Η Ευρωπαϊκή Ένωση μελετά την αύξηση των κρατικών δαπανών προκειμένου να υπάρξει στήριξη στην ανάπτυξη της περιοχής και θέλοντας, κατά κάποιον τρόπο,  να ακολουθήσει το… παράδειγμα του νέου προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ.

Οι υπουργοί Οικονομικών της Ε.Ε. (τη Δευτέρα συνεδριάζουν οι ΥΠΟΙΚ της Ευρωζώνης και την Τρίτη οι ΥΠΟΙΚ των 27 κρατών-μελών) θα αποφασίσουν για το εάν θα υπάρξει χαλάρωση της λιτότητας έτσι ώστε να ακολουθηθεί το πρόγραμμα της Κομισιόν για ενίσχυση των δημοσιονομικών δαπανών κατά 0,5% του ΑΕΠ το 2017, δηλαδή σαφώς υψηλότερα από το ποσοστό του 0,1% που έχει ζητηθεί από τα κράτη-μέλη να «ενταχθεί» στα προσχέδια προϋπολογισμών για το επόμενο έτος. 

Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μ. Ντράγκι δήλωσε τον περασμένο μήνα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να αντιμετωπίσουν την αδυναμία της Ευρωζώνης. Παράλληλα ο ΟΟΣΑ συνέστησε τη χαλάρωση των πολιτικών λιτότητας στην Ευρώπη προκειμένου να υπάρξει ενίσχυση των επενδύσεων, καθώς η ασκούμενη νομισματική πολιτική δεν φαίνεται να αρκεί, προκειμένου να στηρίξει την ανάπτυξη της περιοχής. Παράλληλα η άνιση ανάπτυξη των κρατών-μελών ενισχύει τους λαϊκιστές από το Παρίσι έως τη Ρώμη, με τους πολίτες να αντιδρούν στη μακρά περίοδο λιτότητας. 

Πριν από έξι χρόνια, όταν το ελληνικό χρέος ταρακούνησε τις αγορές και τους επενδυτές στην Ευρώπη, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, με ηγέτιδα τη γερμανική, ακολουθούν μία πολιτική λιτότητας. Αυξάνουν τους φόρους, μειώνουν τα έξοδα και προσπαθούν να περιορίσουν τα ελλείμματα και απαιτούν όλοι να πράττουν το ίδιο. Παρόλα αυτά, με την ανάπτυξη να είναι το πολύ αναιμική, και τον μέσο όρο ανεργίας στην Ευρωζώνη να βρίσκεται μόλις κάτω από το 10%,  η λιτότητα έχει προκαλέσει και αντίδραση στις κάλπες.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τόνισε, τον περασμένο μήνα, ότι έχει έρθει ο καιρός για μία θετική δημοσιονομική στάση στη ζώνη του ευρώ, σημειώνοντας ότι οι χώρες που έχουν «επαρκές δημοσιονομικό περιθώριο» θα πρέπει να αυξήσουν τις μεσοπρόθεσμες δαπάνες τους και να προχωρήσουν σε επενδύσεις, ιδιαίτερα στους τομείς της ψηφιακής οικονομίας, της ενέργειας και των οδικών υποδομών.

Αυτή η αλλαγή πλεύσης έπεται των ανακοινώσεων που πραγματοποίησε η Κομισιόν τον περασμένο μήνα  για μία δημοσιονομική στήριξη της τάξης του 0,5% του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη το 2017- περίπου 50 δισ. ευρώ – με τη Γερμανία, η οποία έχει και το μερίδιο του λέοντος (29%) του ΑΕΠ της Ευρωζώνης, να πρέπει να κάνει τη μεγαλύτερη προσπάθεια. 

Ο Επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων, Πιερ Μοσκοβισί, δήλωσε μάλιστα ότι «η Επιτροπή ενεργεί όπως ένας ΥΠΟΙΚ της Ευρωζώνης και ίσως μια μέρα θα ισχύει κάτι τέτοιο». Αν και ορισμένοι στην Ευρώπη έχουν κάνει εκκλήσεις για μία πιο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, ως συμπλήρωμα της πολιτικής ποσοτικής χαλάρωσης που ακολουθεί η ΕΚΤ, η Γερμανία, που έχει πλεόνασμα 18,5 δισ. ευρώ στον προϋπολογισμό της, ηγείται μίας ομάδας σκληροπυρηνικών χωρών που αντιδρούν στην πρόταση αυτή.

«Εξαρτάται από τις χώρες που έχουν πλεόνασμα να αποφασίσουν οι ίδιες, αν θα το διαθέσουν τώρα ή στο μέλλον, ή αν θα το χρησιμοποιήσουν για τη μείωση του χρέους τους», δήλωσε ο πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ, και προσέθεσε πως «Η Κομισιόν μπορεί να μας συμβουλεύει, η Κομισιόν μπορεί να αυτοαποκαλείται υπουργείο Οικονομικών, αλλά δεν σημαίνει πως κάτι τέτοιο ισχύει».