Στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ είναι στραμμένο το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας, καθώς ξεκίνησε η κρίσιμη εξέταση της νομιμότητας των δασμών που έχει επιβάλλει ο Ντόναλντ Τραμπ σχεδόν σε όλους τους βασικούς εμπορικούς εταίρους της χώρας. Δεν είναι τυχαίο ότι αναλυτές μιλούν για την πιο σημαντική οικονομική υπόθεση που πέρασε το κατώφλι του δικαστηρίου εδώ και χρόνια.
Το ερώτημα για τη νομιμότητα των αποφάσεων του Λευκού Οίκου, με βασικό επιχείρημα ότι παραβιάζεται η αρμοδιότητα του Κογκρέσου σε θέματα φορολογίας, έφερε στο δικαστήριο ομάδα μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που θεωρούν ότι πλήττονται άμεσα από τους δασμούς, ενώ στο πλευρό τους βρίσκονται και δώδεκα πολιτείες των ΗΠΑ που συμφωνούν πως οι δασμοί επιβαρύνουν τις τοπικές οικονομίες τους.
Οι δικαστές πιέζουν για εξηγήσεις
Στις ακροάσεις που ξεκίνησαν, οι δικαστές εμφανίστηκαν επιφυλακτικοί απέναντι στη νομιμότητα των προεδρικών αποφάσεων. Μάλιστα, τόσο οι φιλελεύθεροι δικαστές της έδρας, όσο και οι πιο συντηρητικοί υπέβαλαν πιεστικές ερωτήσεις στον Γενικό Εισαγγελέα Ντ. Τζον Σάουερ, ο οποίος εκπροσωπεί την κυβέρνηση, αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο επιβλήθηκαν οι δασμοί.
Σημειωτέον πως σε κατώτερο δικαστικό επίπεδο, τα ομοσπονδιακά δικαστήρια έχουν ήδη αποφανθεί ότι ο Πρόεδρος δεν διέθετε τη νομική βάση που επικαλέστηκε μέσω της νομοθεσίας του International Emergency Economic Powers Act (IEEPA) για την επιβολή των λεγόμενων «ανταποδοτικών δασμών σε εισαγωγές από μεγάλους εμπορικούς εταίρους, καθώς και των ειδικών δασμών σε προϊόντα από τον Καναδά, την Κίνα και το Μεξικό.
Ο Σάουερ υπερασπίστηκε την κυβερνητική πολιτική, υποστηρίζοντας ότι οι δασμοί βασίζονται στην εξουσία της κυβέρνησης να ρυθμίζει το διεθνές εμπόριο. «Αυτοί είναι ρυθμιστικοί δασμοί. Δεν είναι δασμοί για άντληση εσόδων», δήλωσε. «Το γεγονός ότι αποφέρουν έσοδα είναι απλώς αποτέλεσμα των μέτρων».
Η δικαστής Σόνια Σοτομαγιόρ απάντησε: «Λέτε ότι οι δασμοί δεν είναι φόροι, αλλά αυτό ακριβώς είναι. Παράγουν έσοδα από Αμερικανούς πολίτες».
Υπενθύμισε επίσης ότι κανένας προηγούμενος πρόεδρος δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ την εν λόγω νομοθεσία του IEEPA για να επιβάλει δασμούς.
Είναι χαρακτηριστικό πως και ο συντηρητικός δικαστής Νιλ Γκόρσατς εξέφρασε ανησυχία για το ότι ο Αμερικανός πρόεδρος ενήργησε μονομερώς, επικαλούμενος υποτιθέμενες «διεθνείς έκτακτες ανάγκες», όπως εμπορικά ελλείμματα και τη ροή φαιντανύλης στις ΗΠΑ.
