των Γρηγόρη Τζιοβάρα, Γιώργου Χ. Παπαγεωργίου, Ελένης Στεργίου

«Αποκατάσταση της εμπιστοσύνης μέσα και έξω από τη χώρα», είναι η κωδική έκφραση στην οποία αποτυπώνεται η στρατηγική που έχει χαράξει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης προκειμένου να επιτύχει τον μείζονα στόχο της μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων, ώστε να ανακουφιστούν τα βαρύτατα φορολογημένα ελληνικά νοικοκυριά και να πάρει βαθιά ανάσα η ελληνική οικονομία επιστρέφοντας στους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης μέσω της προσέλκυσης επενδύσεων.

Με σύμμαχο τον θετικό απόηχο που επικρατεί διεθνώς μετά την πολιτική αλλαγή που συνέβη στις 7 Ιουλίου στη χώρα μας, το κυβερνητικό επιτελείο, υπό την άμεση εποπτεία του ίδιου του πρωθυπουργού, έχει καταστρώσει σχέδιο με συγκεκριμένα βήματα τα οποία έχουν ήδη ξεκινήσει να ξεδιπλώνονται, με επιδίωξη τα πρωτογενή πλεονάσματα να υποχωρήσουν κατά μία μονάδα (2,5% αντί 3,5%). Πρόκειται για βήματα που θα κορυφωθούν στα μέσα της επόμενης χρονιάς, οπότε σχεδιάζεται να υποβληθεί επισήμως και το αίτημα για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων με στόχο «να δημιουργηθεί ο απαραίτητος δημοσιονομικός χώρος ώστε να εφαρμοστεί απρόσκοπτα το κυβερνητικό πρόγραμμα των δραστικών φοροελαφρύνσεων για την ανακούφιση της μεσαίας τάξης και τη διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας χωρίς να θιγούν τα επιδόματα και οι λοιπές παροχές προς τους οικονομικά αδύναμους».

Οι προοπτικές που προδιαγράφονται στον διεθνή ορίζοντα είναι ευοίωνες, σε βαθμό που κάποιοι στα πέριξ του Μεγάρου Μαξίμου να θυμούνται την εμβληματική φράση «έξω πάμε καλά» που είχε χρησιμοποιήσει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, όταν πάσχιζε να πετύχει την ένταξη της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ, που αποτέλεσε τον πρόδρομο της σημερινής Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Τα δημοσιεύματα στα περισσότερα σοβαρά μέσα ενημέρωσης του πλανήτη τα οποία εκθειάζουν τη νέα πολιτική ατμόσφαιρα που έφερε στη χώρα η κυβέρνηση Μητσοτάκη, ο αντίκτυπος που παρατηρείται στις αγορές με την έντονα πτωτική τάση των επιτοκίων των ελληνικών ομολόγων, καθώς και το θερμό κλίμα στις επικοινωνίες του πρωθυπουργού με σημαντικούς ξένους ηγέτες δημιουργούν ένα θετικό momentum το οποίο διευκολύνει τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς.

Τουρ σε Βερολίνο, Παρίσι, Χάγη

Σε αυτό το πλαίσιο, αμέσως μετά τον Δεκαπενταύγουστο και αφού έχουν ψηφιστεί νωρίτερα τα πρώτα νομοσχέδια που θα έχουν έντονη τη σφραγίδα της μεταρρυθμιστικής διάθεσης της κυβέρνησης, ο κ. Μητσοτάκης θα ξεκινήσει έναν πρώτο γύρο επισκέψεων στις σημαντικές πρωτεύουσες του πλανήτη με στόχο να καταστήσει κοινωνούς του μεταρρυθμιστικού του προγράμματος τους ισχυρούς ηγέτες που μπορεί να έχουν λόγο για τα ελληνικά πράγματα.

Μετά την Κύπρο, στην οποία θα βρεθεί τη Δευτέρα για διήμερη επίσκεψη, την οποία επέλεξε για συμβολικούς λόγους ως πρώτο σταθμό των ταξιδιών του εκτός Ελλάδας, ο πρωθυπουργός έχει ήδη στην ατζέντα του τα πρώτα κρίσιμα πολιτικά ραντεβού σε Γερμανία και Ολλανδία. Θα είναι στο Βερολίνο στις 29 Αυγούστου και θα μεταβεί στη Χάγη στις 2 και 3 Σεπτεμβρίου.

