Η ΕΚΤ επιτέλους φαίνεται να βρίσκει τη βοήθεια που χρειαζόταν από την πλευρά των πολιτικών, προκειμένου να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις οικονομικές προκλήσεις, αν και, προς το παρόν, όπως σημειώνει το Bloomberg, εξακολουθεί να είναι μόνη της στην πρώτη γραμμή της μάχης.

Η πρόταση Μέρκελ – Μακρόν για τη σύσταση ταμείου ανάκαμψης ύψους 500 δισ. ευρώ που θα έχει ως αποστολή να βοηθήσει την ΕΕ να βγει αό την κρίση της πανδημίας, θεωρείται από τους αναλυτές ως σημαντικό βήμα για μια πιο ισχυρή κοινή δημοσιονομική πολιτική, που έρχεται να συμπληρώσει τα νομισματικά θεμέλια της ευρωζώνης.

Αυτό είναι κάτι που η επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ και οι προκάτοχοί της ζητούσαν μετ’ επιτάσεως εδώ και καιρό. Κατ’ αρχάς, η ΕΚΤ θα έπρεπε κανονικά να παρεμβαίνει λιγότερο για να εμποδίζει το ξέσπασμα μιας οικονομικής κρίσης. Επίσης θα έπρεπε να είναι λιγότερο εκτεθειμένη σε νομικές διαμάχες που ρίχνουν σκιές στα προγράμματα αγοράς ομολόγων, ενώ θα μπορούσε να έχει βοήθεια και στο θέμα της επίτευξης του στ΄χοου για τον πληθωρισμό.

Όπως σχολιάζει ο Andrew Bosomworth, δ/νων σύμβουλος και επικεφαλής διαχείρισης χαρτοφυλακίου της Pimco στη Γερμανία, «η ΕΚΤ έχει αναλάβει το βαρύ έργο της υποστήριξης ολόκληρης της οικονομίας της ευρωζώνης. Τώρα, για πρώτη φορά θα έχουμε ένα δημοσιονομικό ισοδύναμο».

Η Λαγκάρντ δεν θα βρει άμεσα αυτή τη στήριξη, καθώς το γαλλογερμανικό σχέδιο πρέπει πρώτα να εγκριθεί και από τα 27 κράτη – μέλη της ΕΕ και ήδη υπάρχουν διαφωνίες αν τα χρήματα θα δοθούν υπό τη μορφή επιχορηγήσεων ή δανείων. Ακόμα κι αν υπάρξει συμφωνία, τα χρήματα θα δοθούν το 2021.

Είναι επίσης πολύ χαμηλό σε σχέση με το πλήρες δημοσιονομικό κόστος της πανδημίας, το οποίο η ΕΚΤ τοποθετεί μεταξύ 1 και 1,5 τρισ. ευρώ, ενώ οι οικονομολόγοι του Bloomberg αναφέρουν ότι στο χειρότερο σενάριο θα φτάσει τα 2,5 τρισ. ευρώ.

Οι οικονομολόγοι του Bloomberg χαρακτηρίζουν την πρόταση Μέρκελ – Μακρόν ως ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση και ως πηγή ανακούφισης για την ΕΚΤ.

Πριν από την πρόταση, οι περισσότεροι οικονομολόγοι ανέμεναν από την ΕΚΤ να ενισχύσει το πρόγραμμα αγοράς πανδημικών ομολόγων ύψους 750 δισεκατομμυρίων ευρώ, ίσως και κατά τη συνάντηση της 4ης Ιουνίου, και δεν φαίνεται να αλλάζουν αυτές οι προβλέψεις.

«Η γαλλο-γερμανική συμφωνία είναι πολύ ενθαρρυντική, αλλά ακόμη και αν συμφωνηθεί, η ΕΚΤ είναι πιθανό να παραμείνει σε κατάσταση “προληπτικής πολιτικής χαλάρωσης”»,  αναφέρει ο Frederik Ducrozet της Banque Pictet. «Δεν είναι ώρα να πανηγυρίζουμε για νίκες».

Ωστόσο, οι αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων βυθίστηκαν μετά την είδηση και η Λαγκάρντ που επαίνεσε τη συμφωνία ως «απόδειξη για το πνεύμα της αλληλεγγύης και της ευθύνης» – έχει λόγο να είναι αισιόδοξη. Η ΕΚΤ έχει εμπλακεί σε οικονομικές, νομικές και οικονομικές διαμάχες, και το σχέδιο μπορεί να βοηθήσει και στα τρία.

Ενώ το έργο της ΕΚΤ είναι να διασφαλίζει τη σταθερότητα των τιμών, το πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης για την πανδημία αντιμετωπίζει επίσης μια πιο επείγουσα ανάγκη – τη σταθεροποίηση των αγορών. Αυτό σημαίνει αγορά τεράστιων ποσοτήτων ιταλικών κρατικών ομολόγων, των οποίων οι αποδόσεις αυξήθηκαν επειδή οι επενδυτές φοβούνται ότι η υπερχρεωμένη χώρα, θα έχει δυσκολίες να ξεπληρώσει τη δημοσιονομική στήριξη που θα λάβει.

Το σχέδιο ανάκαμψης «μπορεί να κάνει τη δουλειά της ΕΚΤ ευκολότερη επειδή βοηθά στη βελτίωση της ψυχολογίας της αγοράς προς χώρες όπως η Ιταλία», αναφέρει ο Nick Kounis, οικονομολόγος της ABN Amro. «Εάν είναι επιτυχές, η ΕΚΤ θα πρέπει να ανησυχεί λιγότερο για την αντιμετώπιση του κατακερματισμού σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ και να επικεντρώνεται περισσότερο στα συμβατικά της καθήκοντα της νομισματικής πολιτικής όπως είναι ο πληθωρισμός».