«Τι συμβαίνει όταν ο Πρόεδρος απλώς ασκεί βέτο σε οποιαδήποτε νομοθεσία που προσπαθεί να του αφαιρέσει αυτή την εξουσία;» σχολίασε. «Είναι ένας μηχανισμός που ωθεί σταθερά περισσότερη εξουσία στην εκτελεστική κυβέρνηση και μακριά από τους εκλεγμένους εκπροσώπους του λαού».
Τα ερωτήματα για την έννοια της «έκτακτης ανάγκης»
Αντιστοίχως, η συντηρητική δικαστής Έιμι Κόνι Μπάρετ, πέρα από την αμφισβήτηση της πρωτοφανούς χρήσης μιας ομοσπονδιακής νομοθεσίας από την κυβέρνηση για την επιβολή υψηλότερων δασμών, αναρωτήθηκε το γιατί όλες οι χώρες υπάγονται στην πολιτική των «ανταποδοτικών» δασμών.
«Υποστηρίζετε ότι κάθε χώρα έπρεπε να επιβαρυνθεί με δασμούς λόγω απειλών για την άμυνα και τη βιομηχανική βάση; Δηλαδή, η Ισπανία, η Γαλλία; Μπορώ να το καταλάβω για ορισμένες χώρες, αλλά εξηγήστε μου γιατί τόσες πολλές χώρες έπρεπε να υπαχθούν στην πολιτική των ανταποδοτικών δασμών», ρώτησε η Μπάρετ τον Γενικό Εισαγγελέα Σάουερ.
Ο Σάουερ απάντησε ότι οι ανταποδοτικοί δασμοί που επέβαλε ο πρόεδρος είναι σκόπιμα εκτεταμένοι «επειδή και η κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι τόσο εκτεταμένη» επικαλούμενος, μεταξύ άλλων, «άδικες εμπορικές πρακτικές» που εφαρμόζονται στο εξωτερικό, χωρίς όμως να δώσει πιο αναλυτική εξήγηση.
Στο τελευταίο στάθηκε ιδιαίτερα πιεστικά η φιλελεύθερη δικαστής Έλενα Κέιγκαν σχολιάζοντας καυστικά ότι τα δικαστήρια έχουν κληθεί εσχάτως να μελετήσουν και να αποφανθούν επί προεδρικών αποφάσεων για διάφορες καταστάσεις… έκτακτης ανάγκης, τις οποίες έχει επικαλεστεί ο Ντόναλντ Τραμπ για την επέκταση των εξουσιών του και την προώθηση της πολιτικής του ατζέντας.
«Στην πραγματικότητα, έχουμε πρόσφατα εξετάσει υποθέσεις που αφορούν τις έκτακτες εξουσίες του Προέδρου. Και καταλήγουμε ότι βρισκόμαστε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης για τα πάντα, συνεχώς, σχεδόν για τη μισή υφήλιο» τόνισε άκρως ειρωνικά η δικαστής.
Το ζήτημα των «ανταποδοτικών δασμών» και η παγκόσμια εμβέλεια
Θυμίζουμε ότι δασμοί Τραμπ ξεκινούν από 10% και φτάνουν έως 50% σε εισαγωγές από χώρες όπως η Ινδία και η Βραζιλία. Αν οι δασμοί διατηρηθούν, τα έσοδα μπορεί να φτάσουν τα 3 τρισ. δολάρια έως το 2035.
Ήδη υπολογίζεται πως από την πρώτη φάση εφαρμογής των δασμών, η κυβέρνηση έχει αποκομίσει 151 δισ. δολάρια από τελωνειακούς δασμούς, ήτοι περίπου 300% περισσότερα έσοδα από την αντίστοιχη περσινή περίοδο, γεγονός για το οποίο έχει πανηγυρίσει αναφανδόν ο Τραμπ σε αναρτήσεις και δηλώσεις του.
Μετά τον Σάουερ, τον λόγο έλαβε ο δικηγόρος της ομάδας που έχουν καταθέσει την προσφυγή, Νιλ Κατιάλ, ακολουθώντας την γραμμή αμφισβήτησης του δικαιώματος του προέδρου να χαράσσει φορολογική πολιτική, χωρίς την έγκριση του Κογκρέσου.