Οι δύο αυτές χώρες δεν επελέγησαν τυχαία, αλλά σχετίζονται άμεσα με την επιδίωξη για να πειστούν οι κυβερνήσεις τους αλλά και η κοινή γνώμη για την αναθεώρηση των στόχων του ελληνικού προγράμματος που συνιστά το αίτημα για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων. Και αυτό καθώς κάτι τέτοιο απαιτεί να ληφθούν σχετικές αποφάσεις από τα Κοινοβούλια της Γερμανίας και της Ολλανδίας.

Μεταρρυθμίσεις

Η Γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ δεν θα είναι η πρώτη φορά που θα ακούσει τον Ελληνα πρωθυπουργό να της εκθέτει τους βασικούς άξονες του κυβερνητικού σχεδίου που θα υλοποιήσει. Το ίδιο είχε γίνει και στις 20 του περασμένου Ιουνίου, όταν βρέθηκαν στις Βρυξέλλες και από το 45λεπτο τετ α τετ που είχαν, ο κ. Μητσοτάκης αφιέρωσε περισσότερο από μισή ώρα για να επιχειρηματολογεί για τις μεταρρυθμίσεις που θα δρομολογούσε μόλις αναλάμβανε τα ηνία της χώρας.

Στον πρωθυπουργικό προγραμματισμό υπάρχουν επίσης ταξίδια σε Παρίσι και Ουάσιγκτον για συναντήσεις με τον Εμανουέλ Μακρόν και τον Ντόναλντ Τραμπ αντίστοιχα. Η επίσκεψη στη γαλλική πρωτεύουσα έχει οριστεί για μετά τις 20 Αυγούστου και δεν αποκλείεται να συνδυαστεί με τη μετάβαση στο Βερολίνο, εφόσον βρεθεί κατάλληλη ημερομηνία.

Πολύ κοντά στο να οριστικοποιηθεί είναι και η ημερομηνία συνάντησης του κ. Μητσοτάκη με τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, η οποία προετοιμάζεται από το Μέγαρο Μαξίμου και την αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα. Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες διπλωματικές πηγές, «η ελληνική κυβέρνηση και ο Λευκός Οίκος έχουν εκφράσει κοινή προθυμία για μια συνάντηση» και «το μόνο που εκκρεμεί είναι η χρονική στιγμή».

Η πρώτη ευκαιρία είναι η προγραμματισμένη Σύνοδος της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στις 17-30 Σεπτεμβρίου, στην οποία προγραμματίζει να βρεθεί ο Ελληνας πρωθυπουργός. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, «είναι πιθανό να ακολουθήσει επίσημη επίσκεψη του Ελληνα πρωθυπουργού στην Ουάσινγκτον».

Προς αυτή την κατεύθυνση έχουν γίνει συζητήσεις τόσο κατά τις πρόσφατες επικοινωνίες του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και του αντιπροέδρου Μάικλ Πενς, οι οποίοι συνεχάρησαν τηλεφωνικώς τον κ. Μητσοτάκη, όσο και στις επαφές που έχει ο Αμερικανός πρεσβευτής Τζέφρι Πάιατ με μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου. Επίσης, στο ίδιο κλίμα εντάσσονται οι συναντήσεις τόσο του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια με τον ομόλογό του Μάικ Πομπέο, ο οποίος σχεδιάζει να βρεθεί το φθινόπωρο στην Αθήνα, όσο και του υπουργού Ενέργειας Κωστή Χατζηδάκη με τον ομόλογό του Ρικ Πέρι στο Κάιρο. Εκτός από το ζήτημα του πλεονάσματος, για το οποίο μπορεί να έχουν λόγο και οι ΗΠΑ που διαθέτουν μεγάλη επιρροή στο ΔΝΤ, η ελληνική πλευρά σχεδιάζει να θέσει στον πλανητάρχη και τα θέματα που σχετίζονται με τις συνεχιζόμενες προκλήσεις της Τουρκίας στην περιοχή μας.

