Πριν 50 χρόνια, ο Αραβο – Ισραηλινός πόλεμος του Γιομ Κιπούρ προκάλεσε το πρώτο μεγάλο πετρελαϊκό σοκ της δεκαετίας του 1970 που εκτίναξε την τιμή του «μαύρου χρυσού», οδήγησε την παγκόσμια οικονομία σε κρίση και άλλαξε δραματικά το διεθνές γεωπολιτικό τοπίο.

Σήμερα, ο πόλεμος στο Ισραήλ δεν έχει προς το παρόν προκαλέσει αντίστοιχο σοκ, πέρα από μια σχετικά μικρή αύξηση της τιμής .

Είναι άραγε η σημερινή κατάσταση διαφορετική ή απλά οι επιπτώσεις δεν έχουν ακόμη φανεί στον ορίζοντα;

Παρά την φαινομενική ηρεμία στη διεθνή αγορά δεν λείπουν οι δυσοίωνες προβλέψεις ότι αρκεί μια «σπίθα» για να πάρει πάλι φωτιά η διεθνής αγορά ενέργειας και να δούμε το πετρέλαιο πάνω από τα 100 δολάρια ανά βαρέλι ακόμα και κοντά στα 150 δολάρια.

Τον Οκτώβριο του 1973, το Ισραήλ αντιμετώπισε έναν συνασπισμό αραβικών κρατών υπό την Αίγυπτο και τη Συρία, δύο πετρελαιοπαραγωγές χώρες. Το γεγονός ότι οι ΗΠΑ προσέφεραν στήριξη στο Ισραήλ οδήγησε τις αραβικές πετρελαιοπαραγωγές χώρες να επιβάλλουν εμπάργκο στις εξαγωγές πετρελαίου προς τις ΗΠΑ, αλλά και προς άλλες χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, ο Καναδάς και η Ιαπωνία.

Το αποτέλεσμα ήταν η τιμή του πετρελαίου να τετραπλασιαστεί και να παραμείνει ψηλά, παρά την άρση του εμπάργκο ύστερα από μερικούς μήνες.

Το δεύτερο πετρελαϊκό σοκ ήρθε το 1979, με αφορμή την διαταραχή της προσφοράς πετρελαίου από το Ιράν, λόγω της επανάστασης που ανέτρεψε τον Σάχη.

Η ενεργειακή κρίση της δεκαετίας του 1970 δεν είχε μόνο συγκυριακές οικονομικές επιπτώσεις, αλλά οδήγησε σε βαθιές πολιτικές, οικονομικές και ιδεολογικές αλλαγές.

Η εμφάνιση στασιμοπληθωρισμού (αύξηση των τιμών με οικονομική στασιμότητα ή ύφεση) έθεσε σε αμφισβήτηση το κυρίαρχο μέχρι τότε οικονομικό δόγμα του ελέγχου της οικονομίας μέσα από την κρατική παρέμβαση και τα εισοδήματα («οικονομικά της ζήτησης») και έφερε στο προσκήνιο τα «οικονομικά της προσφοράς», ήτοι την άρση των εμποδίων στη λειτουργία των επιχειρήσεων και το άνοιγμα των αγορών με το λεγόμενο νεοφιλελευθερισμό, που βρήκε έκφραση την εποχή εκείνη με τις κυβερνήσεις του Ρόναλντ Ρίγκαν στις ΗΠΑ και της Μάργκαρετ Θάτσερ στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Σήμερα η κατάσταση παρουσιάζει διαφορές, καθώς οι άμεσα εμπλεκόμενες πλευρές στη σύγκρουση δεν είναι σημαντικοί παραγωγοί πετρελαίου.

Αυτός είναι και ο λόγος που η τιμή του ορυκτού καυσίμου δείχνει πιο ευαίσθητη τις τελευταίες ημέρες στις ειδήσεις που σχετίζονται με το ενδεχόμενο διεύρυνσης της σύγκρουσης με ανάμειξη άλλων χωρών, όπως κυρίως το Ιράν που αποτελεί σημαντικό προμηθευτή πετρελαίου. Το ενδεχόμενο εμπλοκής του Ιράν θα μπορούσε να προκαλέσει διαταραχή και στην διέλευση των τάνκερ από τα Στενά του Ορμούζ, το στενό σημείο διέλευσης από τον Περσικό Κόλπο, ανάμεσα στο Ιράν και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

Από εκεί διέρχεται περίπου το 35% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου που διακινείται δια θαλάσσης. Το Ιράν έχει στο παρελθόν απειλήσει αρκετές φορές να διακόψει τη διέλευση από τα Στενά του Ορμούζ και ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα μπορούσε να εκτινάξει τις τιμές στα ύψη.

