Η οικονομική κληρονομιά της Τερέζα Μέι κυριαρχείται από το ίδιο στοιχείο που κατανάλωσε την πολυτάραχη πρωθυπουργία της: Το να βγάλει την Βρετανία εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οποιον τρόπο μέτρησης και αν χρησιμοποιήσουν οι οικονομολόγοι θα διαπιστώσουν ότι η οικονομία δεν έχει διαφορές από αυτήν που παρέλαβε από τον Ντέϊβιντ Κάμερον. Η αύξηση της παραγωγικότητας εξακολουθεί να κινείται σε κάθε άλλο παρά  αξιοπρεπή επίπεδα, η λιτότητα συνεχίζεται, οι κατοικίες είναι σε μαγάλο βαθμό απλησίαστες για όσους θέλουν να αγοράσουν για πρώτη φορά και οι βαθιές αδικίες επιμένουν να υπάρχουν. Και αυτό παρά το γεγονός ότι η ίδια αναλαμβάνοντας την πρωθυπουργία τον Ιούλιο του 2016 ανέφερε στην πρώτη ομιλία της ότι θα εξαλείψει τις αδικίες. Λέξεις που χρησιμοποίησε την Παρασκευή καθώς κάτω από πίεση αναγκάστηκε να ανακοινώσει το σχέδιο της παραίτησής της στις 7 Ιουνίου.

Παρά το γεγονός ότι η οικονομική κρίση λόγω Brexit είχε προβλεφθεί από αρκετούς οικονομολόγους το 2016, ουσιαστικά , ποτέ δεν συνέβη και η οικονομία παρά τις όποιες αμυχές, λόγω της έλλειψης επενδύσεων, εξακολούθησε ανοδική πορεία. Η δημιουργία θέσεων εργασίας παρουσίασε εκρηκτική άνοδο και οι μισθοί βαίνουν αυξανόμενα ταχύτερα από ότι οι τιμές αγαθών και υπηρεσιών. Καθώς η Μέι ετοιμάζεται να εγκαταλείψει την προθυπουργία, μετά πό τρία, περίπου, χρόνια η κατάσταση στη Βρετανία παρουσιάζεται ως εξής:

Το δημοψήφισμα δημιούργησε μια αρκινή κατάσταση -σοκ για τα στάνταρντ διαβίωσης καθώς η στερλίνα έπεσε και οι τιμές εισαγόμενων αγαθών ανέβηκαν. Σήμερα, οι επενδύσεις των επιχειρήσεων βρίσκονται υπό πίεση και οι προοπτικές των εξαγωγών εξασθενούν, αφήνοντας την χώρα να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εγχώρια κατανάλωση.

Σε χειρότερη μοίρα βρίσκονται τα νοικοκυριά, καθώς οι καταθέσεις τους για το 2018 ανήλθαν στο 4,2% του περσινού εισοδήματος, δηλαδή λιγώτερο από το μισό του 2015.

Η οικονομία , όπως εκτιμάται βρίσκεται γύρω στο 2% πιό κάτω από ότι αν η Βρετανία είχε αποφασίσει να μείνει στην Ε.Ε. Από το δεύτερο τρίμηνο του 2016 το ΑΕΠ στις ΗΠΑ αυξήθηκε 7%, στην Ευρωζώνη 5,5%, ενώ στη Βρετανία έμεινε πίσω , στο 4,8%.

Η αγορά εργασίας ήταν, όμως, ο βασικός πρωταγωνιστής που έκλεψε την παράσταση. Ο αριθμός των εργαζομένων αυξήθηκε κατά περίπου ένα εκατομύριο, από τότε που η Μέι ανέλαβε πρωθυπουργός, ρίχνοντας το ποσοστό ανεργίας στα χαμηλότερα επίπεδα που είχαν καταγραφεί στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Σχεδόν όλη η ανάπτυξη προήλθε από εργασίες πλήρους απασχόλησης. Μια θεωρία για αυτό είναι ότι οι εταιρείες προτιμούν να επενδύουν σε ανθρώπινο δυναμικό παρά σε κεφάλαιο, καθώς οι προσλήψεις είναι ευκολότερες να αναστραφούν όταν η οικονομία κινείται αρνητικά.

Οι μισθοί εξακολουθούν να ανεβαίνουν. Ωστόσο, δεν αναμένεται να φθάσουν τα προ κρίσης επίπεδα πριν το 2023.

Αν και το ρεκόρ της αύξησης της απασχόλησης φέρνει καλά νέα για το επίπεδο διαβίωσης, εν τούτοις οι βρετανοί εργαζόμενοι δεν είναι περισσότερο παραγωγικοί από ότι ήταν προ κρίσης. Η παραγωγή ανά ώρα ανέβηκε κατά 0,5% , πέρσι, διατηρώντας μια όχι και τόσο υγιή κατάσταση για την οικονομία.

