Την υποβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης των ΗΠΑ κατά μια βαθμίδα, από το επίπεδο ΑΑΑ στο ΑΑ+, ανακοίνωσε ο οίκος αξιολόγησης Fitch Ratings, ενώ αναθεώρησε το outlook από «αρνητικό» σε «σταθερό».

Η τελευταία φορά που είχε υποβαθμιστεί η αμερικανική οικονομία ήταν πριν από 12 χρόνια από τον οίκο αξιολόγησης Standard and Poor’s. Η απόφαση της Fitch στερεί από τις ΗΠΑ την κορυφαία αξιόλογηση «ΑΑΑ» την οποία απέδιδε ο οίκος στην αμερικανική οικονομία από το 1994 και προκάλεσε την έντονη αντίδραση της υπουργού Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν η οποία την χαρακτήρισε σε δήλωσή της «αυθαίρετη και παρωχημένη».

Συγκεκριμένα όπως μεταδίδει το Bloomberg η Αμερικανίδα υπουργός δήλωσε πως «η απόφαση της Fitch δεν αλλάζει αυτό που γνωρίζουν ήδη οι Αμερικανοί, οι επενδυτές και οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο: ότι τα ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου παραμένουν το κατεξοχήν πιο ασφαλές ρευστό περιουσιακό στοιχείο στον κόσμο και ότι η αμερικανική οικονομία είναι θεμελιωδώς ισχυρή».

Όπως αναφέρει στην ανακοίνωσή της η Fitch, η υποβάθμιση της αξιολόγησης των ΗΠΑ αντανακλά την αναμενόμενη δημοσιονομική επιδείνωση τα επόμενα τρία χρόνια, την υψηλή και αυξανόμενη επιβάρυνση του χρέους της γενικής κυβέρνησης και το έλλειμμα διακυβέρνησης τις τελευταίες δύο δεκαετίες, που έχει εκδηλωθεί με επαναλαμβανόμενες αντιπαραθέσεις σε ό,τι αφορά το όριο χρέος και τις ψηφοφορίες της τελευταίας στιγμής.

Αναλυτικά η έκθεση του οίκου αναφέρει:

Έλλειμμα διακυβέρνησης: Κατά την άποψη της Fitch, τα τελευταία 20 χρόνια υπήρξε σταθερή επιδείνωση των προτύπων διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών θεμάτων και ζητήματος του χρέους, παρά τη διακομματική συμφωνία του Ιουνίου για αναστολή του ορίου του έως τον Ιανουάριο του 2025.

Σε κάθε περίπτωση, οι πολιτικές αντιπαραθέσεις και οι ψηφοφορίες της τελευταίας στιγμής έχουν διαβρώσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική διαχείριση.

Επιπλέον, η κυβέρνηση των ΗΠΑ στερείται μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού πλαισίου, σε αντίθεση με τους περισσότερες οικονομίες, και ακολουθεί μια περίπλοκη διαδικασία σε ό,τι αφορά την κατάρτιση του προϋπολογισμού της.

Αυτοί οι παράγοντες, μαζί με αρκετούς οικονομικούς κραδασμούς, καθώς και φορολογικές περικοπές και νέες πρωτοβουλίες για ανάληψη δαπανών, συνέβαλαν σε διαδοχικές αυξήσεις χρέους την τελευταία δεκαετία.

Επιπλέον, δεν έχει σημειωθεί ιδιαίτερη πρόοδος ως προς την αντιμετώπιση μεσοπρόθεσμων προκλήσεων που σχετίζονται με την αύξηση του κόστους κοινωνικής ασφάλισης και του Medicare λόγω της γήρανσης του πληθυσμού.

Αυξανόμενα ελλείμματα γενικής κυβέρνησης: Σύμφωνα με τη Fitch, το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης (GG) θα αυξηθεί στο 6,3% του ΑΕΠ το 2023, από 3,7% το 2022, αντανακλώντας κυκλικά ασθενέστερα ομοσπονδιακά έσοδα, νέες πρωτοβουλίες ανάληψης δαπανών και υψηλότερη επιβάρυνση από τόκους.
Επιπλέον, οι πολιτειακές και τοπικές κυβερνήσεις αναμένεται να παρουσιάσουν συνολικό έλλειμμα 0,6% του ΑΕΠ φέτος μετά από μικρό πλεόνασμα 0,2% του ΑΕΠ το 2022.

Οι περικοπές στις μη αμυντικές προαιρετικές δαπάνες (15% των συνολικών ομοσπονδιακών δαπανών) όπως συμφωνήθηκε στο Fiscal Responsibility Act προσφέρουν μόνο μια μέτρια βελτίωση στις μεσοπρόθεσμες δημοσιονομικές προοπτικές, με σωρευτική εξοικονόμηση 1,5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (3,9% του ΑΕΠ) έως το 2033, σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου.

Ο βραχυπρόθεσμος αντίκτυπος του νόμου εκτιμάται σε 70 δισ. δολ. (0,3% του ΑΕΠ) το 2024 και 112 δισ. δολ. (0,4% του ΑΕΠ) το 2025.