Οπως λένε οι ίδιοι, «χωρίς να πετούν στα σύννεφα» ή να βιάζονται «να κρατήσουν μεγάλο καλάθι», στελέχη του κυβερνητικού επιτελείου εκτιμούν ότι με τις μεταρρυθμίσεις που δρομολογούνται και πρωτίστως κατατείνουν στη σάρωση των γραφειοκρατικών και άλλων εμποδίων που ορθώνονται στον δρόμο των επενδυτών, καθώς και με μερικές εμβληματικές ιδιωτικοποιήσεις, μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος να πειστούν οι εταίροι και δανειστές για μειωμένα πλεονάσματα τα προσεχή χρόνια. Το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση έκανε ο Ελληνας πρωθυπουργός στην κατ’ ιδίαν συνάντησή του με τον επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, Κλάους Ρέγκλινγκ. Οι φειδωλές πληροφορίες που έχουν διαρρεύσει από την ωριαία συνάντηση των δύο ανδρών μιλούν για καλό κλίμα, καθώς ο Γερμανός που ηγείται του οργανισμού που έχει στην κατοχή του το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους άκουσε με ενδιαφέρον τον συνομιλητή του να υποστηρίζει ότι «η κυβέρνησή μου δεν αμφισβητεί τους ποσοτικούς στόχους του υφιστάμενου προγράμματος».
«Είναι ανάγκη, όμως, να κατανοήσετε ότι εμείς έχουμε το δικό μας πρόγραμμα και το δικό μας μείγμα πολιτικής που κινείται στον αντίποδα της ξέφρενης φοροκαταιγίδας που έπληξε την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια καταδικάζοντάς την σε αναιμική ανάπτυξη και κρατώντας τη δέσμια στον φαύλο κύκλο της κρίσης», φέρεται να είπε ο κ. Μητσοτάκης.

«Η κυβέρνησή μου δεν μπορεί να αναλάβει την ιδιοκτησία ενός προγράμματος που δεν πιστεύει», συμπλήρωσε, σύμφωνα με πηγές που έχουν γνώση των διαμειφθέντων πίσω από τις κλειστές πόρτες. Ενα από τα βασικά επιχειρήματα για την ορθότητα του δικού του προγράμματος που επιστρατεύει ο Ελληνας πρωθυπουργός είναι το θετικό κλίμα των αγορών. «Δεν μπορεί να εμπιστεύονται το πρόγραμμά μας οι άνθρωποι των αγορών που ρισκάρουν τα χρήματά τους και να μη μας εμπιστεύονται οι εταίροι της χώρας», επισημαίνει, κατά πληροφορίες, σε συνομιλητές του.

Κυβερνητικοί αξιωματούχοι άκουσαν με ικανοποίηση τις δηλώσεις που έκανε ο κ. Ρέγκλινγκ μετά την επίσκεψή του στο Μέγαρο Μαξίμου. «Πιστεύω ότι η κυβέρνηση έκανε καλή αρχή», είπε ο διευθύνων σύμβουλος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, ο οποίος χαρακτήρισε «ένα ακόμη θετικό σημάδι» την πρόσφατη πετυχημένη έκδοση του 7ετούς ομολόγου σημειώνοντας: «Οι αγορές έχουν εμπιστοσύνη στις οικονομικές πολιτικές της νέας κυβέρνησης».

«Οι αριθμοί βγαίνουν»

Από την άλλη, η επιμονή του κ. Ρέγκλινγκ να επισημαίνει την ανάγκη για «διεύρυνση της φορολογικής βάσης» δεν είναι υποχρεωτικό να οδηγήσει σε μείωση του αφορολόγητου, υποστηρίζουν από την ελληνική κυβέρνηση. Το γεγονός μάλιστα ότι ο ίδιος ανέφερε ότι «είναι μάλλον θετική» η μείωση της φορολογίας εισοδήματος, «με την προϋπόθεση πως θα βγουν οι αριθμοί στο τέλος», θεωρήθηκε έμμεση αναγνώριση της ορθότητας των κυβερνητικών θέσεων.

