Το όνομά του πέφτει στο τραπέζι των συσκέψεων μαζί με τη φράση «Τις προάλλες ήταν στο Μέγαρο Μαξίμου» και την ανάθεση του θέματος στην αφεντιά μου: «Αυτό είναι για σένα». Είναι ακόμη Τρίτη, «έχω πολύ χρόνο μπροστά μου», σκέφτομαι σιγοτραγουδώντας: «Γίνομαι, ένα μ’ όλους γίνομαι, κύκλος και ανοίγομαι». Λίγο μετά πληκτρολογώ στο κινητό τον αριθμό του τηλεφώνου του: «Εντάξει, καρδιά μου, να τα πούμε αύριο το απόγευμα στην Αγία Βαρβάρα, αλλά δεν ξέρω τι ώρα. Πάρε με το πρωί». Του τηλεφωνώ: «Αγάπη μου, πρέπει να πάω σε μια κηδεία. Υπολογίζω να βρεθούμε γύρω στις 5».

Οδηγώ προς την Αγία Βαρβάρα, χάνομαι, βρίσκομαι, φτάνω, παρκάρω σε κάποιον κεντρικό δρόμο, η άφιξή μου μετατρέπεται σε αναχώρηση: «Λατρεία μου, δεν θα μπορέσω. Δεν ξέρω μέχρι τι ώρα θα κλαίμε τον νεκρό κι ύστερα έχω κάποια ραντεβού που δεν αναβάλλονται με τίποτα. Ισως αύριο, πάρε με το πρωί». Θέλω να κλάψω. Να γυρίσω ξυπόλυτη όλη την περιοχή ικετεύοντας μήπως και κάποιος με λυπηθεί και μου κλείσει το πολυπόθητο ραντεβού, κι αν δεν τα καταφέρω, να τρυπώσω σε κάποιο τσαντίρι και να παρηγορηθώ με τραγούδια και χορούς.

Βαθιά ανάσα, ακόμη ένας μαραθώνιος τηλεφωνημάτων, «να τα πούμε στο Σύνταγμα», λίγο μετά το Σύνταγμα γίνεται Αγία Βαρβάρα, «μη φέρεις φωτογράφο μαζί, δεν είναι καλά τα μαλλιά μου, πες του να έρθει Παρασκευή, άντε καλά, φέρ’ τον…». Απόγευμα Πέμπτης κατεβαίνω τα σκαλοπάτια που οδηγούν στο προσωπικό του ησυχαστήριο: «Τέτοια ταλαιπωρία δεν έχω φάει ποτέ από άντρα στη ζωή μου», του λέω μόλις τον αντικρίζω. «Τέτοιο πέσιμο δεν έχω φάει ποτέ από γυναίκα στη ζωή μου», μου απαντά παίζοντας ένα τραγούδι στην κιθάρα…

Στέκομαι απέναντί του αμίλητη. Είναι συγκλονιστικός. Η φωνή του, οι εντάσεις του, το πάθος του, με κάνουν να αισθάνομαι πως βρίσκομαι σε συναυλία, όχι σε κάποιο υπόγειο της Αγίας Βαρβάρας. Υποκλίνομαι, σκύβει το κεφάλι σαν καλλιτέχνης άλλης εποχής, «είμαι ευλογημένος», μου λέει, «θέλεις να πάμε στο απέναντι μαγαζί; Είναι ήσυχα, δεν θα μας ενοχλήσει κανείς». Παραγγέλνει ελληνικό καφέ με «μαύρη ζάχαρη, παρακαλώ, γιατί είμαι ρατσιστής», συνωμοτικό κλείσιμο ματιού, «το χιούμορ είναι η αρχή των πάντων».

paiterhw.jpg

«Γνωρίζετε πόσα χρήματα έχουν έρθει απέξω προκειμένου οι τσιγγάνοι να φύγουν από τα τσαντίρια και έχουν χαθεί στον δρόμο; Ψάξατε σε ποιες τσέπες έχουν καταλήξει; Οχι. Γιατί είναι γύφτοι και δεν σας ενδιαφέρει…»

Το λουστράκι της Δραπετσώνας και ο έρωτας για μια 12χρονη

Οι παραγγελίες φτάνουν στο τραπέζι, μια γουλιά καφέ, μια πρόταση που ξεκινά με τη λέξη «πολιτική»: «Οχι, σε παρακαλώ. Μη με πας εκεί για αρχή. Για μένα θέλω να μιλήσουμε πρώτα, για τη ζωή μου. Θέλεις να με δεις παιδί;». Θέλω.

