Ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κλιμάκωσε τις τελευταίες ημέρες την επιθετική του ρητορική εναντίον της Ελλάδας, με αφορμή την απόφαση της Άγκυρας να πραγματοποιήσει γεωτρήσεις εντός της κυπριακής ΑΟΖ. Όσοι παρακολουθούν με προσοχή τις τουρκικές αποφάσεις, συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι πρόκειται για στρατηγική επιλογή του Ερντογάν, η οποία έχει -πέραν των γεωπολιτικών- και πολύ σαφή οικονομικά ερείσματα.

Πράγματι, η Τουρκία ανοίγει ένα ακόμα μέτωπο στην ανατολική Μεσόγειο -μετά τη στρατηγική της συμπόρευση με τη Ρωσία, την αντιδυτική εμπλοκή της στη Συρία, την αποξένωσή της από την προοπτική συμπόρευσης της με την Ενωμένη Ευρώπη και την επιδείνωση της οικονομίας της- με αποτέλεσμα να έχει τόσα πολλά ανοικτά μέτωπα, που να γίνεται απαγορευτικό το να ανοίξει ένα ακόμα, αυτό που απειλεί να κάνει, δηλαδή ένα “θερμό επεισόδιο” με την Ελλάδα για να “πετάξει στη θάλασσα τον Τσίπρα, όπως τους παππούδες του” όπως είπε ο Μπέπε Γκρίλο της τουρκικής πολιτικής σκηνής, Ντεβλέτ Μπαχτσελί.

Κάθε φορά που η Τουρκία επιχείρησε ένα θερμό επεισόδιο με την Ελλάδα, είχε δυο προϋποθέσεις που δεν υπάρχουν σήμερα: Πρώτον, είχε οικονομία και ένοπλες δυνάμεις με διεθνή υποστήριξη και δεύτερον είχε κενό εξουσίας στην Ελλάδα. Αυτό έγινε το 1955, το 1963-4, το 1974, το 1996. Χωρίς αυτές τις δυο προϋποθέσεις, ο “βαθύ κράτος” της Τουρκίας γνωρίζει ότι ένα θερμό επεισόδιο με την Ελλάδα είναι εξαιρετικά πιθανό να γυρίσει μπούμεραγκ σε βάρος του. Και δεν το ρισκάρει.

Σήμερα, η χώρα μας δεν έχει κενό εξουσίας. Η επικείμενη πολιτική αλλαγή ετοιμάζεται να γίνει ομαλά, η απερχόμενη κυβέρνηση έχει πλήρη εξουσία μέχρις ότου παραδώσει στην επόμενη, συνεπώς δεν υπάρχουν τα χαρακτηριστικά που χρειάζεται η Άγκυρα για ένα θερμό επεισόδιο.

Ακόμα, όμως, κι αν υπήρχε, υποθετικά, κενό εξουσίας στην Ελλάδα, η ίδια η τουρκική οικονομία βρίσκεται σε μια τόσο δύσκολη φάση, που μπορεί πραγματικά να “εκραγεί” εάν διεθνείς δυνάμεις θελήσουν να εφαρμόσουν αντίμετρα σε ενδεχόμενο θερμό επεισόδιο.

Μετά από μια δεκαετία ισχυρής ανάπτυξης που βασίστηκε κυρίως στις υποδομές με φθηνές πιστώσεις από το εξωτερικό, η γείτων χώρα έχει εισέλθει σε μια περίοδο που πληρώνει τους όρους αυτής της ανάπτυξης: Η τουρκική λίρα οδηγήθηκε στην κατάρρευση, του ΑΕΠ της χώρας συρρικνώθηκε το 2018 κι όλα δείχνουν ότι το ίδιο θα συμβεί και τη φετινή χρονιά, η ανεργία είναι υψηλή και παρατεταμένη, η παραγωγικότητα παραμένει χαμηλή και αυτό το κοκτέιλ δημιουργεί ζοφερές προοπτικές για την οικονομία της Τουρκίας.