Στο Μέγαρο Μαξίμου επικρατεί αισιοδοξία ότι «οι αριθμοί βγαίνουν». Και γι’ αυτό τις προηγούμενες ημέρες ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας, ο οποίος έχει εμπειρία στα οικονομικά, καθώς παλιότερα ήταν στέλεχος του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, διεκήρυξε με έμφαση ότι «δεν θα υπάρξει κανένα δημοσιονομικό κενό, ούτε το 2019, ούτε το 2020». Πρόσθεσε, μάλιστα, κατηγορηματικά ότι «όσοι έβλεπαν δημοσιονομικό κενό το προηγούμενο διάστημα, έβλεπαν μια φωτογραφία του χθες».

Αρμόδιοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι επισημαίνουν ότι όταν μιλούσαν για «δημοσιονομικό κενό» λάμβαναν υπόψη ότι η απελθούσα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε υιοθετήσει μια πολιτική υπερφορολόγησης και μάζευε έσοδα πάνω από τον στόχο του 3,5%.Η κυβέρνηση της Ν.Δ., όμως, δεν σκοπεύει να συνεχίσει αυτή την αντιαναπτυξιακή και εν τέλει αδιέξοδη οικονομική πολιτική.

Στο μεσοπρόθεσμο πλαίσιο δημοσιονομικής στρατηγικής, που ψηφίστηκε πέρυσι τον Ιούνιο, προβλεπόταν μια «υπεραπόδοση», όπως έλεγε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, «υπερφορολόγηση», σύμφωνα με τους νυν κυβερνώντες, της τάξης των 3,5 δισ. ευρώ έως το 2022. Τα ποσά αυτά θα είναι μία από τις πηγές χρηματοδότησης της προβλεπόμενης μείωσης φόρων και εισφορών.

Μια δεύτερη πηγή, της τάξης του 1,5 δισ. ευρώ, υπολογίζεται ότι μπορεί να προέλθει από τις «επισκοπήσεις δαπανών» στα υπουργεία, με στόχο να υπάρξει προσαρμογή της εκτέλεσης των προϋπολογισμών σε πραγματικό επίπεδο. Ενώ μια τρίτη πηγή χρηματοδότησης του κυβερνητικού προγράμματος εκτιμάται ότι θα βρεθεί από την προώθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και την υψηλότερη ανάπτυξη που η κυβέρνηση πιστεύει ότι μπορεί να φέρει με το δικό της σχέδιο μεταρρυθμίσεων και αποκρατικοποιήσεων.

Ενα επιπλέον κρυφό χαρτί που προτίθεται να ρίξει στο τραπέζι η κυβέρνηση, σύμφωνα με πληροφορίες, οι οποίες, πάντως, δεν επιβεβαιώνονται από το Μέγαρο Μαξίμου, είναι το ποσό -περίπου 1 δισ. ευρώ- από την επιστροφή των κερδών των Κεντρικών Τραπεζών της Ευρωζώνης από τα ελληνικά ομόλογα να μην πάει απευθείας στην εξόφληση του χρέους, αλλά να δοθεί η δυνατότητα να περιληφθεί ως έσοδο στον κρατικό προϋπολογισμό.