«Οι δασμοί είναι φόροι. Οι ιδρυτές μας έδωσαν την εξουσία αυτή αποκλειστικά στο Κογκρέσο. Δεν πιστεύουμε ότι η IEEPA επιτρέπει την ανατροπή της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής των δασμών».
Όταν ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, Τζον Ρόμπερτς, ρώτησε αν οι δασμοί εμπίπτουν στις εξουσίες του Προέδρου να ασκεί εξωτερική πολιτική, ο Κατιάλ απάντησε: «Συμφωνούμε ότι οι δασμοί έχουν επιπτώσεις στην εξωτερική πολιτική». Ωστόσο, τόνισε ότι το Σύνταγμα αναθέτει ξεκάθαρα την εξουσία επιβολής φόρων στο Κογκρέσο.
Μάλιστα, ο δικηγόρος χρησιμοποίησε ως ιδιαίτερο παράδειγμα την περίπτωση της Ελβετίας, εναντίον της οποίας ο Τραμπ επέβαλε δασμό 39%, παρά το εμπορικό πλεόνασμα που ήδη απολάμβαναν οι ΗΠΑ. «Κανένας άλλος πρόεδρος δεν το έχει κάνει αυτό», υπογράμμισε.
Ο Μπέσεντ στην πρώτη γραμμή με Σχέδιο Β
Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν παρέστη φυσικά στη διαδικασία, όμως φρόντισε με αναρτήσεις του να υπερασπιστεί τις επιλογές του επαναλαμβάνοντας ότι οι δασμοί είναι «ζωτικής σημασίας για την προστασία της οικονομίας» και της εθνικής ασφάλειας.
«Η υπόθεση του Ανώτατου Δικαστηρίου είναι κυριολεκτικά ΖΩΗ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ για τη χώρα μας» τόνισε χαρακτηριστικά επιμένοντας ότι οι δασμοί ενθαρρύνουν τις εταιρείες «να παράγουν στις Ηνωμένες Πολιτείες».
Ωστόσο, ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ παρέστη στη διαδικασία, όπως είχε προαναγγείλει.
Το υπουργείο Οικονομικών έχει προειδοποιήσει πως, αν το Ανώτατο Δικαστήριο ακυρώσει τους δασμούς, η κυβέρνηση μπορεί να αναγκαστεί να επιστρέψει έως και 750 δισ. δολάρια σε εισαγωγείς.
Ωστόσο σε δηλώσεις του την Τρίτη ο Μπέσεντ ισχυρίστηκε πως, ακόμη κι αν το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίψει τους δασμούς, η κυβέρνηση έχει έτοιμο το σχέδιο Β με εναλλακτικές επιλογές για τη νομιμοποίηση των μέτρων μέσω άλλων οδών.
«Υπάρχουν πολλές άλλες αρμοδιότητες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν, αλλά η IEEPA είναι με διαφορά η πιο καθαρή και δίνει στις ΗΠΑ και στον Πρόεδρο τη μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύ», τόνισε σε δηλώσεις του στο CNBC. «Οι άλλες είναι πιο περίπλοκες, αλλά μπορούν να αποδειχθούν αποτελεσματικές».
Σημειωτέον πως δεν είναι σαφές το πότε θα εκδοθεί η ετυμηγορία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Διαβάστε ακόμη
Γιατί οι τράπεζες περιορίζουν τις προμήθειες των servicers (πίνακας)
Από την αιγυπτιακή έρημο, στην ευρωπαϊκή πρίζα: Το GREGY αλλάζει τον ενεργειακό χάρτη της Μεσογείου
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα
Σχολίασε εδώ
Για να σχολιάσεις, χρησιμοποίησε ένα ψευδώνυμο.