Δηλαδή η συγκράτηση των μισθών με στόχο να μην δημιουργηθεί πληθωρισμός περιορίζει την ταχύτητα ανάπτυξης της οικονομίας. Το Brexit ενδέχεται να οξύνει περισσότερο το πρόβλημα με το να στερήσει από την οικονομία την παραγωγικότητα, τις επενδύσεις και την εισαγόμενη καινοτομία.

Η Μέι ερμήνευσε την ψήφο υπέρ του Brexit και μια καταστροφική εκλογική αναμέτρηση ένα χρόνο αργότερα ως μια αντίδραση στα χρόνια της λιτότητας. Η κυβέρνηση απάντησε με περικοπές στον φόρο εισοδήματος, στην φορολογία καυσίμων, ανεβάζοντας τον κατώτατο μισθό και χαλαρώνοντας τις δαπάνες για τον δημόσιο τομέα και την Υγεία. Αλλά η πρωθυπουργός αντιμετώπισε έντονη κριτική για τις περικοπές στον τομέα της Πρόνοιας, οι οποίες, όμως, θεσπίσθηκαν από τον προκάτοχό της.

Το τετραετές πάγωμα των παροχών των εργαζομένων ενίσχυσε τα δημοσιονομικά, αλλά ήταν οδυνηρό για τις πτωχότερες οικογένειες. Η πολιτική αυτή οδηγεί ζευγάρια με παιδιά στην τελευταία κατηγορία εισοδήματος των 900 στερλινών σε χειρότερη μοίρα για το 2019-202, μαζί με άλλες προνοιακές αλλαγές και περαιτέρω περικοπές τα επόμενα χρόνια.

Το 2017, μια θανατηφόρα πυρκαγιά στην περιοχή Κέσινγκτον και Τσέλσι του Λονδίνου έγινε ένα σύμβολο διαίρεσης. Τα εισοδήματα στην περιοχή αυτή γύρω από το τετράγωνο του πύργου Γκρένφελ είναι τα χαμηλότερα σε όλη τη Βρετανία. Από την άλλη πλευρά όμως του δήμου είναι τα υψηλότερα.

Μάλιστα, στο Νάιτσμπριτζ, όπου βρίσκεται το πολυκατάστημα Harrods και ακίνητα αξίας πολλών εκατομυρίων στερλινών το προσδόκιμο ζωής είναι τα 94 χρόνια. Στην περιοχή γύρω από το Γκρένφελ είναι μόλις 72., σύμφωνα με την τοπική νομοθέτη Emma Dent Coad. Η ίδια η Μέι κατηγορήθηκε για αδιαφορία με το να αρνηθεί να συναντηθεί με κατοίκους όταν επισκέφθηκε τον τόπο της καταστροφής.

Η ψαλίδα της ανισότητας στη χώρα πιθανόν να αυξήθηκε πέρσι. Τα κέρδη του 0,1% της ανώτατης φορολογικής κλίμακας μειώθηκαν κατά 6% μεταξύ Απριλίου και Σεπτεμβρίου, συγκρινόμενα με τον μέσο όρο 3,7% σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού της χώρας.

Η οικονομική κρίση άνοιξε επίσης και μια διαίρεση μεταξύ γενεών. Και βέβαια , υπάρχει μια ένδειξη ότι το χάσμα έχει αρχίσει να γεφυρώνεται επί διακυβέρνησης Μέι. Τα εισοδήματα των τριαντάρηδων είναι μόλις και μετά βίας υψηλότερα από ότι αυτά της προηγούμενης γενεάς, στην ίδια ηλικία. Ακόμη οι τιμές ακινήτων καθιστούν αδύνατη την αγορά κατοικίας για πολλούς νέους ανθρώπους.

Ενας εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης καταβάλλοντας το οκταπλάσιο των ετησίων αποδοχών του θα μπορούσε πέρσι να αγοράσει ένα σπίτι στο Λονδίνο. Η αναλογία αυτή σήμερα έχει φθάσει στο 12πλάσιο ενώ οι αγοραστές υποχρεώνονται να προβούν σε δάνειο 100.000 στερλινών κατά μέσον όρο για να μπορέσουν να δώσουν μια προκαταβολή. Το σημείο – κλειδί για την καταπολέμηση της στεγαστικής κρίσης βρίσκεται στην αύξηση της κατασκευαστικής δραστηριότητας, περισσότερο, παρά στις πρωτοβουλίες και παρεμβάσεις της κυβέρνησης να βοηθήσει τους πολίτες στο στεγαστικό ζήτημα, σύμφωνα με τους οικονομολόγους.