Πρώτη στάση στη Δραπετσώνα, «κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου/ εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί»: «Εκεί γεννήθηκα. Η μητέρα μου, η Αικατερίνη Κάρμεν είχε μία συγκλονιστική φωνή. Με νανούριζε με αμανέδες, η καταγωγή της κρατούσε από μουσική οικογένεια της Αιτωλοακαρνανίας. Τρύπωσε η φωνή της μέσα μου, μου έσκισε τα σωθικά κι από εκεί βγήκε ένας μουσικός. Ο πατέρας μας ήταν γυρολόγος. Γυρνούσε τις γειτονιές πουλώντας χαλιά και κιλίμια. Μαζί έκαναν οκτώ παιδιά, πέντε απομείναμε. Δύσκολα χρόνια τότε. Πόλεμος, κακουχίες, φτώχεια, που ξερνοβολούσαν όμως μέσα μας ένα απίστευτο πείσμα για ζωή. Για να βοηθήσω έπρεπε να δουλέψω κι εγώ. Στα έξι μου πήρα ένα κασελάκι και γύρναγα ως λουστράκι τις γειτονιές. Ηθελα να μάθω γράμματα, αλλά και το Δημοτικό που έβγαλα ήταν πολύ για μας. Στα οκτώ μου χρόνια ήξερα πλέον ότι κάποτε θα γινόμουν τραγουδιστής. Επαιζαν τα παιδιά μπάλα στις αλάνες “Ελα, ρε Βασίλη”, μου φώναζαν κι εγώ εκεί, να γρατζουνάω μια μικρή κιθάρα, το κιθαρόνι μου. Μόνος μου έμαθα να παίζω και να σκαρώνω στίχους και μελωδίες. Κανείς δεν με βοήθησε παρά μόνο ο Θεός».

Στη συνέχεια γνώρισα τη Μαίρη με την οποία κάναμε ένα παιδί, τον Βασίλη, που έγινε πολιτικός επιστήμονας, με άφησε κι αυτή. Ο τρίτος γάμος μου και η τέταρτη γυναίκα της ζωής μου με την οποία είμαστε μέχρι σήμερα μαζί είναι η Ελεάνα. Τη γνώρισα όταν εργαζόταν ως χορεύτρια σε κάποιο γκρουπ, αγαπηθήκαμε, η μεγάλη διαφορά ηλικίας -εκείνη είναι σήμερα 38 κι εγώ 69- δεν στάθηκε εμπόδιο

Ο ήχος του τηλεφώνου διακόπτει την κουβέντα μας: «Ελα, γιε μου. Ναι, ψιλά έχω, χοντρά δεν έχω. Ελα από δω να σου δώσω». Το όμορφο αγόρι, ο «καλύτερος μπαλαδόρος και ο πρώτος μαθητής της περιοχής» μετατοπίζει άθελά του την κουβέντα μας στο θέμα του έρωτα: στις γυναίκες που χάρισαν επτά παιδιά στον αιώνιο έφηβο Βασίλη Παϊτέρη: «Τον πρώτο μου μεγάλο έρωτα τον συνάντησα στα 18 μου. Η Ανθούλα ήταν τότε 12 χρονών, όχι, δεν ήταν τσιγγάνα, καμία γυναίκα μου δεν ήταν τσιγγάνα. Η ζωή τα ’φερε έτσι, στον έρωτα δεν κάνεις επιλογές. Λίγο μετά τη γνωριμία μας, πήγα φαντάρος, πρώτα στη Σύρο κι ύστερα στα σύνορα της Αλβανίας. Κάποια χρόνια αφότου απολύθηκα είπα στον πατέρα μου να πάμε να τη ζητήσουμε. Εκείνος δεν ήθελε, “να αφιερωθείς στην τέχνη σου”, μου είπε. “Δεν είσαι για παντρειές”. Εβαλα λοιπόν το κοστουμάκι μου, πήρα μία ανθοδέσμη, πήγα στους δικούς της, πήρα την απάντηση “τη μοναχοκόρη μας δεν θα τη δώσουμε σε σένα” κι ύστερα την έκλεψα. Πήγαμε στην Κρήτη, κάναμε την κόρη μας τη Μαίρη, εγώ δούλευα το πρωί στα μπετά και το βράδυ τραγουδούσα σε διάφορα μαγαζιά. Μετά από τρία χρόνια γυρίσαμε στην Αθήνα, νοικιάσαμε ένα σπίτι στην Αγία Βαρβάρα, δούλευα σε κάποιες μπουάτ της Πλάκας, η νύχτα έγινε μέρα και η μέρα νύχτα, η Ανθούλα με παράτησε.

