Στην ενεργοποίηση του «Σχεδίου Β» προχώρησε στα μέσα της εβδομάδας η Τουρκία, μετά τη σιγή ιχθύος από την Ουάσιγκτον αναφορικά με το αίτημα επαναφοράς της στο πρόγραμμα των μαχητικών αεροσκαφών F-35. Αξιοποιώντας, στον αντίποδα, τη διαχρονικά φιλική στάση της Μεγάλης Βρετανίας απέναντι στην Άγκυρα, ο Τούρκος Πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επέλεξε τη Γηραιά Αλβιώνα, για να προμηθευτεί 20 μαχητικά αεροσκάφη σε πρώτη φάση, από μια ευρωπαϊκή χώρα με διαρκώς αυξανόμενο μουσουλμανικό πληθυσμό.
Το περιεχόμενο της διμερούς συμφωνίας προβλέπει ότι η Τουρκία θα αγοράσει από τη Μεγάλη Βρετανία 20 μαχητικά αεροσκάφη Eurofighter Typhoon έναντι 8 δισεκατομμυρίων λιρών, ενώ αναζητά άλλα 24 αεροσκάφη από χώρες του Κόλπου. Προσεγγίζοντας την Ευρώπη από έξω προς τα μέσα, η Άγκυρα έστειλε ακόμη ένα μήνυμα εμβάθυνσης των σχέσεών της με το ΝΑΤΟ και τη Δύση, τη στιγμή, ωστόσο, που ο στρατηγικός στόχος της εξαγοράς δεν είναι άλλος από την ταχεία ενίσχυση της τουρκικής αεράμυνας.
Τόσο η αεροπορική ισχύς του Ισραήλ (που διαθέτει εκατοντάδες F-15, F-16 και F-35), όσο και η υπεροπλία που διαθέτει η Ελλάδα με τα μαχητικά αεροσκάφη Rafale και τα αναβαθμισμένα F-16 Viper κινητοποιούν στο έπακρο την Άγκυρα να αναζητήσει αντιστάθμισμα σε άλλες χώρες, ιδίως όταν ούτε η επιστροφή της στο αμερικανικό πρόγραμμα των F-35, ούτε το εγχώριο μαχητικό ΤΑΙ KAAN μοιάζουν να περπατούν. Για τον Βρετανό Πρωθυπουργό, Κιρ Στάρμερ η συμφωνία αποτέλεσε «ορόσημο», αλλά και αφετηρία μεγαλύτερης εμβάθυνσης των διμερών σχέσεων, αν και η Τουρκία θα παραλάβει το πρώτο αεροσκάφος το 2030 κι ενώ θα έχουν παραδοθεί προς την Ελλάδα τα πρώτα αμερικανικής κατασκευής F-35.
Διαβάστε περισσότερα στο protothema.gr
Σχολίασε εδώ
Για να σχολιάσεις, χρησιμοποίησε ένα ψευδώνυμο.