Την παραίτησή της από τη διοίκηση της τουρκικής Κεντρικής Τράπεζας υπέβαλε η Χαφιζέ Γκαγιέ Ερκάν μετά από κατηγορίες περί διαφθοράς, με τον Φατίχ Καραχάν, μέχρι πρότινος υποδιοικητή της Τράπεζας, να παίρνει τη θέση της.

Στη σύντομη θητεία της η Ερκάν προσπάθησε να βρει λύσεις στις παθογένειες της τουρκικής οικονομίας προβαίνοντας μεταξύ άλλων και σε διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων, τα οποία έφτασαν από το 8,5% στο 45%. Ωστόσο ο πληθωρισμός παρέμεινε σε υψηλότατα επίπεδα ξεπερνώντας ακόμη και το 65%.

Η Ερκάν «ενίσχυσε τις ελπίδες πολλών οικονομολόγων και παρατηρητών της αγοράς για τη μάχη ενάντια στον υψηλό πληθωρισμό στην Τουρκία», διαβάζουμε στην tagesschau.de. Όσο για τον διάδοχό της, αυτός φαίνεται να είχε παρόμοια σταδιοδρομία με την Ερκάν: «Ο Φατίχ Καραχάν έκανε και αυτός καριέρα στις Η.Π.Α. φτάνοντας μέχρι και στη θέση του επικεφαλής οικονομολόγου στην Amazon, ενώ εργάστηκε και για την αμερικανική κεντρική τράπεζα (Federal Reserve Bank) στη Νέα Υόρκη για μία δεκαετία. Όπως και η Ερκάν, ο Καραχάν υποστηρίζει μία συμβατική νομισματική πολιτική».

Γενικώς ισχύει όμως το εξής: «Μία αυστηρή νομισματική πολιτική μπορεί να έχει επιτυχία μονάχα εάν καταφέρει να σταματήσει και την κατάρρευση της λίρας, όπως και να κερδίσει εκ νέου την εμπιστοσύνη των επενδυτών στο τουρκικό νόμισμα. Οι συνεχείς αλλαγές προσωπικού στην κορυφή της Κεντρικής Τράπεζας, για οποιονδήποτε λόγο και αν συμβαίνουν, δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για κάτι τέτοιο».

Σε άρθρο με τίτλο «Ένας (μάταιος) αγώνας ενάντια στον πληθωρισμό» η οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt συμφωνεί πως «η παραίτηση της Ερκάν εντείνει την υπάρχουσα αβεβαιότητα». Την ίδια στιγμή «η συναλλαγματική ισοτιμία της λίρας έπεσε σε νέο χαμηλό ρεκόρ. Πλέον ένα δολάριο ισούται με περισσότερες από 30 λίρες, με τη λίρα να έχει χάσει έτσι τα 2/3 της αξίας της από το φθινόπωρο του 2021. […] Μέσα στον τελευταίο μήνα οι τιμές καταναλωτή αυξήθηκαν κατά 6,7% βάσει των επίσημων στοιχείων – ποσοστό υπερδιπλάσιο συγκριτικά με τον Δεκέμβριο. Ένας από τους λόγους πίσω από τον καλπάζοντα πληθωρισμό είναι και οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού: περίπου επτά εκατομμύρια εργαζόμενοι έχουν πλέον τα διπλάσια έσοδα σε σύγκριση με έναν χρόνο πριν».

Διαβάστε τη συνέχεια στη DW