Η Fitch δεν αναμένει άλλα μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης πριν από τις εκλογές του Νοεμβρίου 2024.
Ο οίκος Fitch προβλέπει έλλειμμα 6,6% το 2024 και περαιτέρω διεύρυνση στο 6,9% το 2025.
Τα μεγαλύτερα ελλείμματα θα προκληθούν από την αδύναμη αύξηση του ΑΕΠ το 2024, την υψηλότερη επιτοκιακή επιβάρυνση και τα ελλείμματα των κρατικών και τοπικών κυβερνήσεων κατά 1,2% το 2024-2025 (σύμφωνα με τον ιστορικό μέσο όρο της 20ετίας).

Ο λόγος τόκων προς έσοδα αναμένεται να φτάσει στο 10% έως το 2025 (έναντι 2,8% για τη διάμεση τιμή των χωρών με «AA» και 1% για τη διάμεση τιμή των χωρών με «ΑΑΑ») λόγω του υψηλότερου επιπέδου χρέους, καθώς και των σταθερά υψηλότερων επιτοκίων σε σύγκριση με τα προπανδημικά επίπεδα.

Αύξηση χρέους Γενικής Κυβέρνησης: Τα χαμηλότερα ελλείμματα και η υψηλή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ μείωσαν τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ τα τελευταία δύο χρόνια από το υψηλό του 122,3% το 2020.

Ωστόσο, το χρέος, που είναι στο 112,9%, εξακολουθεί να είναι πολύ πάνω από τα προ της πανδημίας επίπεδα του 2019 (100,1%).

Ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί κατά την προβλεπόμενη περίοδο, φθάνοντας στο 118,4% έως το 2025, ενώ είναι πάνω από δυόμισι φορές υψηλότερος από τη διάμεσο χωρών με «ΑΑΑ» (39,3%) και από τον διάμεσο χωρών με «ΑΑ» (44,7%).

Οι μακροπρόθεσμες προβλέψεις του οίκου Fitch προβλέπουν πρόσθετες αυξήσεις χρέους/ΑΕΠ, κάτι που θα αυξήσει την ευπάθεια της δημοσιονομικής θέσης των ΗΠΑ σε μελλοντικούς οικονομικούς κραδασμούς.

Μεσοπρόθεσμες δημοσιονομικές προκλήσεις που δεν έχουν αντιμετωπιστεί: Την επόμενη δεκαετία, τα υψηλότερα επιτόκια και το αυξανόμενο απόθεμα χρέους θα αυξήσουν την επιβάρυνση των τόκων, ενώ η γήρανση του πληθυσμού και το αυξανόμενο κόστος υγειονομικής περίθαλψης θα αυξήσουν τις δαπάνες για τους ηλικιωμένους αν δεν υπάρξουν μεταρρυθμίσεις σε δημοσιονομικό επίπεδο.

Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου (CBO) προβλέπει ότι το κόστος των τόκων θα διπλασιαστεί έως το 2033, στο 3,6% του ΑΕΠ. Εκτιμά επίσης αύξηση των υποχρεωτικών δαπανών για Medicare και κοινωνική ασφάλιση κατά 1,5% του ΑΕΠ κατά την ίδια περίοδο.

Το CBO προβλέπει ότι το ταμείο Κοινωνικής Ασφάλισης θα εξαντληθεί έως το 2033 και το Ταμείο Νοσοκομειακής Ασφάλισης (χρησιμοποιείται για την πληρωμή των παροχών στο Μέρος Α του Medicare) θα εξαντληθεί έως το 2035 σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους, γεγονός που θέτει πρόσθετες προκλήσεις για τη δημοσιονομική τροχιά που έχουν πάρει οι ΗΠΑ – εκτός εάν υλοποιηθούν έγκαιρα διορθωτικά μέτρα.

Επιπλέον, οι φορολογικές περικοπές του 2017 πρόκειται να λήξουν το 2025, αλλά είναι πιθανό να υπάρξει πολιτική πίεση για να μονιμοποιηθούν, όπως συνέβαινε στο παρελθόν, με αποτέλεσμα υψηλότερες προβλέψεις για το έλλειμμα.

Η οικονομία θα διολισθήσει σε ύφεση: Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Fitch, οι αυστηρότεροι πιστωτικοί όροι, η αποδυνάμωση των επιχειρηματικών επενδύσεων και η επιβράδυνση της κατανάλωσης θα ωθήσουν την οικονομία των ΗΠΑ σε ήπια ύφεση το δ’ τρίμηνο του 2023 και το πρώτο τρίμηνο του 2024.

Ο οίκος βλέπει την ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ των ΗΠΑ να επιβραδύνεται στο 1,2% φέτος από 2,1% το 2022 και συνολική ανάπτυξη μόλις 0,5% το 2024.

Οι κενές θέσεις εργασίας παραμένουν υψηλότερες και το ποσοστό συμμετοχής στην εργασία εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο (κατά 1 π.μ.) από ό,τι πριν από την πανδημία, πράγματα τα οποία θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τη μεσοπρόθεσμη δυνητική ανάπτυξη.

Διαβάστε ακόμα

Η «ακτινογραφία» του α’ εξαμήνου για Τράπεζα Πειραιώς, Eurobank και Εθνική Τράπεζα

Market pass: Τον Οκτώβριο και σε μία δόση όλο το επίδομα

ΒΟΑΚ: Ξεκίνησε η αξιολόγηση των δεσμευτικών προσφορών – Στόχος η ανάδειξη προτιμητέου επενδυτή από Σεπτέμβριο

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