Μετά την ισχυρότερη επίδοση του FTSE 100 εδώ και 16 χρόνια, οι βρετανικές μετοχές φαίνεται ότι θα συνεχίσουν να κινούνται υποτονικά για ακόμη μία περίοδο, καθώς το οικονομικό περιβάλλον παραμένει δυσμενές. Ο δείκτης των blue chips του Ηνωμένου Βασιλείου έχει διαψεύσει τις προσδοκίες μέσα στο 2025, καταγράφοντας άνοδο 19% και υπεραποδίδοντας έναντι του S&P 500 και του Euro Stoxx 50. Ωστόσο, οι εγχώριες μετοχές έχουν μείνει πίσω. Ο FTSE 250 ενισχύεται μόλις κατά 6,5%, καθώς τα υψηλά επιτόκια, η υποτονική οικονομία και η αυξανόμενη φορολογική επιβάρυνση επιβαρύνουν το επενδυτικό κλίμα.

«Οι επενδυτές ανησυχούν ξεκάθαρα για την ανάπτυξη, τη φορολογία και το πολιτικό σκηνικό στο Ηνωμένο Βασίλειο», δήλωσε ο στρατηγικός αναλυτής της JPMorgan Chase, Μίσλαβ Ματέιτκα. «Δεν υπάρχει κάποιο πειστικό αφήγημα, ούτε σαφής επιτάχυνση της ανάπτυξης».

Η Τράπεζα της Αγγλίας συνεδριάζει αυτή την εβδομάδα και μια μείωση επιτοκίων θεωρείται σχεδόν δεδομένη, ενώ ακόμη μία αναμένεται έως τον Ιούνιο. Ωστόσο, αυτό ενδέχεται να μην αρκεί για να στηρίξει την αγορά χωρίς μια πιο ξεκάθαρη βελτίωση των αναπτυξιακών προοπτικών. Το Ηνωμένο Βασίλειο κινδυνεύει να καταγράψει την πρώτη τριμηνιαία συρρίκνωση από τότε που ανέλαβε η κυβέρνηση των Εργατικών, μετά την υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας τον Οκτώβριο, ενόψει του προϋπολογισμού με αυξήσεις φόρων που παρουσίασε η υπουργός Οικονομικών Ρέιτσελ Ριβς.

Αντίθετα, οι μεσαίας κεφαλαιοποίησης μετοχές της ευρωζώνης ξεχωρίζουν ως οι μεγάλοι κερδισμένοι, καταγράφοντας άνοδο 17%, χάρη στη πιο ήπια νομισματική πολιτική και τις δεσμεύσεις για κρατικές δαπάνες. Οι εκτιμήσεις για την αύξηση των κερδών την επόμενη χρονιά δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές ούτε για τον FTSE 250, καθώς περιορίζονται στο 7,5%, έναντι 27% για τον Euro Stoxx Mid-Cap, σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσε το Bloomberg. Οι προβλέψεις είναι υψηλότερες και για τους περισσότερους δείκτες μεγάλης κεφαλαιοποίησης, οι οποίοι αναμένεται να εμφανίσουν αύξηση κερδών κοντά ή και πάνω από διψήφια ποσοστά το 2026.

«Δεδομένων των διαρθρωτικών αντίξοων συνθηκών μετά το Brexit και της απουσίας πολιτικών που να στηρίζουν τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη από την κυβέρνηση, μας είναι δύσκολο να γίνουμε πιο θετικοί για το ευρύτερο χρηματιστηριακό τοπίο του Ηνωμένου Βασιλείου, παρά το ελκυστικό επιχείρημα της αποτίμησης», δήλωσε ο στρατηγικός αναλυτής της Barclays, Εμανουέλ Κο.

Όπως ανέφερε, μετά από συναντήσεις με περισσότερους από 100 επενδυτές και πελάτες, εκφράστηκαν ανησυχίες για τις τοπικές εκλογές της επόμενης άνοιξης — οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν πλήγμα για τους Εργατικούς — καθώς και για τις επίμονες δημοσιονομικές πιέσεις και τις αδύναμες αναπτυξιακές προοπτικές.

Για τον FTSE 100, οι στρατηγικοί αναλυτές επισημαίνουν τον αμυντικό χαρακτήρα του, τον προσανατολισμό του στην αξία και τις ελκυστικές αποτιμήσεις, στοιχεία που τον καθιστούν χρήσιμο εργαλείο διαφοροποίησης. Ωστόσο, ενδέχεται να υστερήσει στη συνέχεια, εάν η παγκόσμια ανάπτυξη επιταχυνθεί όπως αναμένεται και οι επενδυτές κατευθύνουν κεφάλαια σε αγορές με ισχυρότερες προοπτικές. Ο δείκτης λειτουργεί συχνά ως καταφύγιο, λόγω της μεγάλης έκθεσής του στους κλάδους της υγείας και των βασικών καταναλωτικών αγαθών, και τείνει να υπεραποδίδει όταν οι επενδυτές εμφανίζονται πιο επιφυλακτικοί απέναντι στο ρίσκο.

