Tο πρώτο τρίμηνο αναμενόταν να είναι δύσκολο για την επιχειρηματική Αμερική. Τελικά η πρόκληση για τις επιχειρήσεις της Wall Street αποδείχτηκε ακόμη μεγαλύτερη, καθώς στην αρνητική πίεση του επίμονα υψηλού πληθωρισμού και των αυξημένων επιτοκίων ήρθε να προστεθεί εσχάτως και η αναταραχή στον τραπεζικό κλάδο.

Έτσι, τα εταιρικά αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου αναμένεται να καταγράψουν τη μεγαλύτερη καθίζηση από τα πρώτα στάδια της πανδημίας.

Μέσα στην εβδομάδα ανοίγει ο κύκλος των ανακοινώσεων με ηχηρά ονόματα της αγοράς και κυρίως του τραπεζικού κλάδου, που όπως είναι αναμενόμενο αναμένεται να καταγράψουν σημαντική πτώση της κερδοφορίας τους. Βέβαια αυτό δεν σημαίνει πως όλοι οι κλάδοι θα κινηθούν σε αρνητικό έδαφος, με τους ενεργειακούς κολοσσούς και τις πολυεθνικές των καταναλωτικών προϊόντων να εκτιμάται πως θα ανακοινώσουν ισχυρά κέρδη. Όμως, το συνολικό αποτέλεσμα για την αγορά προβλέπεται να είναι αρνητικό.

Οι μεγάλοι χαμένοι

Σύμφωνα με τις προβλέψεις της FactSet, οι επιχειρήσεις του δείκτη S&P 500 αναμένεται να ανακοινώσουν κατά μέσο όρο πτώση της κερδοφορίας σε ποσοστό 6,8% σε ετήσια βάση.

Εφόσον το νούμερο αυτό επιβεβαιωθεί, θα συνιστά τη μεγαλύτερη πτώση για τα εταιρικά κέρδη της Wall Street από το δεύτερο τρίμηνο του 2020 και την τότε «βουτιά» των κερδών κατά πάνω από 30%, εν μέσω του χειρότερου πρώτου κύματος της πανδημίας του κορονοϊού.

Σημειωτέον, πως και οι προηγούμενες εκτιμήσεις που είχαν διατυπωθεί στα τέλη του 2022 για την έναρξη της νέας χρονιάς ήταν αρνητικές. Όμως, δεδομένου πως ο ο μέσος όρος αναφερόταν τότε σε κάμψη των εταιρικών κερδών κατά μόλις 0,3%, είναι σαφές πως τα πράγματα δεν κύλησαν όπως αναμενόταν…

Ειδικά οι τράπεζες αναμένεται να είναι από τις μεγάλες χαμένες, όχι μόνο με αρνητικές επιδόσεις για το τρίμηνο, αλλά και δυσοίωνο outlook για το σύνολο της χρονιάς. Σύμφωνα με προβλέψεις της Refinitiv, τα κέρδη ανά μετοχή για τις έξι μεγαλύτερες τράπεζες αναμένεται να είναι υποστούν μια μείωση ύψους 10% κατά μέσο όρο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν θα υπάρξουν και εξαιρέσεις.

Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της JPMorgan Chase (η οποία ανακοινώνει αποτελέσματα την Παρασκευή) που αναμένεται να κινηθεί εκτός… αγέλης, με εκτιμώμενο άλμα του EPS κατά 30%. Στον αντίποδα η συνεχιζόμενη πίεση στο μέτωπο της επενδυτικής τραπεζικής θα ρίξει βαριά τη σκιά της στα μεγάλα ονόματα του τομέα, όπως η Goldman Sachs και η Morgan Stanley.

Πάντως, οι προβλεπόμενες χειρότερες επιδόσεις αναμένονται στον ευρύτερο κλάδο των υλικών, με εκτιμώμενη υποχώρηση κερδών κατά 35,6%, κάτι που αντανακλά τους φόβους περί επικείμενης ύφεσης της οικονομίας.