Μετά από λίγα χρόνια παντρεύτηκα την καθηγήτρια πιάνου και παιδί-θαύμα Πάολα Κομίνη, ανιψιά του δημοσιογράφου Λυκούργου Κομίνη, και κάναμε τρία παιδιά, την Κάρμεν που σήμερα είναι δασκάλα, τον Αλέξανδρο και τον Θάνο, που ακολούθησαν το δικό μου επάγγελμα. Μετά από επτά χρόνια με εγκατέλειψε κι αυτή. Δεν με άντεξε.

Στη συνέχεια γνώρισα τη Μαίρη με την οποία κάναμε ένα παιδί, τον Βασίλη, που έγινε πολιτικός επιστήμονας, με άφησε κι αυτή. Ο τρίτος γάμος μου και η τέταρτη γυναίκα της ζωής μου με την οποία είμαστε μέχρι σήμερα μαζί είναι η Ελεάνα. Τη γνώρισα όταν εργαζόταν ως χορεύτρια σε κάποιο γκρουπ, αγαπηθήκαμε, η μεγάλη διαφορά ηλικίας -εκείνη είναι σήμερα 38 κι εγώ 69- δεν στάθηκε εμπόδιο. Μαζί αποκτήσαμε δύο παιδιά, τον Λίνο και τον Αγγελο, 14 και 11 χρονών σήμερα. Εχω λοιπόν επτά παιδιά κι αν ο Θεός θελήσει να μου δώσει ακόμη ένα, καλοδεχούμενο».

«Την κλεψιά στο DNA τους την έχουν οι πλούσιοι, οι επιχειρηματίες και οι πολιτικοί, που ενώ έχουν τα πάντα κλέβουν τον λαό και δεν τιμωρούνται ποτέ. Οι τσιγγάνοι κλέβουν επειδή πεινάνε, επειδή δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, όχι επειδή γεννήθηκαν κλέφτες»

Η φράση «μεγάλος καρδιοκατακτητής» συνοδεύει το χαμόγελό μου, το δικό του όμως μοιάζει πικρό: «Μπα. Εγώ σε όλες τις γυναίκες μου είχα πει ότι δεν πρέπει να παντρευτούμε. Πως η δουλειά μου είναι δύσκολη, ότι δεν είμαι άντρας για σπίτι, πως η νύχτα είναι αφύσικη για οικογένεια. Ολες τους μου λέγανε στην αρχή “δεν με νοιάζει. Κάνε μου ένα παιδί. Εγώ θα αφιερωθώ στο παιδί κι εσύ στη δουλειά σου”, στη συνέχεια όμως το πράγμα άλλαζε. Ζήλιες, σκηνές, φωνές, τσακωμοί… Κάποια με γρατζούναγε από τα νεύρα της στον ύπνο μου, άλλη με κλείδωνε έξω από το σπίτι φωνάζοντας: “Να πας να κοιμηθείς μ’ αυτή που γύρναγες μέχρι τώρα”. Καμία γυναίκα δεν εγκατέλειψα ποτέ στη ζωή μου. Εκείνες με άφησαν. Στα παιδιά μου ήμουν πάντα δίπλα. Τα βοήθησα και τα βοηθάω μέχρι σήμερα. Δεν ξέρω αν υπήρξα καλός σύζυγος, καλός πατέρας όμως ήμουν σίγουρα. Δύο πράγματα λάτρεψα στη ζωή μου: τα παιδιά μου και την κιθάρα μου».

