντική για μορφή της πετρελαϊκής βιομηχανίας μακροπρόθεσμα, αλλά, όπως επισήμανε ο Χαβιέ Μπλάς, προσφέρει μια εικόνα για το χάος που προκάλεσε το lockdown των οικονομιών παγκοσμίως ως απάντηση στην πανδημία του κορωνοϊού. Οι προβλέψεις για μια καταστροφική πτώση της ζήτησης πετρελαίου αφθονούν, με την εκτίμηση για μια επιβλητική μείωση κατά 20% σε ετήσια βάση της παγκόσμιας κατανάλωσης τον Απρίλιο, να είναι αυτή που κυριαρχεί. Μια τέτοια μείωση μεταφράζεται σε 20 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως, που ισοδυναμεί με ολόκληρη την κατανάλωση των Ηνωμένων Πολιτειών.

Θα ήταν αδύνατο για οποιαδήποτε μικρή ομάδα παραγωγών να μετριάσουν αυτού του είδους τις επιπτώσεις με μείωση της παραγωγής, εκτός αν η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία μειώσουν την παραγωγή τους σχεδόν στο μηδέν. Και αυτό δεν πρόκειται να συμβεί.

Την Τετάρτη, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάικ Πομπέο κάλεσε τον πρίγκιπα της Σαουδικής Αραβίας Μωάμεθ Μπιν Σαλμάν να αναλάβει ηγετικό ρόλο, καθώς η χώρα του ετοιμάζονταν να φιλοξενήσει τη συνάντηση της Ομάδας των G-20 εθνών. Ο Πομπέο προέτρεψε το βασίλειο «να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να καθησυχάσει τις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές και αγορές ενέργειας». Αυτό είναι ένα λογικό αίτημα. Κάποιος πρέπει να ηγηθεί και δεν φαίνεται να είναι ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ αυτός.

Το πρόβλημα είναι ότι πιθανότατα ο Πομπέο εννοούσε για τη Σαουδική Αραβία να μειώσει μονομερώς την παραγωγή της και όχι να προσπαθήσει να διαμορφώσει μια βραχυπρόθεσμη «συμμαχία των πρόθυμων», συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, που θα συνεργαστούν για να αντιμετωπίσουν ένα παγκόσμιο πρόβλημα. Εξάλλου, αυτό συνέβαινε πάντα στο παρελθόν.

Για παράδειγμα κατά την αντιμετώπιση της ασιατικής χρηματοπιστωτικής κρίσης. Τον Φεβρουάριο του 1999, ο Μπιλ Ρίτσαρσον γραμματέας ενέργειας του προέδρου Μπιλ Κλίντον, εξέφρασε τις ανησυχίες των ΗΠΑ για τις τιμές του πετρελαίου που είχαν πέσει κάτω από τα 10 δολάρια το βαρέλι. Δύο μήνες αργότερα ο Οργανισμός των εξαγωγικών χωρών πετρελαίου (OPEC) συμφώνησε στην τρίτη διαδοχική μείωση της παραγωγής του και μέχρι το τέλος του έτους το αργό πετρέλαιο τύπου Brent είχε ανακάμψει στα 25 δολάρια το βαρέλι.

Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η Σαουδική Αραβία ήταν πρόθυμη να αναλάβει την ηγεσία τότε και να υποστεί το μεγαλύτερο μέρος των περικοπών παραγωγής. Και η ίδια ήθελε υψηλότερες τιμές πετρελαίου. Εκείνη την εποχή το πετρέλαιο θεωρούνταν ως ένα εξαντλούμενο asset, η αξία του οποίου θα αυξανόταν μόνο στο μέλλον, καθώς η ζήτηση θα ξεπερνούσε την διαθέσιμη προσφορά. Η μείωση της παραγωγής θα άφηνε το πετρέλαιο σε ένα επίπεδο που η αξία του θα εκτιμούνταν.

