της Μαριάννας Τζάννε

Στα …σκουπίδια και επισήμως πετά τον υφιστάμενο σχεδιασμό για τα τέσσερα εργοστάσια απορριμμάτων η Περιφερειάρχης Αττικής κ. Ρένα Δούρου, επιλέγοντας ένα αποκεντρωμένο μοντέλο διαχείρισης που τον πρώτο λόγο θα έχουν οι πολίτες και οι δήμοι σε αγαστή συνεργασία με την κυβέρνηση και την ΕΕ.

Το σχέδιο της κ. Δούρου προβλέπει την δημιουργία τοπικών σχεδίων διαχείρισης, που θα ενταχθούν σε ένα περιφερειακό σχεδιασμό καθώς ο υφιστάμενος ΠΕΣΔΑ χαρακτηρίζεται πεπερασμένος και έξω από τα ευρωπαϊκά και εθνικά πλαίσια. Όπως έχει υποστηρίξει μάλιστα η κατασκευή των εργοστασίων με ΣΔΙΤ στα οποία συμμετείχε η αφρόκρεμα των τεχνικών εταιρειών της χώρας, θα απαιτούσε τρία χρόνια και μέχρι τότε τα απορρίμματα θα πήγαιναν στην Φυλή που η κ. Δούρου έχει ανακοινώσει ότι θα κλείσει.

Η στρατηγική που θα ακολουθήσει η Περιφέρεια αναμένεται να αποσαφηνιστεί έως τον προσεχή Ιούνιο, μέσα από διαβούλευση που ξεκίνησε χθες η μεγαλύτερη περιφέρεια της χώρας στο πλαίσιο τριήμερου συνεδρίου για τα απορρίμματα. Έμφαση θα δοθεί στην διαλογή, την ανακύκλωση και την κομποστοποίηση μέσα από ευρεία διαβούλευση με την τοπική αυτοδιοίκηση, την επιστημονική κοινότητα, την ΠΟΕ ΟΤΑ και τις περιβαλλοντικές οργανώσεις. Ωστόσο μέγα ζητούμενο είναι πως θα μοιραστούν και με ποια κριτήρια τα περίπου 2 εκ. τόνοι απορριμμάτων που παράγει το λεκανοπέδιο Αττικής.

Η πολιτική Δούρου διαφοροποιείται πλήρως πάντως από τα έργα στην υπόλοιπη χώρα που σε πολλές περιοχές ο σχεδιασμός βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο όπως την Κοζάνη, την Πελοπόννησο και την Ηλεία που υπάρχουν ανάδοχοι για τις μονάδες διαχείρισης. Ο αναπληρωτής υπουργός Περιβάλλοντος κ. Γιάννης Τσιρώνης δήλωσε κατά τις προγραμματικές του δηλώσεις στην βουλή ότι θα επανεξεταστούν ακόμη και οι διαγωνισμοί που είναι σε εξέλιξη.

Ωστόσο, δεν έκρυψε ότι πρωταρχικός στόχος της κυβέρνησης είναι να αποφύγει την πληρωμή προστίμων που έχει επιδικάσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για την λειτουργία των παράνομων χωματερών με το σφράγισμα των ΧΑΔΑ, αφήνοντας να εννοηθεί ότι οι Βρυξέλλες θα είναι πιο χαλαρές στην εφαρμογή της απόφασης εφόσον η χώρα “δείξει καλή διαγωγή”.