pappaaaaa.jpg

Με τον υπουργό Ψηφιακής Πολιτικής και Ενημέρωσης Νίκο Παππά στην πρόσφατη συγκέντρωση του ΣΥΡΙΖΑ, στο Ολυμπιακό Κέντρο του Γαλατσίου

Ο βασιλιάς της κιθάρας με τις 250 μηνύσεις και τα 30 χρόνια φυλακή

Επιστροφή στον πιτσιρικά με την κιθάρα που από πάντα γνώριζε ότι με εκείνη δεν θα χώριζε ποτέ. Στον «γύφτο» που έφτυσε αίμα για να ενσωματωθεί στην κοινωνία και να ανέβει σε κάποιο από τα πιο ψηλά σκαλοπάτια της μουσικής σκηνής της: «Από παιδί με κορόιδευαν, με έλεγαν “γύφτο” κι αυτό που με πονάει είναι ότι οι ίδιες κοροϊδίες εκδηλώνονται ακόμη και σήμερα απέναντι στα παιδιά μας. Τόσα χρόνια μετά και τίποτα δεν έχει αλλάξει. Οχι. Δεν έβγαινα συχνά εκτός εαυτού. Δύο φορές μόνο στον στρατό ξεπέρασα τα όριά μου με δύο τύπους. Τον έναν τον πέταξα μέσα σ’ ένα σιντριβάνι και τον άλλον τον “περιποιήθηκαν” οι θαμώνες ενός καφενείου όταν γύρισε και μου είπε ότι αυτός, που είχε πάρει τρελόχαρτο, θα “περιποιούνταν” τις γυναίκες μας όσο εμείς οι γύφτοι υπηρετούσαμε την πατρίδα. Και στη δουλειά δέχτηκα πόλεμο για το χρώμα μου, για το ταλέντο μου, για τη φωνή μου που κάλυπτε εκείνες των άλλων. Δεν το έβαλα όμως κάτω. Πάλεψα και κατάφερα να συνεργαστώ με τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού τραγουδιού, ένα φεγγάρι έκανα το μαγαζί μου, έβγαλα πολλά λεφτά, τίποτα δεν μου έμεινε, 580.000 ευρώ χρωστάω σήμερα στην εφορία».

Παρατηρώ πόσο ήσυχα προφέρει αυτό το χρέος, πόσο ήρεμα αντιμετωπίζει το γεγονός της αφραγκίας: «Περαστικοί είμαστε, κούκλα μου, από αυτή τη ζωή. Τίποτα δεν με νοιάζει να μείνει πίσω. Τίποτα δεν θα πάρουμε μαζί μας, όλα εδώ θα μείνουν…».

Επιμένω στο χρέος και στη φήμη που πλανάται γύρω από το πρόσωπό του για 30 χρόνια φυλακή που μετατράπηκαν σε κοινωφελή εργασία: «Το 1976 είχα αγοράσει ένα οικόπεδο πάνω στο βουνό, στην Αγία Βαρβάρα, και στις αρχές του 2000 ξεκίνησα να φτιάχνω το κάστρο μου. Από τότε άρχισαν να μου την πέφτουν με μηνύσεις, λες και μόνο εγώ έχτισα εκτός σχεδίου, οι οποίες συνολικά έφτασαν τις 250. Τελικά μου επιβλήθηκε ως χρηματική ποινή ένα πόσο που σήμερα αγγίζει τα 580.000 ευρώ και 30 χρόνια φυλακή. Η φυλακή μετατράπηκε σε κοινωφελή εργασία, έχω κάνει 12 χρόνια συνολικά στον Δήμο Παλαιού Φαλήρου και Ιλίου, ενώ πρόσφατα μπήκε σε ρύθμιση το χρέος στην εφορία. Σήμερα προσφέρω κοινωφελή εργασία σε κάποια ΜΚΟ βοηθώντας γεροντάκια. Μια χαρά τα καταφέρνω. Παρότι από τα 38 μου έως σήμερα έχω κάνει κι εγώ δεν ξέρω πόσες επεμβάσεις στην καρδιά, αισθάνομαι παλικάρι. Δεν πίνω, δεν καπνίζω, τρώω μόνο ωμά φρούτα και λαχανικά, τίποτα ψητό, τηγανητό ή βραστό. Κρέας θα φάω μόνο ένα κομματάκι μία φορά τη βδομάδα. Οφείλω να είμαι σε φόρμα για την οικογένειά μου, για τα όποια χρέη μου και για τους αγώνες μου στην πολιτική».