Αλλά αυτά ίσχυαν πολύ καιρό πριν. Πλέον δεν κυριαρχεί μια τέτοια άποψη καθώς έχει πληγεί τόσο από το τσουνάμι της εξαγωγής σχιστολιθικού πετρελαίου όσο και από την αυξανόμενη συνειδητοποίηση της ανάγκης μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Το πετρέλαιο που βρίσκεται στο έδαφος πλέον κινδυνεύει να μην παραχθεί καθόλου.

Φυσικά το 1999, θα ήταν παράλογο να περιμένουμε από την Αμερική να συμμετάσχει στην προσπάθεια μείωσης της παραγωγής. Οι ΗΠΑ αντλούσαν λίγο περισσότερο από 6 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως – λιγότερο από το ήμισυ της σημερινής παραγωγής τους – και εισήγαγε περίπου 10 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως περισσότερα πετρελαίου τύπου crude από ό, τι εξήγαγε.

Όμως, το 2020 δεν είναι το 1999. Οι ΗΠΑ είναι πλέον ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου τύπου crude στον κόσμο, αντλώντας 13 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως – περισσότερα ακόμα και όσα η Σαουδική Αραβία μπορεί να προμηθεύει εάν ανοίξει πλήρως τις κάνουλες. Και μέχρι στιγμής φέτος έχει εξάγει περισσότερο πετρέλαιο από ό, τι εισήγαγε.

Ωστόσο, η έλλειψη ηγεσίας – από το Ριάντ και την Ουάσιγκτον – σημαίνει ότι είναι πλέον πολύ αργά για να υπάρξει μια συντονισμένη αντίδραση – απάντηση στην κατάρρευση της ζήτησης.

Σύμφωνα με τα όσα ισχύουν μέχρι τώρα, ο ΟΠΕΚ δεν πρόκειται να συνεδριάσει μέχρι τις αρχές Ιουνίου και το αν οι εξωτερικοί σύμμαχοι του Οργανισμού, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, θα συμμετάσχουν σε μια διευρυμένη συνεδρίαση του ΟΠΕΚ +, παραμένει προς συζήτηση. Όποιες ενέργειες συμφωνηθούν τότε δεν θα κανέναν αντίκτυπο μέχρι τον Ιούλιο, το νωρίτερο. Ακόμη και εάν πορούσε να επιτευχθεί μια συμφωνία αύριο θα είχε ελάχιστο αντίκτυπο μέχρι τον Μάιο, με τις πωλήσεις αργού τον Απρίλιο να έχουν ολοκληρωθεί σε μεγάλο βαθμό.

Μέχρι τότε οι δεξαμενές αποθήκευσης σε όλο τον κόσμο θα πλησιάζουν την πλήρη χωρητικότητά τους, πλοία γεμάτα ανεπιθύμητο πετρέλαιο θα βρίσκονται αγκυροβολημενα και οι παραγωγοί θα αναγκαστούν να κλείσουν τα πηγάδια εξόρυξης καθώς δεν θα έχουν πλέον μέρος για να αποθηκεύσουν το πετρέλαιο που αντλούν από το έδαφος.

Χωρίς μειώσεις στην παραγωγή, το shut down είναι αναπόφευκτο. Οι αναλυτές IHS Markit εκτιμούν ένα πλεόνασμα 1,8 δισεκατομμυρίων βαρελιών πετρελαίου τύπου crude κατά το πρώτο εξάμηνο του 2020, ενώ οι δυνατότητες αποθήκευσης ανερχονται στα 1,6 δισεκατομμύρια βαρέλια.

Η ευκαιρία για να διαμοιραστούν αυτές οι μειώσεις παραγωγής έχει χαθεί. Ο ΟΠΕΚ είχε την τελευταία του ευκαιρία τον Μάρτιο και οι Αμερικανοί ηγέτες σπατάλησαν στη συνέχεια τη δική τους ευκαιρία να ηγηθούν. Με νάση τη σημερινή κατάσταση οι μειώσεις στην παραγωγή πετρελαίου θα αποφασιστούν από την αγορά στην βάση του ποιος έχει πρόσβαση σε δεξαμενές αποθήκευσης και ποιος χρήματα από την άντληση. Καλώς ήρθατε στην ελεύθερη αγορά.