Την «σημειολογία» της νέας κυβέρνησης Ερντογάν προσπαθούν να ερμηνεύσουν οι πολιτικοί και οικονομικοί αναλυτές για να διαπιστώσουν, ανάμεσα σε άλλα, εάν ο Τούρκος πρόεδρος πρόκειται να διαφοροποιηθεί από την τελείως ανορθόδοξη οικονομική πολιτική που εφαρμόζει πεισματικά τα τελευταία χρόνια.

Στο επίκεντρο βρίσκεται ο νέος υπουργός Οικονομικών Μεχμέτ Σιμσέκ, ο οποίος θεωρείται πιο κοντά στη Δύση και την ορθόδοξη νομισματική πολιτική και η τοποθέτησή του ενισχύει το ενδεχόμενο να αποστασιοποιηθεί, έστω μερικώς, από την «ανάποδη» πολιτική που εφαρμόζει πεισματικά ο Ερντογάν. Ο Τούρκος πρόεδρος έχει επιβάλλει την μείωση των επιτοκίων (από 19% που ήταν το 2021 έχουν πέσει στο 8,5%), βάζοντας «φωτιά» στον πληθωρισμό και προκαλώντας κατάρρευση της τουρκικής λίρας, σε μια περίοδο που σε όλο τον κόσμο έκαναν το αντίθετο, ανέβαζαν δηλαδή τα επιτόκια για να σταματήσουν την άνοδο των τιμών.

Τα δυτικά κεφάλαια αλλά και οι καταθέσεις των Τούρκων εγκατέλειψαν άρον-άρον τη χώρα και ο Τούρκος πρόεδρος αναγκάστηκε να επιβάλλει άτυπα capital controls για να αποφευχθεί η πλήρης κατάρρευση του νομίσματος, ενώ ταυτόχρονα ξόδεψε αφειδώς από τον κρατικό προϋπολογισμό για παροχές και αυξήσεις μισθών, προκειμένου να στηρίξει τα νοικοκυριά που παλεύουν να βάλουν φαγητό στο τραπέζι καθώς ο τιμάριθμος ξεπέρασε το 85% πέρσι το καλοκαίρι και βρίσκεται σήμερα στο 45% -επισήμως, γιατί ανεπίσημες μετρήσεις ανεβάζουν σε 100% τις ανατιμήσεις στο βασικό καλάθι αγαθών.

Ο Σιμσέκ είχε διατελέσει υπουργός Οικονομικών από το 2009 έως το 2015 και στη συνέχεια ανέλαβε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης με αρμοδιότητα τα οικονομικά, μέχρι το 2018, ενώ έχει διατελέσει αναλυτής της Merrill Lynch στο Λονδίνο και είχε εργαστεί και ως αναλυτής της αμερικανικής πρεσβείας στην Άγκυρα.

Ο τουρκικός τύπος αναφέρει ότι ο Σιμσέκ έλαβε διαβεβαιώσεις από τον Ερντογάν ότι θα έχει αυτονομία, ώστε να λάβει τα μέτρα που χρειάζονται για να σταματήσει την κατάρρευση της τουρκικής λίρας, αλλά κάτι τέτοιο δεν είναι βέβαιο. Ο Ερντογάν δεν δίστασε να απολύσει το 2021 τον επίσης «ορθόδοξο» οικονομολόγο Νασί Αγκμπάλ από τη θέση του κεντρικού τραπεζίτη μόλις μόλις τέσσερις μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, επειδή… είχε αυξήσει τα επιτόκια.

Πολλοί δυτικοί αναλυτές εκτιμούν ότι τώρα που οι εκλογές πέρασαν, ο Ερντογάν θα βρεθεί αντιμέτωπος με το κόστος της παράδοξης πολιτικής που εφάρμοσε για να τις κερδίσει, η οποία έχει αφήσει τα δημόσια ταμεία άδεια, χωρίς συνάλλαγμα την ώρα που έχει μεγάλες υποχρεώσεις σε δολάρια και με τα δυτικά κεφάλαια να αποφεύγουν συστηματικά τη χώρα.

Άρα, λένε πολλοί, ο Σουλτάνος θα αναγκαστεί να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα και να υιοθετήσει πιο λογικές πολιτικές για να καθησυχάσει τα ξένα κεφάλαια και να τα προσελκύσει πάλι στη χώρα. Αν δεν το κάνει, συμπληρώνουν ορισμένοι, ίσως πιεστεί να προσφύγει και πάλι στο ΔΝΤ, όπως είχε συμβεί το 2001.