«Και στη δουλειά δέχτηκα πόλεμο για το χρώμα μου, για το ταλέντο μου, για τη φωνή μου, που κάλυπτε εκείνες των άλλων. Δεν το έβαλα όμως κάτω. Πάλεψα και κατάφερα να συνεργαστώ με τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού τραγουδιού, ένα φεγγάρι έκανα το μαγαζί μου, έβγαλα πολλά λεφτά, τίποτα δεν μου έμεινε, 580.000 ευρώ χρωστάω σήμερα στην εφορία»

Τους έφερνε ψήφους, αλλά μετά τον ξέχναγαν

Η κουβέντα μας φτάνει στη μαγική λέξη: «πολιτική». Αυτή στην οποία ο Βασίλης Παϊτέρης μπήκε το 1996. Εκτοτε, άκουσε από τα χείλη πολιτικών αρχηγών πολλές υποσχέσεις, έτρεξε, πάλεψε, έφερε ψήφους και οπαδούς, κι όταν τα φώτα της νίκης άναψαν, εκείνος πετάχτηκε… νύχτα στον κάλαθο των αχρήστων. Για τη βιτρίνα της όποιας παράταξης κρινόταν αναγκαίος, οι «πελάτες» Ρομά «κερδοφόροι», κάθε φορά ωστόσο που το «μαγαζί» ξεπουλούσε εκείνος βρισκόταν ουσιαστικά χωρίς τη δουλειά που του είχαν τάξει: «Ποια ήταν αυτή η δουλειά; Αυτό που ήθελα και που είχα ζητήσει από όλους τους πολιτικούς δεν ήταν τίποτε άλλο πέρα από το να πάνε τα παιδιά των τσιγγάνων υποχρεωτικά στο σχολείο.

Οταν ένα παιδί δεν πηγαίνει σχολείο και οι δικοί του το παντρεύουν στα 12 -γιατί κι αυτοί έτσι έχουν μάθει από τους δικούς τους γονείς- δεν έχει στόχο στη ζωή του. Κι όταν δεν έχεις στόχο στη ζωή σου θα καταλήξεις είτε ζητιάνος είτε κλέφτης. Τότε βέβαια ο νόμος θα εφαρμοστεί. Θα πας φυλακή, θα βγεις χειρότερος και ο κύκλος της παρανομίας θα μεγαλώσει ακόμη περισσότερο. Πώς να υποχρεώσει το κράτος τους γονείς να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο; Να πιάσει κάποιους από αυτούς να τους κλείσει για ένα διάστημα μέσα, να δείτε για πότε θα παραδειγματιστούν και οι άλλοι και θα στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο.

Οχι. Δεν έχουμε την κλεψιά στο DNA μας. Την κλεψιά στο DNA τους την έχουν οι πλούσιοι, οι επιχειρηματίες και οι πολιτικοί, που ενώ έχουν τα πάντα κλέβουν ασύστολα τον λαουτζίκο και δεν τιμωρούνται ποτέ. Οι τσιγγάνοι κλέβουν επειδή πεινάνε, επειδή δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, επειδή δύσκολα τους παίρνουν στις δουλειές, όχι επειδή γεννήθηκαν κλέφτες. Αν ζούσατε σε μια σκηνή χωρίς φως και νερό, δεν βρίσκατε δουλειά και το παιδί σας πεινούσε, δεν θα κλέβατε; Θα κλέβατε!». Η φωνή του τώρα αλλάζει κλίμακα. Γίνεται πιο έντονη, «ζωγραφισμένη» με παράπονο: «Το ξέρετε ότι στις λαϊκές δίνουν άδειες σε ξένες φυλές εκτός από τους τσιγγάνους που είναι Ελληνες; Γι’ αυτό είναι όλοι παράνομοι. Ο Ελληνας τσιγγάνος ούτε σκοτώνει, ούτε βιάζει. Κλέβει γιατί κανείς δεν του δίνει το δικαίωμα της επιβίωσης. Γνωρίζετε πόσα χρήματα έχουν έρθει απέξω προκειμένου οι τσιγγάνοι να φύγουν από τα τσαντίρια και έχουν χαθεί στον δρόμο; Ψάξατε σε ποιες τσέπες έχουν καταλήξει; Οχι. Γιατί είναι γύφτοι και δεν σας ενδιαφέρει…».

«Οποιος δεσμευτεί απέναντι στους Ρομά, μ’ αυτόν θα πάω»

Το παράπονό του μετατρέπεται τώρα σε αγωνία. Ετσι λέει. Δεν τον νοιάζει που τον αποκαλούν «γυρολόγο της πολιτικής» – κι έχει δίκιο αν αναλογιστεί κανείς τις μετακινήσεις των πολιτικών, κάτι σαν transfers σε αίθουσες αναμονής αεροδρομίων. Γι’ αυτούς το πέταγμα στην εξουσία είναι ο σκοπός, οι ενδιάμεσες πτήσεις τούς αφήνουν αδιάφορους. Γι’ αυτό και ο Παϊτέρης είναι ίσως ο τιμιότερος όλων: προσπαθεί να λύσει τα προβλήματα της φυλής του χωρίς να επιλέγει κόμμα βάσει ιδεολογικών διακηρύξεων και επαναλαμβάνει: «Οποιος δεσμευτεί απέναντί μου, μ’ αυτόν θα πάω».

Του υπενθυμίζω ότι κατά καιρούς πολλοί έχουν δεσμευτεί απέναντί του, ποιος από αυτούς κράτησε όμως τον λόγο του; «Κανείς», απαντά κοφτά και συνεχίζει: «Το 1996 κατέβηκα με τον Τσοβόλα ως υποψήφιος στο Υπόλοιπο Αττικής. Τότε, έβγαζα 300.000 δραχμές την ημέρα, δεν μπήκα στην πολιτική για να βγάλω χρήματα. Ηταν μία εποχή τραγική για τους τσιγγάνους. Να φανταστείς ότι πατούσαν παιδιά στα φανάρια με το αυτοκίνητο, τα έβαζαν στο πορτμπαγκάζ και τα πετούσαν… Με βρήκε λοιπόν ο Τσοβόλας και μου είπε ότι θα κάνει τα πάντα για να πάνε τα παιδιά στο σχολείο. Τον πίστεψα. Πήγα από την Κομοτηνή μέχρι την Κρήτη και φώναζα “Να ψηφίσετε ΔΗΚΚΙ”. Το σπίτι μου είχε να με δει μήνες, τότε με παράτησε η πρώτη μου γυναίκα. Οταν μπήκε στη Βουλή, για μένα, που εγώ τον έβαλα εκεί, δεν έκανε απολύτως τίποτα.

Το 2000 μού κολλάει ο Σκανδαλίδης, που ’χε το γραφείο του απέναντι από το “Rex” όπου έκανα πρόβες με τον Σφακιανάκη. Μου είπε ότι είναι διαφορετικός, τον πίστεψα, μου υποσχέθηκε ότι θα φροντίσει να πάνε τα παιδιά σχολείο και πως θα δώσει δάνεια προκειμένου να φύγουν οι τσιγγάνοι από τους καταυλισμούς. Οργωσα πάλι όλη την Ελλάδα, εγώ ήμουν η αιτία που βγήκε τότε το ΠΑΣΟΚ. Τελικά, δεν έκανε τίποτα για τα παιδιά, ενώ έδωσε κάτι ανεξέλεγκτα δάνεια με τα οποία μόνο το 10% πήρε σπίτια. Στη συνέχεια, το 2004 δίνω τα χέρια με τον Καραμανλή. Μου είπε να μην ανησυχώ για τα παιδιά και πως οι δήμαρχοι θα δώσουν χώρους προκειμένου οι τσιγγάνοι να φύγουν από τα τσαντίρια και να χτίσουν σπίτια. Αντε πάλι να γυρίζω την Ελλάδα για να φέρω ψήφους στο κόμμα. Βγαίνει τελικά η Ν.Δ. και παθαίνουμε τα ίδια. Το 2007 με ξαναπαραμυθιάζουν ότι δήθεν δεν τους έφτασε ο χρόνος, τους στηρίζω, βγαίνει η Ν.Δ., πάλι τίποτα. Μου την κάνει ξανά ο Καραμανλής.