Προς το παρόν οι περισσότεροι αναλυτές δίνουν λίγες πιθανότητες για ένα νέο πετρελαϊκό σοκ αντίστοιχου μεγέθους και εύρους με εκείνο της δεκαετίας του 1970, αλλά επισημαίνουν ότι οι όποιες εξελίξεις στον νέο πόλεμο στη Μέση Ανατολή συνδυάζονται με ένα κατ΄εξοχήν ασταθές σκηνικό στην παγκόσμια αγορά ενέργειας.

Η πρόσφατη ενεργειακή κρίση που πυροδοτήθηκε από τον πόλεμο στην Ουκρανία και οι αβεβαιότητες που συνδέονται με την «πράσινη μετάβαση» έχουν καταστήσει ιδιαίτερα ευαίσθητη την παγκόσμια αγορά ακόμα και σε μικρές διαταραχές στην προσφορά ενεργειακών αγαθών.

Το τελευταίο διάστημα οι τιμές φυσικού αερίου πραγματοποίησαν ένα ανοδικό ράλι, για λόγους άσχετους με την κρίση στη Μέση Ανατολή, αλλά τις τελευταίες ημέρες οι τιμές τσίμπησαν και πάλι λόγω της αυξημένης αβεβαιότητας.

Το Ινστιτούτο Bruegel προειδοποίησε την περασμένη εβδομάδα ότι η Ευρώπη είναι μεν προετοιμασμένη με υψηλά αποθέματα φυσικού αερίου και εναλλακτικές πηγές τροφοδοσίας, αλλά εάν οι παροχές από τη Ρωσία μηδενιστούν ή ο χειμώνας αποδειχθεί ιδιαίτερα κρύος, θα μπορούσε να εκδηλωθεί νέα αύξηση στις τιμές.

Σχετικά με αυτό τον κίνδυνο προειδοποίησε το Bruegel (think tank με έδρα στις Βρυξέλλες), το οποίο διαβλέπει δύο βασικούς παράγοντες αποσταθεροποίησης της αγοράς φέτος: Πρώτον, το ενδεχόμενο πλήρους διακοπής στις υπολειπόμενες εισαγωγές αερίου από τη Ρωσία και δεύτερον η αύξηση της ζήτησης στην Ε.Ε. λόγω χαμηλών θερμοκρασιών.

Η πιο σημαντική πτυχή, όμως, μιας πιθανής νέας ενεργειακής κρίσης ίσως είναι εκείνη που δεν φαίνεται και αφορά τις γεωπολιτικές συνέπειες της νέας σύγκρουσης.

Το τελευταίο διάστημα, οι ΗΠΑ προωθούσαν την προσέγγιση μεταξύ Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας. Μέχρι πρότινος, το Ριγιάντ δήλωνε πρόθυμο να αυξήσει την παραγωγή πετρελαίου για να εξισορροπήσει τις διεθνείς τιμές εάν χρειαζόταν, προκειμένου να εξασφαλίσει τη στήριξη της Ουάσιγκτον στη συμφωνία, η οποία θα περιελάμβανε την αναγνώριση του Ισραήλ από τη Σαουδική Αραβία, έναντι της αμυντικής στήριξης από τις ΗΠΑ.

Στο νέο τοπίο, όλα τα δεδομένα τίθενται πλέον εν αμφιβόλω και στην πραγματικότητα ουδείς μπορεί να προβλέψει τι ξημερώνει αύριο στην παγκόσμια αγορά.

Διαβάστε ακόμη

Πόλεμος στο Ισραήλ: Πώς θα επηρεάσει τη ναυτιλία – Τι εκτιμούν οι Έλληνες εφοπλιστές (pics)

Κεντρικοί τραπεζίτες: «Τα επιτόκια θα παραμείνουν υψηλά λόγω των πληθωριστικών κινδύνων»

Στο Χρηματιστήριο της Ολλανδίας οδεύει το CVC – Προ των πυλών η μεγαλύτερη IPO για φέτος στην Ευρώπη

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