Πρόσθετος παράγων οικονομικής ανησυχίας είναι η αποξένωση της Τουρκίας από τη Δύση, την ευρωπαϊκή και την υπερατλαντική. Η εμμονική πολιτική του Ερντογάν με τους S-400 απομακρύνει με όρους στρατηγικούς τις ΗΠΑ από την Τουρκία και βλάπτει συνολικά την τουρκική οικονομία λόγω των αμερικανικών κυρώσεων που με βεβαιότητα θα επακολουθήσουν, όπως δήλωσε ανώτερος αμερικανός αξιωματούχος, μετά τη συνάντηση ΗΠΑ- Τουρκίας στο περιθώριο της πρόσφατης συνόδου του ΝΑΤΟ.

Η Ουάσιγκτον βλέπει στις νέες συμμαχίες της περιοχής (που περιλαμβάνουν όχι όλες μαζί, αλλά κατά ομάδες, τις Ελλάδα, Κύπρο, Ισραήλ, Αίγυπτο, Λίβανο, Ιταλία) την προοπτική περιφερειακής σταθερότητας κι αξιοποίησης των ενεργειακών της αποθεμάτων, χωρίς απαραιτήτως να συμμετέχει σε αυτές η Άγκυρα.

Όταν η Ουάσιγκτον ανακοίνωσε τις κυρώσεις των ΗΠΑ εναντίον της Τουρκίας, η λίρα καταβαραθρώθηκε. Όταν η αντιπολίτευση με τον Ιμάμογλου κέρδισε τις δημοτικές εκλογές στην Κωνσταντινούπολη, η τουρκική λίρα πήρε επάνω της. Η οικονομία αποτυπώνει καθαρά τις ανάγκες της Τουρκίας στις μέρες μας. Άλλο, βέβαια, αν το τουρκικό κατεστημένο έχει τις δικές του προτεραιότητες…

Αν δεν υπήρχαν οι γεωπολιτικές αμφισημίες της Άγκυρας, η οικονομία της Τουρκίας θα έδειχνε σημάδια ανάκαμψης στα μέσα του 2019. Η άνοδος του σύνθετου δείκτη της μεταποίησης (PMI) και η πιστωτική επέκταση θα έδειχναν πως πιθανότατα η τουρκική οικονομία κατάφερε να βγει από την ύφεση. Εκεί επάνω, όμως ήλθε η νέα αναταραχή με επίκεντρο την τουρκική λίρα, που άνοιξε το παράθυρο της νέας ύφεσης.

Η απόδοση του τουρκικού δεκαετούς ομολόγου είχε ανέλθει στις 9 Μαΐου στο 20,31%, δηλαδή στο υψηλότερο επίπεδο από τον Αύγουστο του 2018, κι αυτό παρά την ύφεση στις άλλοτε “πολεμικές” σχέσεις των δυο ηγετών, Τραμπ και Ερντογάν. Ο Τούρκος ηγέτης είχε εξηγήσει ότι βασικό πρόβλημα για την οικονομία της χώρας του αποτελούν τα υψηλά επιτόκια, τα οποία έχουν επιπτώσεις και στον πληθωρισμό. Τον Μάρτιο κατεγράφη και μεγάλη μείωση των συναλλαγματικών αποθεμάτων κατά 18% μέσα σε μόλις δύο εβδομάδες. Οι αγορές εμπιστεύονται όλο και λιγότερο τη σημερινή Τουρκία, σε μια εποχή που τις έχει ανάγκη, αλλά δεν ξέρει πώς να τις προσεγγίσει.

Παρά τα όσα προβλήματα αντιμετωπίζει η χώρα, η πολιτική της ηγεσία αισιοδοξεί ότι στο δεύτερο εξάμηνο του 2019 η οικονομία θα ανακάμψει. Ευσεβής πόθος, ή ρεαλιστική αποτύπωση της πραγματικότητας; Ακόμα κι αν είναι το δεύτερο, είναι βέβαιο ότι ένα πιθανό “θερμό επεισόδιο” με την Ελλάδα θα κάνει την οικονομική ανάκαμψη στην Τουρκία ένα όνειρο τρελό, όνειρο απατηλό…