Σε κάθε περίπτωση, στην κυβέρνηση θεωρούν ότι, «έστω και με την αποσιώπηση των υποχρεώσεων», έχουν λάβει «μια καταρχήν ψήφο εμπιστοσύνης» από εταίρους και δανειστές. Και, όπως σημειώνουν, «αυτή ακριβώς την εμπιστοσύνη είναι που επιζητούμε στην παρούσα φάση». Γι’ αυτό και, παρά την πίεση που -«για αντιπολιτευτικούς λόγους»- επιχείρησε να ασκήσει ο τέως πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας επιτιθέμενος στην κυβέρνηση ότι δεν θέτει τώρα το ζήτημα των πρωτογενών πλεονασμάτων, ο πρωθυπουργός δεν ενέδωσε. Ο κ. Μητσοτάκης αντέτεινε σθεναρά ότι το ζήτημα της μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων συναρτάται με την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης της χώρας που θα επέλθει με το μεταρρυθμιστικό σχέδιο, το οποίο είναι σε γνώση των μεγάλων ευρωπαϊκών πρωτευουσών, των κυριότερων διεθνών οργανισμών και των δανειστών μας.
Σύμφωνα με τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς, αφού γίνουν όλα τα προαπαιτούμενα βήματα και υπάρξουν απτά αποτελέσματα από τη νέα οικονομική πολιτική που θα εφαρμοστεί, το μείζον αυτό θέμα προβλέπεται να τεθεί μετά τους πρώτους μήνες της νέας χρονιάς, έτσι ώστε, αρχής γενομένης από τον προϋπολογισμό του 2021, οπότε θα αρχίσει να καταρτίζεται σε έναν χρόνο από τώρα, να προβλεφθεί μείωση από το 3,5% στο 2,5% των πρωτογενών πλεονασμάτων για τα επόμενα χρόνια.

Πώς θα γίνει η μείωση στα πλεονάσματα

Τα σχέδια για φθηνό χρήμα από την ΕΚΤ διευκολύνουν τις κινήσεις της κυβέρνησης για ανάσα στην οικονομία. Θα αξιοποιηθεί η πτώση του επιτοκίου στο 10ετές ομόλογο κάτω από το 2%

Ευκαιρία για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων που πνίγουν την οικονομία διαβλέπουν κυβερνητικά και υπηρεσιακά στελέχη στο διαφαινόμενο νέο τύπωμα χρήματος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).

Οι προσδοκίες ότι η ΕΚΤ θα αρχίσει εκ νέου μαζικές αγορές ομολόγων στην Ευρωζώνη έχουν οδηγήσει στο ναδίρ τις αποδόσεις τους (επιτόκια), ενώ επικρατούν διεθνώς εκτιμήσεις για χαμηλό κόστος χρήματος σε απροσδιόριστο αλλά πάντως μεσοπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα. Ενδεικτικό είναι ότι η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου υποχώρησε σε νέο ιστορικό χαμηλό, κάτω από 2%.

Το περιβάλλον αυτό επιτρέπει στην Ελλάδα όχι μόνο να δανείζεται φθηνά εκδίδοντας νέα ομόλογα με χαμηλότερα επιτόκια, αλλά δημιουργεί και τις προϋποθέσεις για να αναθεωρηθούν οι προβλέψεις σχετικά με το κόστος εξυπηρέτησης του νέου ελληνικού χρέους τα επόμενα χρόνια, το οποίο με τη σειρά του προσδιορίζει το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων.

Η μείωση των πλεονασμάτων αυτών θεωρείται προτεραιότητα για την κυβέρνηση, επειδή εκτιμάται ότι εάν επιτευχθεί θα απελευθερώσει πόρους για φορολογικές ελαφρύνσεις και αναπτυξιακά μέτρα, αλλά και ότι θα αποτελέσει μια σημαντική πολιτική νίκη και ένα ισχυρό θετικό σήμα προς τις αγορές και τους επενδυτές.

Τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα στα οποία έχει υποχρεωθεί η Ελλάδα είναι χρήματα τα οποία πρέπει να εξοικονομεί το κράτος από υψηλή φορολογία ή και μείωση των δαπανών, προκειμένου να πληρώνει τους τόκους του δημόσιου χρέους χωρίς να δανείζεται – χρήματα που φεύγουν στο εξωτερικό και δεν ανακυκλώνονται στην ελληνική οικονομία. Αλλωστε το ίδιο το ΔΝΤ αρχικά επέκρινε την πρόβλεψη για πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και 2,2% στη συνέχεια έως το 2060, αν και τελικά υποχώρησε στις πιέσεις της Ευρωζώνης και την αποδέχτηκε.

Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και το οικονομικό επιτελείο έχουν ενημερωθεί από τους αρμόδιους υπηρεσιακούς παράγοντες του Οργανισμού Διαχείρισης του Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) ότι τα τρία τελευταία χρόνια το κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους βρίσκεται συστηματικά κάτω από τις υποθέσεις που είχαν γίνει για το κόστος του νέου δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου.

