«Μια βιβλική καταστροφή έπληξε την Αττική την περασμένη Δευτέρα. Είδα το πρώτο της σημάδι αργά το πρωί στο αεροδρόμιο της Αθήνας, όπου είχα παέι για να συνοδεύσω την κόρη μου που έφευγε για την Αυστραλία.

Μια δυνατή μυρωδιά καμένου ξύλου με έκανε να κοιτάξω στον ουρανό, όπου κυριαρχούσε ένας λευκοκίτρινος ήλιος, που περιβαλλόταν από σκοτάδι, όπως όταν συμβαίνει έκλειψη – ένα φαινόμενο που μπορεί να προκαλέσει μόνο ο πυκνός καπνός.

Το απόγευμα ξεκίνησαν οι ειδήσεις. Οι πυρκαγιές των δασών είχαν ξεσπάσει προς την ακανόνιστη ακτογραμμή, αποκόπτοντας το Μάτι και τη Ραφήνα από την Αθήνα και εξαναγκάζοντας τους κατοίκους να καταφεύγουν στη θάλασσα».

Ετσι ξεκινά το άρθρο του ο πρώην υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης, στην ιστοσελίδα Project syndicate που φιλοξενεί και η καναδική ιστοσελίδα globeandmail.

Μάλιστα, όπως αναφέρει, στο Μάτι, μεταξύ των εκατοντάδων άλλων, κάηκε και το σπίτι κάποιων μελών του πολιτικού κινήματος του οποίου ηγείται, του DiEM25. Ευτυχώς, όμως κατάφεραν να σωθούν.

Γιατί συνέβη όμως ό,τι συνέβη, διερωτάται ο πρώην ΥΠΟΙΚ και δίνει τη δική του απάντηση. Όπως γράφει ο ξηρός χειμώνας, οι καυτές θερμοκρασίες των 39 βαθμών τις τελευταίες ημέρες και οι άνεμοι που έπνεαν με 120 χλμ/ώρα, πυροδότησαν τη φωτιά. Αυτή τη Μαύρη Δευτέρα, ωστόσο, οι καιρικές συνθήκες συνέπεσαν με τις αστοχίες και τις χρόνιες αποτυχίες του ελληνικού κράτους και της κοινωνίας που μετέτρεψαν μια πυρκαγιά σε θανάσιμη κόλαση.

Όπως σημειώνει, το μεταπολεμικό οικονομικό μοντέλο της Ελλάδας βασίστηκε σε μια άναρχη, ανοργάνωτη ανάπτυξη αυθαίρετων κτισμάτων, οπουδήποτε και παντού. Αυτό μας άφησε, σημειώνει, όπως και κάθε αναπτυσσόμενη χώρα, ευάλωτους στις φονικές δασικές πυρκαγιές το καλοκαίρι και τις πλημμύρες του χειμώνα.

Αυτή η συλλογική αποτυχία, φυσικά, υποβοηθείται και ενθαρρύνεται από την αδιάλειπτη έλλειψη ετοιμότητας του ελληνικού κράτους: την αποτυχία του να καθαρίσει τα χωράφια και τα δάση από τα αγριόχορτα κατά τη διάρκεια του χειμώνα και την άνοιξη ή να δημιουργήσει και να διατηρήσει διαδρομές έκτακτης διαφυγής για τους κατοίκους. Στη συνέχεια, υπάρχουν τα συνήθη εγκλήματα των ελίτ, όπως η παράνομη περίφραση των ακτών γύρω από τις παραθαλάσσιες βίλες με σκοπό την ιδιωτικοποίηση της παραλίας. Αυτόπτες μάρτυρες είπα ότι είπαν ότι πολλοί πέθαναν ή τραυματίστηκαν σοβαρά προσπαθώντας να περάσουν τα συρματοπλέγματα που είχαν βάλει οι πλούσιοι μεταξύ των σπιτιών τους και της θάλασσας.

Τελευταία αλλά εξίσου σημαντική, η συλλογική ενοχή του ανθρώπινου είδους: η καταστροφή αυτή καταδεικνύει τ τον τρόπο με τον οποίο η ταχεία αλλαγή του κλίματος στρεβλώνει τα φυσικά φαινόμενα που τιμωρούν τις ανθρώπινες αδυναμίες μας.

Όπως συμβαίνει συχνά όταν πυρκαγιές δασών που καταστρέφουν την Ελλάδα, η κυβέρνηση υπαινίσσεται εμπρησμό. «Δεν είμαι πεπεισμένος γι’ αυτό», σημειώνει ο Γ. Βαρουφάκης. «Οι ελληνικές κυβερνήσεις κατά παράδοση βρίσκουν πολύ βολικό να κατηγορούν κερδοσκόπους, εμπρηστές, τρομοκράτες και ακόμη ξένους πράκτορες. Με τέτοιες επικίνδυνες δηλώσεις να κυριαρχούν στις ειδήσεις, οι ιθύνοντες αποφεύγουν να παραδεχτούν την έλλειψη ετοιμότητας και την αποτυχία τους να υιοθετήσουν και να εφαρμόσουν τους νόμους και τους κανονισμούς ασφαλείας».

Υπεύθυνη για την καταστροφή ο Γ. Βαρουφάκης φωτογραφίζει και τη συνεχιζόμενη λιτότητα. Όπως γράφει τα πυροσβεστικά τμήματα, τα γραφεία προστασίας των πολιτών, το ΕΚΑΒ και τα νοσοκομεία είναι εξαιρετικά υποστελεχωμένα. Μια χώρα που υποφέρει από υποστελέχωση και αποσάθρωση των δημοσίων υπηρεσιών, των δήλων, αλλά και του ηθικού της μετά από μια δεκαετία ύφεσης, δεν μπορεί να αναμένεται ότι μπορεί προετοιμαστεί καλά μπροστά σε μια καταστροφή που μεγιστοποιήθηκε λόγω της κλιματικής αλλαγής.

Το άρθρο αναφέρεται και στον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η ΕΕ. Όπως αναφέρει,
η ΕΕ δεν διαδραμάτισε κανένα ρόλο στην προσπάθεια να καταπολεμηθεί η πυρκαγιά, είναι ένα έργο που δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητά της. Εξάλλου, ο θεσμός δεν μπορεί να θεωρεί υπεύθυνος για τις πυρκαγιές ή για 70 χρόνια κακομεταχείρισης του φυσικού περιβάλλοντος της ελληνικής κοινωνίας. «Είναι όμως αναμφισβήτητο ότι η τρόικα των επίσημων πιστωτών της Ελλάδας – η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο – έχει στερήσει ενεργά από το ελληνικό κράτος τα μέσα και τις δυνατότητες που χρειάζεται σε τέτοιες καταστάσεις την τελευταία δεκαετία…. Περιμένω να χυθούν κροκοδείλια δάκρυα στις Βρυξέλλες», καταλήγει.