Η μία χειρότερη από την άλλη είναι οι επιλογές που έχει ο Ταγίπ Ερντογάν στην οικονομία, η οποία δείχνει να μπαίνει στη χειρότερη φάση της κρίσης που αντιμετωπίζει.

Η παραίτηση του υπουργού Οικονομικών και γαμπρού του «Σουλτάνου» Μπεράτ Αλμπαϊράκ ήρθε μια μόλις ημέρα μετά την καρατόμηση και αντικατάσταση του διοικητή της κεντρικής τράπεζας, εν μέσω της ασταμάτητης κατρακύλας του τουρκικού νομίσματος, της λίρας.

Το πρόβλημα του Ταγίπ Ερντογάν είναι ότι μοιάζει αυτή τη στιγμή αδύνατον να περιορίσει την πτώση του εθνικου νομίσματος. Από τη μια τα συναλλαγματικά διαθέσιμα έχουν εξαντληθεί, ενώ από την άλλη ο Τούρκος πρόεδρος θέλει να αποφύγει την αύξηση των επιτοκίων, την οποία θεωρεί καταστροφική για την οικονομία.

Ορισμένοι αναλυτές δεν αποκλείουν να χρειαστεί να επιβληθούν ανοιχτά κεφαλαιακοί έλεγχοι (capital controls). Στην πραγματικότητα, όμως, εμμέσως, υπάρχουν περιορισμοί στην εξαγωγή κεφαλαίων, αφού για να κάνει κάποιος ανάληψη σε συνάλλαγμα ή να βγάλει χρήματα στο εξωτερικό χρειάζονται πολύ περίπλοκες διαδικασίες, ειδικές άδειες, τιμολόγια κ.λπ.

Η κεντρική τράπεζα δεν έχει πλέον περιθώρια να στηρίξει τη λίρα στην αγορά, καθώς τα διαθέσιμά της έχουν εξαντληθεί, ενώ έχει χρησιμοποιήσει και καταθέσεις σε δολάρια των εμπορικών τραπεζών, μέσω συμφωνιών ανταλλαγής που έχει συνάψει με αυτές.

Όλη η αγορά περιμένει περαιτέρω κατρακύλα της τουρκικής λίρας, χωρίς, όμως, να διαφαίνεται εάν επίκειται αλλαγή της νομισματικής πολιτικής. Θεωρητικά, εάν η αλλαγή προσώπων σηματοδοτεί αλλαγή πολιτικής με αύξηση επιτοκίων, αυτό θα μπορούσε ενδεχομένως να σταματήσει την κατάρρευση του νομίσματος, αλλά θα ήταν πολιτικός κόλαφος για τον Ερντογάν.

Το χειρότερο είναι ότι αυτά συμβαίνουν σε μια στιγμή που η εκλογή του Τζο Μπάιντεν στην προεδρία των ΗΠΑ ίσως δυσκολέψει τα πράγματα για τον Τούρκο πρόεδρο, σύμφωνα με τη γνώμη πολλών αναλυτων, καθώς θεωρείται ότι ο νέος πρόεδρος δεν αποκλείεται να σκληρύνει τη στάση των ΗΠΑ σε σχέση με τον Ντόναλντ Τραμπ επεδείκνυε μια ανοχή απέναντι στον «Σουλτάνο».

Το γεγονός, πάντως, είναι ότι επί Τραμπ δεν δόθηκε στην Τουρκία η συμφωνία swap δολαρίων που ζητούσε, η οποία θα μπορούσε να δώσει στην κεντρική τράπεζα περιθώρια να προμηθευτεί συνάλλαγμα από τη FED προκειμένου να παρέμβει στην αγορά για τη στήριξη της λίρας.

Από την άλλη πλευρά, ορισμένοι αναλυτές επισημαίνουν ότι οι Δημοκρατικοί είναι ιστορικά πιο «κοντά» στην Τουρκία, ενώ σε κάθε περίπτωση οι ΗΠΑ δεν έχουν πραγματικό λόγο να αφήσουν την τουρκική οικονομία να «σκάσει» καθώς σε τέτοια περίπτωση μοιραία η χώρα θα στρεφόταν περισσότερο στη Ρωσία και την Κίνα, κάτι που η Δύση θέλει πάση θυσία να αποφύγει.

Μια μεγάλη κρίση, πάντως, μοιάζει αναπόφευκτη, κάτι που θα μπορούσε είτε να πυροδοτήσει πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας, είτε να οδηγήσει τον Ερντογάν ως «ικέτη» απέναντι στις ΗΠΑ προκειμένου να υποστηριχθεί για να αντιμετωπίσει την καταιγίδα.

Οι λόγοι απομάκρυνσης του κεντρικού τραπεζίτη δεν είναι σαφείς, ούτε και εκείνοι της παραίτησης του υπουργού Οικονομικών.

Ο απομακρυνθείς διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Τουρκίας, Μουράτ Ουισάλ δεν κατάφερε πάντως να συγκρατήσει το νόμισμα, παρότι είχε προχωρήσει σε αύξηση του βασικού επιτοκίου παρέμβασης κατά δύο μονάδες στο 10,25%.

Είναι ξεκάθαρο, πάντως, ότι το νόμισμα δεν θα σταματήσει να πέφτει εάν δεν εφαρμοστεί σφικτή νομισματική πολιτική με ακόμα μεγαλύτερη αύξηση επιτοκίων. Ακόμα και στο 10,25% τα επιτόκια είναι χαμηλότερα από τον πληθωρισμό, που κυμαίνεται στο 12,5% επισήμως, πράγμα που σημαίνει ότι οι κάτοχοι λίρας χάνουν λεφτά, γεγονός που πυροδοτεί τη ζήτηση για συνάλλαγμα η οποία πιέζει το εθνικό νόμισμα προς τα κάτω.

Σύμφωνα με πληροφορίες που δημοσιεύτηκαν στον τουρκικό τύπο ο γαμπρός του Τούρκου προέδρου αρνήθηκε να αποδεχτεί αυξηση των επιτοκίων σε σύσκεψη που έγινε το περασμένο Σάββατο, αλλά δεν είναι σαφές εάν παραιτήθηκε γιαυτό, εάν η παραίτησή του σηματοδοτεί αλλαγή της νομισματικής πολιτικής, ούτε ακόμα εάν η παραίτησή του έχει γίνει αποδεκτή.

Ενδεικτικό του πόσο προσπαθεί ο Ερντογάν να αποφύγει αύξηση των επιτοκίων είναι ότι είχε απομακρύνει τον Ιούλιο του 2019 τον προκάτοχο του Ουισάλ, τον Μουράτ Τσετίνκαγια επειδή δεν δεχόταν να μειώσει τα επιτόκια για να βοηθήσει την οικονομία. Τη θέση του διοικητή ανέλαβε το Σάββατο ο Νατσί Αγκμπάλ, έμπιστος του Τούρκου Προέδρου, χωρίς να είναι ξεκάθαρο ακόμα ποια πολιτική θα ακολουθήσει.