Το κλειδί είναι ότι η ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, με βάση την οποία υπολογίστηκαν οι αναγκαίες πληρωμές τόκων τα επόμενα χρόνια -οι οποίες αντιστοιχούν στα πρωτογενή πλεονάσματα-, περιλαμβάνει και υποθέσεις για το μέσο σταθμικό κόστος νέου δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου τα επόμενα… 42 χρόνια. Οι υποθέσεις αυτές είναι εκ της φύσεώς τους αβέβαιες, πολλώ δε μάλλον που κατά κανόνα πολλές προβλέψεις των δανειστών τα τελευταία χρόνια διαψεύστηκαν.

Το θεωρητικό μέσο επιτόκιο όλων των νέων ομολόγων μέχρι το 2060 έχει «υπολογιστεί» στο 4,9%. Σύμφωνα με υπολογισμούς που έχουν γίνει, εάν γίνει αποδεκτή μια αναθεώρηση της πρόβλεψης για το μέσο αυτό κόστος νέου δανεισμού μόλις κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα, αυτό ισοδυναμεί με μείωση των αναγκαίων πληρωμών για τόκους κατά 4% του ΑΕΠ, κάτι που αφήνει χώρο για μείωση των πλεονασμάτων κατά 1% του ΑΕΠ ετησίως για τέσσερα χρόνια.

Στο πλαίσιο της επιχείρησης μείωσης των πλεονασμάτων, εξετάζεται και η δυνατότητα αντικατάστασης παλιότερων ομολόγων με καινούρια χαμηλότερου επιτοκίου, η οποία θα συμβάλει και αυτή στη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης, αν και όχι δραματικά, καθώς το μεγαλύτερο ποσοστό του χρέους βρίσκεται στα χέρια του επίσημου τομέα και θα αρχίσει να εξοφλείται μετά το 2032 με τα πολύ χαμηλά επιτόκια του ESM (0,9%-1%).

Μια άλλη πτυχή είναι και η υποβολή αιτήματος να υπολογίζεται το πρωτογενές πλεόνασμα σύμφωνα με τους κανόνες της Eurostat, οι οποίοι συνυπολογίζουν και κονδύλια όπως τα ποσά που επιστρέφονται στην Ελλάδα από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων που διακρατά η ΕΚΤ, η οποία όμως ενδεχομένως να θεωρηθεί ασύμβατη με τη λογική που έχει υιοθετηθεί μέχρι σήμερα.

Σύμφωνα με Ελληνες που εργάζονται σε επενδυτικές τράπεζες του εξωτερικού, στελέχη της Ν.Δ. είχαν επισκεφθεί πέρυσι εταιρείες του χώρου αντλώντας πληροφόρηση, προβλέψεις και εκτιμήσεις για τις δυνατότητες αντικατάστασης υφιστάμενων ελληνικών ομολογιακών εκδόσεων με καινούριες προκειμένου να μειωθεί το κόστος εξυπηρέτησης καθώς και πληροφορίες για τα χρηματοοικονομικά εργαλεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην κατεύθυνση αυτή.

Οι σχεδιασμοί αυτοί διευκολύνονται τα μέγιστα από τις δηλώσεις Ντράγκι περί πιθανής νέας ποσοτικής χαλάρωσης στην Ευρωζώνη.

Σε κάθε περίπτωση, όλοι συμφωνούν ότι οι όποιοι οικονομικοί χειρισμοί θα έχουν στόχο την προετοιμασία ευνοϊκού εδάφους για να επιδιωχθεί μια απόφαση που θα είναι τελικά πολιτική, και μάλιστα εξαιρετικά περίπλοκη, καθώς συνδέεται με το ελληνικό χρέος, ένα ακανθώδες θέμα το οποίο ουδείς στην Ευρωζώνη θα πειστεί εύκολα να ανοίξει και πάλι.

Επιπλέον, τα στελέχη που προαναφέρθηκαν σημείωναν ότι πολλά θα εξαρτηθούν από τις επιδόσεις της κυβέρνησης στο μέτωπο των λεγόμενων «θεσμικών μεταρρυθμίσεων».