Ως αποτέλεσμα, οι επενδυτές καλούνται να είναι επιλεκτικοί. Ορισμένοι κλάδοι θα μπορούσαν να εμφανίσουν τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης μόλις αρχίσουν να μειώνονται τα επιτόκια. Η Τράπεζα της Αγγλίας ενδέχεται να βρει ευκολότερο να δικαιολογήσει μια πιο χαλαρή νομισματική πολιτική, καθώς η οικονομία παρουσιάζει σαφή σημάδια επιβράδυνσης. Ο Μίσλαβ Ματέιτκα της JPMorgan υποστήριξε ότι υπάρχει περιθώριο για βαθύτερες μειώσεις επιτοκίων το 2026 από τις δύο που έχουν ήδη προεξοφληθεί από τις αγορές χρήματος, κάτι που θα μπορούσε να ενισχύσει τον κλάδο της κατοικίας, την αγορά ακινήτων και τους τομείς με μεγαλύτερη έκθεση στον καταναλωτή.

«Η απαισιοδοξία θέτει τις βάσεις για μια πιθανή βελτίωση», δήλωσε ο Μάρτιν Γουόκερ, συν-επικεφαλής βρετανικών και ευρωπαϊκών μετοχών στην Invesco. «Τα χαμηλότερα επιτόκια θα μπορούσαν σίγουρα να βοηθήσουν, ενθαρρύνοντας τα νοικοκυριά που διστάζουν να αρχίσουν ξανά να δαπανούν».

Σύμφωνα με τον Γουόκερ, τα βρετανικά νοικοκυριά διατηρούν αποταμιεύσεις που αντιστοιχούν στο 14% του ΑΕΠ, κεφάλαια που θα μπορούσαν να διοχετευθούν στην κατανάλωση καθώς ενισχύεται η εμπιστοσύνη. Ο ίδιος βλέπει επενδυτικές ευκαιρίες στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και στις εταιρείες βασικών καταναλωτικών αγαθών με διεθνή προσανατολισμό, πολλές από τις οποίες διαπραγματεύονται σε ελκυστικές αποτιμήσεις σε σύγκριση με τους παγκόσμιους ανταγωνιστές τους. Παράλληλα, εμφανίζεται θετικός και για τον κλάδο της υγείας, καθώς και για τις εγχώριες βρετανικές τράπεζες.

Οι συνολικές αποτιμήσεις παραμένουν σχετικά χαμηλές σε σύγκριση με τις παγκόσμιες αγορές μετοχών, ωστόσο το Ηνωμένο Βασίλειο έχει ήδη περάσει φέτος από ανατιμολόγηση, περιορίζοντας μέρος της προηγούμενης ελκυστικότητάς του. Ο FTSE 350 διαπραγματεύεται πλέον περίπου στις 13 φορές τα προσδοκώμενα κέρδη, πάνω από τον μακροχρόνιο μέσο όρο των περίπου 12. Οι μετοχές μεγάλης κεφαλαιοποίησης στήριξαν την απόδοση της αγοράς μέσω ισχυρών μερισμάτων και επαναγορών ιδίων μετοχών, ενώ οι εκτιμήσεις για τα κέρδη έχουν αρχίσει να βελτιώνονται.

Οι επενδυτές σε βρετανικές μετοχές ανταμείφθηκαν με συνολική απόδοση για τους μετόχους 6,5%, που περιλαμβάνει μερίσματα, επαναγορές και συγχωνεύσεις και εξαγορές, σύμφωνα με τον Ρας Μουλντ, διευθυντή επενδύσεων στην AJ Bell. Όπως σημείωσε, η επίδοση αυτή ξεπερνά τον πληθωρισμό, τα κρατικά ομόλογα και τις καταθέσεις σε μετρητά.

«Το Ηνωμένο Βασίλειο λειτούργησε σε έναν βαθμό σαν μηχανή παραγωγής μετρητών», ανέφερε, προσθέτοντας ότι η δυναμική των κερδών και οι επιστροφές κεφαλαίου αποτελούν τα πρώτα «σημεία εκκίνησης» για το 2026. «Η βρετανική αγορά δεν είναι ακριβή με ιστορικούς όρους, αλλά δεν είναι πλέον φθηνή», κατέληξε ο Μουλντ.

Διαβάστε ακόμη

«Κλείδωσε» η αρχιτεκτονική των μέτρων για το βιομηχανικό ρεύμα – Στις Βρυξέλλες η πίεση για το πράσινο φως

Νέα πρόωρη αποπληρωμή χρέους 5,3 δισ. από την Ελλάδα

Project Voria: Με ορίζοντα τον Μάιο του 2028 «τρέχει» η επένδυση των €350 εκατ. στο Μαρούσι

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα