Αρκετοί Αμερικανοί αναφέρουν τα τελευταία χρόνια ότι η καθημερινότητα γίνεται ολοένα δυσκολότερη. Παρότι τα επίσημα οικονομικά δεδομένα παρουσιάζουν μια εικόνα σταθερότητας και ανάπτυξης, σημαντικό τμήμα του πληθυσμού αισθάνεται ότι πιέζεται από το συνεχώς αυξανόμενο κόστος ζωής.
Η αντίφαση ανάμεσα στα θετικά μακροοικονομικά στοιχεία και το αίσθημα οικονομικής ανασφάλειας που βιώνουν πολλά νοικοκυριά έχει ανοίξει ξανά τη συζήτηση για το πώς ορίζεται η φτώχεια στις ΗΠΑ. Στο πλαίσιο αυτό, ο χρηματοοικονομικός στρατηγικός αναλυτής Μάικλ Γκριν μίλησε στο CNN, υποστηρίζοντας ότι το ομοσπονδιακό όριο φτώχειας που ισχύει σήμερα είναι ουσιαστικά αποσυνδεδεμένο από το σημερινό κόστος ζωής. Όπως εξηγεί, ένα ρεαλιστικό εισοδηματικό όριο για μια σύγχρονη αμερικανική οικογένεια δεν θα έπρεπε να βρίσκεται κοντά στα σημερινά χαμηλά επίπεδα, αλλά να αγγίζει ακόμη και τα 100.000 έως 140.000 δολάρια ετησίως.
Αν και αυτή η εκτίμηση ακούγεται υπερβολική με την πρώτη ματιά, στηρίζεται –σύμφωνα με τον ίδιο– σε λεπτομερείς υπολογισμούς που αποτυπώνουν τις πραγματικές ανάγκες των νοικοκυριών. Ο Γκριν υπενθυμίζει ότι ο τύπος που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της γραμμής φτώχειας διαμορφώθηκε το 1963, σε μια εντελώς διαφορετική οικονομική εποχή. Εκείνη την περίοδο, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής επέλεξαν να υπολογίσουν το όριο φτώχειας ως τριπλάσιο του κόστους τροφίμων, επειδή τότε η δαπάνη για τρόφιμα αποτελούσε έναν από τους πιο σταθερούς και μετρήσιμους δείκτες. Ωστόσο, η δομή των οικογενειακών εξόδων έχει αλλάξει δραματικά από τότε.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, οι τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν με σχετικά ήπιο ρυθμό, καθώς οι ΗΠΑ παραμένουν αγροτική υπερδύναμη με έντονα ανταγωνιστικές αγορές. Αντίθετα, βασικοί τομείς όπως η στέγαση, η υγειονομική περίθαλψη, η ανώτερη εκπαίδευση, οι μεταφορές και η παιδική φροντίδα έχουν γίνει δυσανάλογα ακριβότεροι. Παρ’ όλα αυτά, ο αρχικός μηχανισμός υπολογισμού παραμένει σχεδόν αμετάβλητος, δημιουργώντας μια απόσταση ανάμεσα στις επίσημες μετρήσεις και στην εμπειρία των νοικοκυριών.
Ο Γκριν εισάγει ακόμη μια έννοια: αυτό που αποκαλεί «κοιλάδα του θανάτου» του εισοδήματος. Πρόκειται για μια ζώνη όπου παγιδεύονται οι περισσότερες οικογένειες, καθώς βρίσκονται ακριβώς ανάμεσα στα χαμηλά εισοδήματα που εξασφαλίζουν κοινωνικές παροχές και στα υψηλότερα εισοδήματα που επιτρέπουν οικονομική άνεση.
Σύμφωνα με την ανάλυσή του, γύρω στα 35.000 δολάρια ετησίου εισοδήματος αρχίζουν να διακόπτονται οι παροχές τροφίμων. Πλησιάζοντας τα 45.000 δολάρια, χάνονται οι επιδοτήσεις στέγασης, ενώ μεταξύ 50.000 και 60.000 δολαρίων οι οικογένειες σταματούν να λαμβάνουν ενισχύσεις για την παιδική φροντίδα. Αυτό σημαίνει ότι καθώς το εισόδημα αυξάνεται οριακά, οι απώλειες στα κοινωνικά προγράμματα πολλές φορές υπερβαίνουν το όφελος της αύξησης. Το αποτέλεσμα είναι ένα «κατηφορικό» μονοπάτι, όπου μια οικογένεια μπορεί να καταλήξει με λιγότερους διαθέσιμους πόρους, παρά το υψηλότερο εισόδημα.
Ο Γκριν υποστηρίζει ότι αυτή η κατάσταση εξηγεί γιατί τόσοι Αμερικανοί δηλώνουν πως «δεν τα βγάζουν πέρα», ακόμη κι αν τα εισοδήματά τους θα θεωρούνταν επαρκή πριν από λίγες δεκαετίες. Στο νέο αυτό περιβάλλον, μια απλή μηχανική βλάβη στο αυτοκίνητο ή μια σύντομη περίοδος ανεργίας αρκεί για να αποσταθεροποιήσει πλήρως έναν οικογενειακό προϋπολογισμό.
Κατά τον Γκριν, η αυξανόμενη κοινωνική δυσαρέσκεια, που καταγράφεται σε έρευνες και δημοσκοπήσεις, συνδέεται άμεσα με αυτή την αναντιστοιχία ανάμεσα στις πραγματικές ανάγκες των νοικοκυριών και στους παλιούς μεθοδολογικούς ορισμούς. Παρά τη σημαντική αλλαγή του κόστους διαβίωσης, οι επίσημοι δείκτες δεν έχουν προσαρμοστεί αναλόγως, αφήνοντας πολλές οικογένειες να αισθάνονται ότι ζουν συνεχώς στο όριο.
Διαβάστε ακόμη
Στο «μικροσκόπιο» η κινεζική DeepSeek: Απαγορευμένα μικροτσίπ της Nvidia πίσω από το νέο AI μοντέλο
ΥΠΕΘΟΟ: Γίνεται νόμος η «δεύτερη ευκαιρία» για επιστροφή ενοικίων
ΔΕΗ Ανανεώσιμες: Πώς θα πρασινίσει η περιοχή του Ορυχείου Μεγαλόπολης (pic)
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα
Σχολίασε εδώ
Για να σχολιάσεις, χρησιμοποίησε ένα ψευδώνυμο.