Παρά το γεγονός ότι τα διαμάντια αποτελούν το σκληρότερο φυσικό υλικό στον κόσμο, η βιομηχανία τους αποδεικνύεται εξαιρετικά ευάλωτη απέναντι στην εμπορική πολιτική ατζέντα του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ.
Από το 2024, οι εισαγωγές κατεργασμένων διαμαντιών στις ΗΠΑ – μια αγορά που απορροφά περισσότερο από το 50% της παγκόσμιας ζήτησης – υπόκεινται σε βασικό δασμό ύψους 10%. Παράλληλα, ο κλάδος παραμένει σε εγρήγορση, καθώς δεν αποκλείεται η επιβολή επιπλέον δασμών, εάν δεν υπάρξει συμφωνία στο τέλος της «ανακωχής» 90 ημερών που πρότεινε η Ουάσιγκτον.
«Είναι ξεκάθαρο ότι η παγκόσμια βιομηχανία διαμαντιών αντιμετωπίζει έναν τέλειο κυκλώνα προκλήσεων», σημειώνει η Κάρεν Ρέντμιστερς, διευθύνουσα σύμβουλος του Antwerp World Diamond Centre (AWDC), προσθέτοντας πως «οι δασμοί είναι απλώς το πιο πρόσφατο πλήγμα».
Σύμφωνα με το CNBC, τα διαμάντια συχνά διασχίζουν αρκετά σύνορα πριν φτάσουν στη βιτρίνα ενός καταστήματος. Από τα ορυχεία της Μποτσουάνα ή της Νότιας Αφρικής, περνούν από εμπορικούς κόμβους στη Μέση Ανατολή ή την Ευρώπη, οδηγούνται σε κέντρα κοπής και γυαλίσματος, και στη συνέχεια αποστέλλονται σε κατασκευαστές κοσμημάτων. Αυτό το σύνθετο παγκόσμιο δίκτυο καθιστά τον κλάδο ιδιαίτερα ευάλωτο σε διαταραχές του εμπορίου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι πρώτες ύλες όπως ο χρυσός και ο χαλκός έχουν εξαιρεθεί από τους αμερικανικούς δασμούς – κάτι που η βιομηχανία προσπαθεί τώρα να εξασφαλίσει και για τα διαμάντια. «Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι τα ακατέργαστα διαμάντια είναι πρώτη ύλη. Κανείς δεν κυκλοφορεί κρατώντας στο χέρι ένα κατεργασμένο διαμάντι. Το φοράς μέσα σε ένα δαχτυλίδι ή σε ένα ζευγάρι σκουλαρίκια», εξηγεί η Ρέντμιστερς, επικεφαλής του οργανισμού που αντιπροσωπεύει περισσότερες από 1.400 εταιρείες στην περίφημη συνοικία διαμαντιών της Αμβέρσας.
Επιβράδυνση στη ζήτηση και φθηνός ανταγωνισμός
Η αβεβαιότητα σχετικά με τους δασμούς έρχονται σε μια περίοδο που η βιομηχανία πολυτελείας συνολικά αντιμετωπίζει μείωση της ζήτησης μετά την εκρηκτική άνοδο που σημειώθηκε αμέσως μετά την πανδημία, καθώς και ύφεση στην Κίνα – μία από τις βασικές αγορές.
Ωστόσο, το μεγαλύτερο πλήγμα για τον κλάδο θεωρούνται τα εργαστηριακά διαμάντια (Lab-Grown Diamonds – LGD). Χημικά ταυτόσημα με τα φυσικά διαμάντια και μη ανιχνεύσιμα με γυμνό μάτι, τα LGD πωλούνται με έκπτωση έως και 80%, προκαλώντας σοβαρές ανακατατάξεις στην αγορά.
Περισσότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες στις ΗΠΑ ανέφεραν ότι το μονόπετρο του αρραβώνα τους περιλάμβανε εργαστηριακό διαμάντι, σύμφωνα με τη μελέτη Real Weddings 2025 του The Knot, η οποία βασίστηκε σε στοιχεία σχεδόν 17.000 ζευγαριών. Η χρονιά-ορόσημο για την αγορά υπήρξε το 2021, όταν η Pandora, το μεγαλύτερο brand κοσμημάτων σε όγκο παγκοσμίως, ανακοίνωσε ότι σταματά την πώληση φυσικών διαμαντιών.