Η πρώτη αντίδραση των αγορών ήταν θετική, καθώς μόλις κυκλοφόρησαν οι πληροφορίες για τοποθέτηση του Σιμσέκ, οι τιμές των τουρκικών ομολόγων ανέβηκαν, όπως και των μετοχών στο χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης, ενώ το κόστος ασφάλισης από τον κίνδυνο αθέτησης πληρωμής του τουρκικού κράτους υποχώρησε.

Κάποιοι αναλυτές, πάντως, πιστεύουν ότι είναι αμφίβολο εάν ο Ερντογάν θα κάνει στροφή 180 μοιρών, για να ικανοποιήσει τους δυτικούς αναλυτές και τα δυτικά κεφάλαια, αφού η βασική γεωπολιτική στρατηγική του δεν έχει αλλάξει.

Ο Σουλτάνος δεν έχει πλέον την πίεση και το πολιτικό κόστος που είχε μέχρι τις εκλογές, όταν η προτεραιότητά του ήταν να συντηρήσει με τα χαμηλά επιτόκια και το φθηνό χρήμα την οικονομική ανάπτυξη και την απασχόληση. Εάν είχε ακολουθήσει την ορθόδοξη νομισματική πολιτική που συνιστούν οι Δυτικοί, τα επιτόκια θα έπρεπε να έχουν ξεπεράσει το 30%, η οικονομία θα είχε πέσει σε ύφεση και η ανεργία θα είχε εκτοξευθεί στα ύψη.

Επομένως, τώρα που οι εκλογές τελείωσαν, διατυπώνεται η εκτίμηση ότι ενδεχομένως να υπάρξει επαναπροσδιορισμός προτεραιοτήτων.

Από την άλλη πλευρά, όμως, η στρατηγική προτεραιότητα του Ερντογάν είναι να μετατρέψει την Τουρκία σε περιφερειακή δύναμη, η οποία θα τηρεί αποστάσεις από τη Δύση και θα συνομιλεί προνομιακά με την Ρωσία και την Κίνα.

Στην στρατηγική αυτή έχει συμμάχους ισλαμικές χώρες όπως το Κατάρ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τα οποία τον στήριξαν παρέχοντάς του ξένο συνάλλαγμα, στην κρίσιμη περίοδο που η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας δαπάνησε περισσότερα από 170 δισ. δολάρια για να στηρίξει το νόμισμα, εξαντλώντας τα συναλλαγματικά της διαθέσιμα.

Το ερώτημα είναι για πόσο μπορούν να τον στηρίζουν οι χώρες αυτές, καθώς από αυτό εξαρτάται και το κατά πόσον ο Ερντογάν μπορεί να υποστηρίζει οικονομικά τον γεωπολιτικό μεγαλοϊδεατισμό του, ο οποίος, από μόνος του, απομακρύνει περισσότερο τους δυτικούς και τα δυτικά κεφάλαια.

Στο πεδίο αυτό ίσως μια ένδειξη να είναι οι πληροφορίες που δημοσιεύτηκαν στο Bloomberg, σύμφωνα με τις οποίες ο Σαουδαραβικός ενεργειακός κολοσσός Aramco, μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες του κόσμου, συζήτησε με 80 τουρκικές εταιρείες, για την ανάθεση έργων συνολικού ύψους 50 δισ. δολαρίων.

Και τούτο παρά το γεγονός ότι οι σχέσεις της Σαουδικής Αραβίας με την Τουρκία είχαν μπει στον «πάγο» ύστερα από τη δολοφονία του Σαουδάραβα αντικαθεστωτικού δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι από τις μυστικές υπηρεσίες της Σαουδικής Αραβίας, μέσα στο προξενείο της χώρας στην Κωνσταντινούπολη.

Ίσως οι νέες εμπορικές συμφωνίες των Τούρκων με την Σαουδική Αραβία να δείχνουν ότι οι νέοι γεωπολιτικοί φίλοι του Ερντογάν δεν θα τον αφήσουν εύκολα να πέσει πάλι στην ανάγκη του ΔΝΤ.

Διαβάστε ακόμη 

ΟΠΕΚ: Συμφωνία για νέα μείωση στην παραγωγή πετρελαίου έως το 2024

Έβρος: Η κυβέρνηση προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες για να αποτραπεί κάθε αντικανονική είσοδος στη χώρα

Η μέθοδος που κάνει μια γαστρονομική εμπειρία στη Σαντορίνη αξέχαστη

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