Οι (λίγοι) κερδισμένοι

Σε αντίστροφη πορεία από τον χρηματοπιστωτικό κλάδο, ο ενεργειακός θα συνεχίζει να επωφελείται στο έπακρο της συνεχιζόμενης ενεργειακής κρίσης και των υψηλών τιμών στα commodities. Βέβαια, οι τιμές έχουν έκτοτε υποχωρήσει, οπότε οι Big Oil δεν θα δουν εύκολα τα ιστορικά ρεκόρ της περσινής χρονιάς, όμως και πάλι ο μέσος όρος κερδοφορίας για τον κλάδο θα κυμανθεί στο 10% σε ετήσια βάση, συνεχίζοντας να τροφοδοτεί τα ταμεία τους με «ζεστό» χρήμα.

Η επίδοση αυτή θα στερήσει, ωστόσο, από τον ενεργειακό κλάδο τα σκήπτρα του τριμήνου που θα καταλήξουν στον κλάδο των καταναλωτικών ειδών και διαρκών προϊόντων. Οι επιχειρήσεις του συγκεκριμένου τομέα αναμένεται να παρουσιάσουν τις καλύτερες επιδόσεις το πρώτο τρίμηνο με ρυθμό ανάπτυξης των κερδών κατά 34%, σύμφωνα με την Factset.

Το ερώτημα της επόμενης μέρας

Βέβαια, το βασικό ερώτημα για τους επενδυτές δεν έχει να κάνει τόσο με το πως κινήθηκαν οι επιχειρήσεις με την έναρξη της χρονιάς όσο κυρίως το πως θα κινηθούν τους επόμενους μήνες και το αν η καθίζηση του πρώτου τριμήνου θα συνιστά το ναδίρ της πτωτικής πορείας ή όχι.

Δεδομένου πως παρά την αρνητική εικόνα για τα εταιρικά αποτελέσματα ο δείκτης S&P μετρά άνοδο της τάξεως του 6% από τις αρχές της χρονιάς, αυτό σημαίνει πως οι μετοχές πολλών επιχειρήσεων είχαν διατηρήσει μια δυναμική από την περσινή χρονιά που μπορεί να «ξεφουσκώσει» αν οι προβλέψεις για τα επόμενα τρίμηνα και για την οικονομία συνολικά είναι χειρότερες.

Άλλωστε, ήδη η τραπεζική καταιγίδα ήρθε κοντά στο τέλος του τρίτου τριμήνου, που σημαίνει πως οι συνέπειες της δεν έχουν φανεί πλήρως ακόμη. Έτσι, το ενδιαφέρον των επενδυτών θα επικεντρωθεί κυρίως στις εκτιμήσεις που θα διατυπώσουν οι εταιρείες αναφορικά με το μελλοντικό τους guidance.

Αν και με φόντο την τραπεζική κρίση το τέλος της ανοδικής τροχιάς των επιτοκίων από τη Federal Reserve έχει έρθει πιο κοντά, ο πληθωρισμός παραμένει ψηλά και σε συνδυασμό με τον ορατό κίνδυνο πιο «σφιχτών» δεδομένων στη ροή των πιστώσεων – όπως έχει παραδεχτεί και ο ίδιος ο Τζερόμ Πάουελ- το ρίσκο μιας ύφεσης έχει εκ νέου αναβαθμιστεί.

Παράλληλα η άνοδος του δολαρίου εξακολουθεί να λειτουργεί σαν τροχοπέδη για την κερδοφορία των αμερικανικών πολυεθνικών, οι οποίες αντλούν πολύ μεγάλο μέρος των εσόδων τους από τις διεθνείς πωλήσεις τους. Συγκεκριμένα υπολογίζεται πως το 40% των πωλήσεων των επιχειρήσεων του S&P 500 προέρχεται από το εξωτερικό.

Αν και το αμερικανικό νόμισμα έχει υποχωρήσει σημαντικά σε σχέση με τα περσινά υψηλά, ουσιαστικά παραμένει αρκετά αυξημένο σε σχέση με τα έτερα βασικά διεθνή νομίσματα. Αυτό θα εξακολουθήσει να αποτελεί πρόβλημα για τις πολυεθνικές της Wall Street.

Διαβάστε ακόμη

Τέλος στα σενάρια για επιταγή ακρίβειας ή έκτακτο δώρο Πάσχα

Τα σημεία – κλειδιά του σχεδίου για «πάγωμα» των επιτοκίων στα στεγαστικά δάνεια

Στα άκρα η κόντρα: Η Dolphin Capital Partners κατέθεσε αγωγή εναντίον της Dolphin Capital Investors