«Στις ΗΠΑ, πριν από περίπου 18 μήνες, η ποσότητα των LGD σε ελεύθερες πέτρες ξεπέρασε εκείνη των φυσικών. Από τότε η ανοδική πορεία συνεχίζεται», δήλωσε ο CEO της Pandora, Αλεξάντρ Λάτσικ. «Με τη σχέση τιμής-αξίας που προσφέρουν τα εργαστηριακά διαμάντια, μπορούμε να απευθυνθούμε σε ευρύτερο κοινό. Δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ο συνολικός όγκος διαμαντιών θα μειωθεί. Αντίθετα, ίσως φέρουμε περισσότερο κόσμο στην κατηγορία».
Από τον Μάρτιο του 2022, οι τιμές των φυσικών διαμαντιών έχουν υποχωρήσει σχεδόν 60%, υπό την πίεση των κακών μακροοικονομικών συνθηκών και του φθηνού ανταγωνισμού.
Οι δασμοί απειλούν τη σταθερότητα
Ορισμένοι αναλυτές θεωρούν πως η αγορά προσεγγίζει ένα σημείο ισορροπίας μεταξύ των LGD και των φυσικών διαμαντιών. «Το ερώτημα είναι πόσο πιο χαμηλά μπορούν να φτάσουν οι τιμές μέχρι να αντιληφθούν οι καταναλωτές ξεκάθαρη διαφορά μεταξύ των δύο», δηλώνει ο ανεξάρτητος αναλυτής διαμαντιών Πολ Τσιμνίσκι.
«Σήμερα μπορείς να αγοράσεις ένα εργαστηριακό διαμάντι 3-5 καρατίων – αδιανόητο μέγεθος για δαχτυλίδι αρραβώνα – με λίγες χιλιάδες δολάρια, ενώ το φυσικό θα κόστιζε δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες. Αυτή η διαφορά δημιουργεί ήδη διαχωρισμό».
Αντιμέτωποι με αυτές τις προκλήσεις, βασικοί παίκτες αναπροσαρμόζουν τις στρατηγικές τους. Η De Beers, ένας από τους «γίγαντες» της βιομηχανίας, παρατήρησε σημάδια ανάκαμψης της ζήτησης στις ΗΠΑ πριν από τα Χριστούγεννα – και πριν ενταθούν οι αβεβαιότητες γύρω από τους δασμούς.
Η εταιρεία αποφάσισε να τερματίσει τη δραστηριότητά της στον τομέα των LGD, ανακοινώνοντας το κλείσιμο του brand Lightbox, με στόχο να ενισχύσει τη δέσμευσή της στα φυσικά διαμάντια. «Η διαρκής πτώση της αξίας των εργαστηριακών διαμαντιών στην αγορά κοσμημάτων υπογραμμίζει τη διαρκώς αυξανόμενη διαφοροποίηση από τα φυσικά διαμάντια», ανέφερε ο CEO της De Beers, Αλ Κουκ
Η απόφαση εντάσσεται στην στρατηγική της μητρικής εταιρείας Anglo American, η οποία βρίσκεται στη διαδικασία αποεπένδυσης από τη De Beers και αναζητεί πιθανούς αγοραστές. Παρά την επιβράδυνση στη βιομηχανία πολυτελείας, ο τομέας των κοσμημάτων συνεχίζει να ξεχωρίζει αφού απευθύνεται σε πελάτες ιδιαίτερα υψηλού εισοδήματος και είναι λιγότερο ευάλωτα στους κύκλους της οικονομίας.
Η Ρίτσεμοντ, μητρική εταιρεία των Cartier, Van Cleef & Arpels και Buccellati, κατέγραψε πρόσφατα αποτελέσματα πάνω από τις προσδοκίες, με διψήφια αύξηση πωλήσεων στη μονάδα Jewellery Maisons. «Πρέπει να θυμόμαστε ότι το διαμάντι είναι μια συναισθηματική αγορά. Δεν είναι μια πρακτική αγορά. Ο κόσμος αγαπά την ιστορία πίσω από τη δημιουργία του», επισημαίνει ο Ζιμνίσκι.
«Το καθήκον της βιομηχανίας είναι να ενισχύσει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών. Αν πρόκειται να δώσουν σημαντικά περισσότερα χρήματα για ένα φυσικό διαμάντι, θέλουν να είναι βέβαιοι ότι είναι αυθεντικό. Αυτή πρέπει να είναι η βασική προτεραιότητα του κλάδου».
Διαβάστε ακόμη
Μισέλ Δουκέρης: Ο παγκόσμιος αυτοκράτορας της μπύρας είναι Ελληνας (pics)
Ανεβάζουν ταχύτητες στην αμυντική βιομηχανία οι ελληνικές εταιρείες πληροφορικής
Τέλος τα μετρητά για τα ενοίκια – Πληρωμή μόνο μέσω τράπεζας
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα
Σχολίασε εδώ
Για να σχολιάσεις, χρησιμοποίησε ένα ψευδώνυμο.