Αλλά και από το κατά πόσο η μείωση των πλεονασμάτων θα χρησιμοποιηθεί ως μοχλός πίεσης προς την ελληνική πλευρά, εν όψει των ιδιωτικοποιήσεων δημόσιων υποδομών (λιμάνια, μαρίνες κ.ά.) αλλά και της αναδιάρθρωσης του ελληνικού επιχειρηματικού χάρτη λόγω των κόκκινων δανείων με αλλαγή ιδιοκτησίας επιχειρήσεων του τουρισμού και όχι μόνο, προς όφελος ξένων αγοραστών.

Τι προβλέπουν τρεις οίκοι αξιολόγησης

Ποιες ελπίδες και ποιους κινδύνους διαπιστώνουν οι άνθρωποι των αγορών για την ελληνική οικονομία

Στο μικροσκόπιο των διεθνών οίκων και των ευρωπαϊκών θεσμών βρίσκεται το τελευταίο δεκαήμερο η Ελλάδα. Τα μηνύματα που φτάνουν από παντού είναι ότι ο βαθμός αξιοπιστίας που δείχνουν οι πιστωτές στην κυβέρνηση είναι υψηλός.

Σε αυτό το πλαίσιο, εμφανίζονται, καταρχήν, πρόθυμοι να δοθεί χρόνος στην Ελλάδα να εφαρμόσει τις πολιτικές της και να αποδείξει αν θα υπάρξει θετικό αποτέλεσμα, δηλαδή να πετύχει τους δημοσιονομικούς στόχους και τις δεσμεύσεις. Το «ΘΕΜΑ» μιλώντας με έγκυρη πηγή των θεσμών που παρακολουθεί διαχρονικά τις συζητήσεις με την ελληνική πλευρά μεταφέρει το θετικό κλίμα μετά τη νέα σελίδα στην πολιτική της χώρας, ενώ επισημαίνει ότι ο Φεβρουάριος θα είναι ο μήνας-τεστ για την αποτελεσματικότητα των φιλόδοξων σχεδίων της νέας κυβέρνησης.

Πηγές από την πλευρά των δανειστών, πάντως, δεν βιάζονται να… πανηγυρίσουν για το θετικό κλίμα για την Ελλάδα και τη νέα κυβέρνηση που αναμφισβήτητα έχει δημιουργηθεί, επισημαίνοντας ότι μπορεί σε βάθος χρόνου να αντιστραφεί, «δεδομένου ότι τα δημοσιονομικά θέλουν πολλή δουλειά». Κυβερνητικός παράγοντας μιλώντας στο «ΘΕΜΑ» αναφέρει ότι το α’ εξάμηνο, κάτι που το είχαν προβλέψει από πριν, είναι κρίσιμο για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους. Αυτό που θα γράψει αυτή η πρώτη φάση της διακυβέρνησης -η τέταρτη αξιολόγηση του φθινοπώρου, αλλά κυρίως το α’ τρίμηνο του 2020- «θα δώσει πόντους στο πολιτικό διαπραγματευτικό κεφάλαιο για τα επόμενα χρόνια». Η αίσθηση που επικρατεί τόσο στην Ελλάδα όσο και στους θεσμούς είναι ότι θα δοθεί μια πίστωση χρόνου στη νέα κυβέρνηση για να δείξει τα δείγματα γραφής της.

Bank of America: Η δυναμική των αγορών

Ο επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος της Bank of America Merrill Lynch Αθανάσιος Βαμβακίδης (φωτογραφία) μιλώντας στο «ΘΕΜΑ» επισημαίνει:

«Η νέα ελληνική κυβέρνηση έχει τη δυναμική της αγοράς με το μέρος της. Αυτό συμβαίνει εξαιτίας της δυνατής έναρξης της κυβέρνησης, της οποίας η προετοιμασία και η αποφασιστικότητα είναι ικανοποιητικές, αλλά και λόγω του ράλι στη διεθνή αγορά από την υποστήριξη των κεντρικών τραπεζών. Ωστόσο, οι αγορές μπορεί να είναι ευμετάβλητες, τα στοιχεία της Ευρωζώνης είναι πολύ αδύναμα και πολλοί κίνδυνοι είναι μπροστά, ιδίως καθώς οι εντάσεις των εμπορικών συναλλαγών της Ε.Ε. με τις ΗΠΑ θα μπορούσαν να κλιμακωθούν. Δεν υπάρχει χρόνος για εφησυχασμό. Οι αγορές θέλουν να δουν μεγάλα επενδυτικά σχέδια που έχουν κολλήσει στη γραφειοκρατία εδώ και χρόνια στην Ελλάδα, ένα σαφές σχέδιο για τα κόκκινα δάνεια και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν υλοποίησαν στο παρελθόν, για να αυξήσει τη μακροπρόθεσμη δυνητική ανάπτυξη. Η πρόσφατη έντονη απόδοση σε μετοχές και το κλίμα θα συνεχιστούν μόνο εάν η πολιτική δράση σε αυτούς τους τομείς συμβαδίσει με τις μεγάλες ελπίδες».

Moody’s: Θα σας αναβαθμίσουμε αν…

Η αντιπρόεδρος της Moody’s Κατρίν Μιλμπρόνερ σε πρόσφατο ενημερωτικό report ανέφερε: «Η συνέχιση της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων που συμφωνήθηκαν με τους πιστωτές, συμπεριλαμβανομένης μιας συνετής δημοσιονομικής στάσης, θα χρειαστεί για να διατηρηθεί η επενδυτική εμπιστοσύνη προς την Ελλάδα. Ενώ περιμένουμε το κρατικό χρέος να περιοριστεί τα επόμενα χρόνια, θα παραμείνει πολύ υψηλό και η Ελλάδα ίσως χρειαστεί περαιτέρω ελάφρυνση χρέους μεσοπρόθεσμα».

Κατρίν Μιλμπρόνερ

Σύμφωνα με την έκθεση, η αξιολόγηση της Ελλάδας θα μπορούσε να αναβαθμιστεί αν η νέα κυβέρνηση συνεχίσει να υλοποιεί τις δεσμεύσεις προς την Ευρωζώνη, μεταξύ των οποίων μεταρρυθμίσεις που θα βελτιώσουν το επιχειρηματικό κλίμα και τις επενδύσεις, και τα δημόσια οικονομικά παραμένουν ισχυρά. Εάν η κυβέρνηση αποφασίσει να αποκλίνει από τις δεσμεύσεις και ανατρέψει συμφωνηθείσες μεταρρυθμίσεις ή προκύψουν νέες εντάσεις με τους πιστωτές, αυτό ενδεχομένως να έχει αρνητικές συνέπειες για την αξιολόγηση της χώρας.

Fitch: Ενίσχυση των επενδύσεων

Σε πρόσφατη έκθεση του οίκου αξιολόγησης Fitch επισημαίνεται ότι η πολιτική ατζέντα της Νέας Δημοκρατίας που περιλαμβάνει μέτρα όπως οι περικοπές των φόρων των επιχειρήσεων, η επιτάχυνση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και η δέσμευση για μείωση της γραφειοκρατίας «θα μπορούσαν να ενισχύσουν τις επενδύσεις». Αυτό θα βοηθούσε περαιτέρω την οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας, καθώς υπάρχει πιθανότητα σημαντικής αύξησης της ζήτησης για επενδύσεις σε διάφορους τομείς, προστίθεται. Αναφερόμενος στον στόχο της μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων κατά τουλάχιστον 1% του ΑΕΠ, ο συγγραφέας της έκθεσης σημειώνει ότι η κυβέρνηση έχει δηλώσει ότι θα επιδιώξει τις μειώσεις ως μέρος μιας συμφωνηθείσας διαδικασίας με τους επίσημους πιστωτές της Ελλάδας η οποία θα λάβει υπόψη την εφαρμογή άλλων μεταρρυθμίσεων και τα δημοσιονομικά και αναπτυξιακά αποτελέσματα. Κάτι τέτοιο, συμπληρώνει, θα μειώσει τον κίνδυνο μιας έντονης επιδείνωσης των σχέσεων με τους επίσημους πιστωτές.