«Το 2014 γνωρίζω στην Κουμουνδούρου τον Αλέξη, τον Βίτσα και τον Παππά. Τους λέω ότι οι προηγούμενοι με έχουν κοροϊδέψει, με έχουν στύψει σαν λεμονόκουπα. Τους ζήτησα να με βάλουν υποψήφιο στη Β’ Αθηνών, οι θέσεις είχαν κλείσει, μου αντιπρότειναν το Υπόλοιπο Αττικής, τους είπα όχι. Αντ’ αυτού ζήτησα στον Τσίπρα να με κάνει ειδικό σύμβουλό του για τα θέματα των Ρομά. Είπε ναι. Πήγα σε ολόκληρη την Ελλάδα και μιλούσα υπέρ του, σύμβουλο δεν με έκανε ποτέ»

Με πιάνει νευρικό γέλιο. Δεν γελάς πάντα με το αστείο, ενίοτε η κοροϊδία σού προκαλεί, αντί δακρύων, αψυχολόγητο γέλιο. Τώρα στέκομαι στην εμφάνιση του Βασίλη Παϊτέρη στην πρόσφατη συγκέντρωση του ΣΥΡΙΖΑ στο Ολυμπιακό Κέντρο του Γαλατσίου. Στις φωτογραφίες του με τον Νίκο Παππά και την Ολγα Γεροβασίλη, στους εναγκαλισμούς με τον Παύλο Πολάκη. Και ύστερα στην παρουσία του στο Μέγαρο Μαξίμου σε εκδήλωση υπό τον πρωθυπουργό για την Ημέρα των Ρομά. «Μετά από όλα αυτά που έχετε βιώσει δεν είναι δυνατόν να πιστεύετε σε υποσχέσεις», του λέω αυθόρμητα. Η απάντησή του με διαψεύδει στα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα: «Παρότι ο Τσίπρας δεν με έκανε σύμβουλό του ήταν ο μόνος πρωθυπουργός που έσκυψε έστω και λίγο πάνω από τα προβλήματα των Ρομά, που έδειξε κάποια ευαισθησία. Εδωσε ένα ΚΕΑ (σ.σ.: Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης) προκειμένου να έχουν ένα πιάτο φαγητό άνθρωποι τελείως ανήμποροι και άνοιξε τα νοσοκομεία σε όλους μας χωρίς το παραμικρό αντίτιμο. Επίσης είναι ο μοναδικός πρωθυπουργός στην Ελλάδα, και εύγε του, που δέχθηκε Ρομά στο Μέγαρο Μαξίμου και συμπεριέλαβε δικό μας πρόσωπο, τη Μαρία Τζαμπάζη, στο ευρωψηφοδέλτιο.

Με ρωτάτε αν θα πάω μαζί του. Αύριο Δευτέρα έχουμε ένα ραντεβού, θα μιλήσουμε κι αν συμφωνήσουμε ότι θα βοηθηθούν οι Ρομά μέσα από συγκεκριμένες ενέργειες τότε θα τον στηρίξω και θα οργώσω για χάρη του όχι μόνο την Ελλάδα αλλά και το εξωτερικό. Δεν είμαστε αχάριστοι. Εμείς οι Ρομά είμαστε οι απόγονοι του ειδικού στρατού του Μεγάλου Αλεξάνδρου, καθαρόαιμοι Ελληνες και περήφανοι άνθρωποι. Δώστε μας τουλάχιστον την ευκαιρία να σας το αποδείξουμε. Και κάτι τελευταίο. Εμένα δεν με ενδιαφέρει η ιδεολογική ταυτότητα του κάθε πολιτικού αλλά τα έργα του. Τι απαντώ σε εκείνους που με αποκαλούν γυρολόγο; “Κάτι τρέχει στα γύφτικα!”. Εγώ, βλέπετε, δεν είμαι γυρολόγος αλλά αληθινός Ρομά».

Πηγή: protothema.gr