Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε ότι θα χαλαρώσει τους εμπορικούς περιορισμούς που έχει επιβάλει στην Huawei, στην μεγαλύτερη και πιο γνωστή τεχνολογική εταιρεία της Κίνας. Η κίνηση αυτή περιλαμβάνεται στους γενικότερους όρους «εμπορικής ανακωχής» με το Πεκίνο και ταυτόχρονα αίρει μια απειλή για την παγκόσμια οικονομία, ακόμη και στην περίπτωση που μια μόνιμη «εμπορική ειρήνη» παραμείνει άπιαστο όνειρο.

Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε ο Τραμπ, ο πρόεδρος της Κίνας, Ζι Τζινπίνγκ υποσχέθηκε να αγοράσει τεράστιες ποσότητες αγροτικών προϊόντων από τις ΗΠΑ, σε αντάλλαγμα της χαλάρωσης των περιοριστικών μέτρων στο σινοαμερικανικπό εμπόριο. Όπως δήλωσε ο πρόεδρος των ΗΠΑ σε συνέντευξή του, στο πλαίσιο της Συνόδου των G-20 , στην Οζάκα «θα τους δώσουμε μια λίστα εμπορευμάτων, τα οποία θα θέλαμε να αγοράσουν».

Τα επίσημα μέσα ενημέρωσης της Κίνας, πάντως, αναφέρουν ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ ελπίζει ότι η Κίνα θα εισάγει περισσότερα αμερικανικά προϊόντα στο πλαίσιο της τήρησης των όρων της «συνθήκης».

Μετά τη συνάντηση που είχε ο Τραμπ με τον ΖΙ Τζινπίνγκ νωρίτερα σήμερα, στη Σύνοδο των G20, οι δυο χώρες σχεδιάζουν να ξαναρχίσουν τις συνομιλίες για θέματα εμπορίου, που είχαν διακοπεί απότομα τον προηγούμενο μήνα. Ο Τραμπ ανέφερε στους εκπροσώπους του Τύπου ότι δεν θα βάλει νέους δασμούς σε εισαγόμενα είδη από την Κϊνα «προς το παρόν», ενώ θα επιτρέψει στις αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας να συνεργασθούν εκ νέου με την Huawei Technologies Co. Σημειώνεται ότι το αμερικανικό υπουργείο Εμπορίου τον περασμένο μήνα έβαλε την εταιρεία σε «μαύρη λίστα», επικαλούμενο λόγους εθνικής ασφαλείας.

«Οι αμερικανικές εταιρείες μπορούν να πουλήσουν εξοπλισμό στην Huawei», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Τραμπ. «Δεν πρόκειται για εξοπλισμό που θα μπορούσε να δημιουργήσει πρόβλημα στην εθνική ασφάλεια», πρόσθεσε.

Οι εκπρόσωποι της Huawei αντέδρασαν θετικά στο άκουσμα της είδησης , χαρακτηρίζοντας την απόφαση του Τραμπ ως «στροφή 180 μοιρών».

Η επιστροφή των ΗΠΑ και της Κίνας στο τραπέζι των εμπορικών διαπραγματεύσεων δίνει τέλος σε μια αδιέξοδη κατάσταση που κράτησε έξη εβδομάδες και δημιούργησε νευρικότητα στις εταιρείες αλλά και στους επενδυτές.