Ομοσπονδιακός δικαστής έκρινε ότι η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να προχωρήσει στην επιβολή τέλους ύψους 100.000 δολαρίων στις νέες αιτήσεις για βίζα H-1B, εξέλιξη που συνιστά σοβαρό πλήγμα για τις αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας που βασίζονται στην πρόσληψη εξειδικευμένων εργαζομένων από το εξωτερικό.
Η ομοσπονδιακή δικαστής Μπέριλ Χάουελ ανέφερε σε απόφαση που εκδόθηκε την Τρίτη ότι η απόφαση του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών να αυξήσει δραστικά το κόστος της δημοφιλούς αυτής βίζας είναι νόμιμη. Η ετυμηγορία ενισχύει την προσπάθεια της κυβέρνησης να περιορίσει τη μετανάστευση και να ενισχύσει τη ζήτηση για εργατικό δυναμικό από τις ΗΠΑ. Το Αμερικανικό εμπορικό επιμελητήριο, που είχε προσφύγει δικαστικά για να μπλοκάρει το μέτρο, διατηρεί το δικαίωμα έφεσης.
Η Χάουελ απέρριψε το επιχείρημα του Επιμελητηρίου ότι ο πρόεδρος δεν διαθέτει την εξουσία να επιβάλει το τέλος, κρίνοντας ότι η προεδρική διακήρυξη εκδόθηκε βάσει «ρητής νομοθετικής εξουσιοδότησης προς τον Πρόεδρο».
«Στην προκειμένη περίπτωση, το Κογκρέσο έχει παραχωρήσει στον πρόεδρο ευρεία νομοθετική εξουσία, την οποία χρησιμοποίησε για να εκδώσει τη διακήρυξη αντιμετωπίζοντας, με τον τρόπο που ο ίδιος έκρινε σκόπιμο, ένα ζήτημα που αντιλαμβάνεται ως θέμα οικονομικής και εθνικής ασφάλειας», έγραψε στην απόφασή της.
Ο Ντάριλ Τζόσεφερ, εκτελεστικός αντιπρόεδρος του Επιμελητηρίου, δήλωσε ότι το τέλος των 100.000 δολαρίων καθιστά τις βίζες H-1B απαγορευτικά ακριβές.
«Είμαστε απογοητευμένοι από την απόφαση του δικαστηρίου και εξετάζουμε περαιτέρω νομικές επιλογές, ώστε το πρόγραμμα H-1B να λειτουργεί όπως το είχε προβλέψει το Κογκρέσο: να επιτρέπει στις αμερικανικές επιχειρήσεις κάθε μεγέθους να έχουν πρόσβαση στο παγκόσμιο ταλέντο που χρειάζονται για να αναπτυχθούν», ανέφερε. Το πρόγραμμα H-1B αποτελεί βασικό πυλώνα της μεταναστευτικής πολιτικής για λόγους απασχόλησης, επιτρέποντας στις εταιρείες στις ΗΠΑ να προσλαμβάνουν πτυχιούχους αλλοδαπούς εργαζόμενους για εξειδικευμένες θέσεις. Τον Σεπτέμβριο, ο Τραμπ υπέγραψε διακήρυξη για την αύξηση του τέλους, με στόχο –όπως υποστήριξε– να αποτραπεί η κατάχρηση ενός προγράμματος που, κατά την άποψή του, εκτοπίζει Αμερικανούς εργαζόμενους.
Οι βίζες H-1B χορηγούνται μέσω κλήρωσης, αλλά χρησιμοποιούνται κυρίως από τον κλάδο της τεχνολογίας. Μεταξύ των εταιρειών με τον μεγαλύτερο αριθμό τέτοιων θεωρήσεων περιλαμβάνονται η Amazon, η Tata Consultancy Services, η Microsoft, η Meta Platforms και η Apple, σύμφωνα με στοιχεία της αμερικανικής κυβέρνησης.
Το Επιμελητήριο, ο μεγαλύτερος φορέας επιχειρηματικού lobbying στις ΗΠΑ, υποστήριξε στην αγωγή που κατέθεσε τον Οκτώβριο ότι η αύξηση του τέλους είναι παράνομη, καθώς παρακάμπτει την ομοσπονδιακή μεταναστευτική νομοθεσία και υπερβαίνει τις αρμοδιότητες καθορισμού τελών που έχει παραχωρήσει το Κογκρέσο.
Παράλληλα, ομάδα 19 γενικών εισαγγελέων πολιτειών έχει επίσης προσφύγει κατά της προεδρικής διακήρυξης, εστιάζοντας στον αναμενόμενο αντίκτυπο στον δημόσιο τομέα, ιδίως στην υγεία και την εκπαίδευση, που επίσης βασίζονται στο πρόγραμμα H-1B. Ξεχωριστή αγωγή έχει κατατεθεί και από διεθνή εταιρεία στελέχωσης νοσηλευτικού προσωπικού.
Διαβάστε ακόμη
Ουγγαρία: Πώς η νέα συμφωνία για LNG από τις ΗΠΑ ενισχύει την ενεργειακή στρατηγική της
Τη χειρότερη χρονιά από την πανδημία κατέγραψε η αγορά πολυτελών ακινήτων του Λονδίνου (πίνακες)
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα
Σχολίασε εδώ
Για να σχολιάσεις, χρησιμοποίησε ένα ψευδώνυμο.