Toυ Αλέξανδρου Κασιμάτη

Επιδεινώνονται συνεχώς και σταθερά οι συνθήκες ρευστότητας για τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες εξαρτώνται πλέον από το Emergency Liquidity Assistance (ELA), το έκτακτο πρόγραμμα χρηματοδότησης μέσω της Τραπέζης της Ελλάδος. Ολα τα repos που είχαν οι ελληνικές τράπεζες με ξένες -και τα οποία υπολογίζονταν συνολικά σε περίπου 3 δισ. ευρώ- έληξαν και έτσι οι ξένες τράπεζες απέσυραν τη ρευστότητα που είχαν διαθέσει.

Σημειώνεται ότι πρόκειται για επανάληψη του σκηνικού που είχε ζήσει η τραπεζική αγορά στα τέλη του 2010. Τότε πρώτη η Εθνική Τράπεζα με 5 δισ. και εν συνεχεία η Εurobank με 3 δισ. ευρώ είχαν ανοίξει την κλειστή λόγω χρεοκοπίας – μνημονίου αγορά των διατραπεζικών repos. Το 2011 η κατάσταση στη χώρα χειροτέρεψε και οι ξένες τράπεζες απέσυραν τα κεφάλαια που δάνειζαν στις ελληνικές με repos. Ακριβώς το ίδιο συνέβη και πάλι το τελευταίο διάστημα, με αποτέλεσμα η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών να δεχτεί πλήγμα περίπου 3 δισ. ευρώ. Μια θετική ωστόσο εξέλιξη καταγράφηκε στο μέτωπο της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών από πλευράς Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Συγκεκριμένα, η επιτροπή αποφάσισε να παρατείνει για περίοδο έξι μηνών τα προγράμματα εγγυήσεων και ομολογιακών δανείων για τα πιστωτικά ιδρύματα της Ελλάδας και της Κύπρου. Ενα μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές τράπεζες είναι ότι την 1η Μαρτίου 2015 η ΕΚΤ σταματά να κάνει δεκτά ως ενέχυρο τα ομόλογα που εκδίδουν με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου.

Πρόκειται για ομόλογα που εκδόθηκαν βάσει του νόμου Αλογοσκούφη του 2008 για τη στήριξη των τραπεζών και έχουν την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου. Τα συγκεκριμένα ομόλογα -συνολικής αξίας περίπου 40 δισ. ευρώ- είναι ενεχυριασμένα στην ΕΚΤ και οι ελληνικές τράπεζες έχουν αντλήσει και διατηρούν ρευστότητα περίπου 20 δισ. ευρώ. Σε ανύποπτο χρόνο, και συγκεκριμένα τον Μάρτιο 2013, η ΕΚΤ είχε αποφασίσει και ανακοινώσει ότι δεν θα κάνει δεκτά πλέον ομόλογα που έχουν την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου και η εφαρμογή του μέτρου ξεκινά από την 1η Μαρτίου 2015.

Η Κομισιόν όμως αποφάσισε -για την Ελλάδα και την Κύπρο- να παρατείνει για έξι μήνες (μέχρι τον Ιούνιο) τη «ζωή» των συγκεκριμένων ομολόγων. Η παράταση που δίνεται σταθερά κάθε έξι μήνες τα τελευταία χρόνια βασίζεται σε έγκριση που δίνει η Επιτροπή Ανταγωνισμού της Ε.Ε. (D.G. Comp) ότι η εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση. Η ΕΚΤ όμως -παρά την απόφαση της Κομισιόν- δεν πρόκειται από την 1η Μαρτίου 2015 να κάνει αποδεκτά ως ενέχυρο τα συγκεκριμένα ομόλογα.

Στο πλαίσιο αυτό, οι τράπεζες θα υποχρεωθούν να μετακυλίσουν τα συγκεκριμένα ομόλογα στο πρόγραμμα χρηματοδότησης ELA μέσω της Τραπέζης της Ελλάδος, στο οποίο ούτως ή άλλως θα έχουν ενταχθεί πολύ νωρίτερα. Ανοιχτό είναι το θέμα ένα μέρος τουλάχιστον των ομολόγων του πυλώνα 2 του προγράμματος Αλογοσκούφη να αντικατασταθεί με καλυμμένες ομολογίες των τραπεζών. Ωστόσο, σχετική απόφαση δεν έχει ληφθεί. Συνεπώς, εφόσον τελικά υπάρξει απόφαση να δεχτεί η ΕΚΤ καλυμμένες ομολογίες των ελληνικών τραπεζών, θα πρέπει να περιμένουμε και την αποτίμηση που θα δοθεί.

Η υπαγωγή των ελληνικών τραπεζών στο ΕLA υπό τις παρούσες συνθήκες είναι μονόδρομος. Το κόστος χρήματος θα ανεβεί για τις ελληνικές τράπεζες καθώς σήμερα αντλούν χρηματοδότηση από την ΕΚΤ με επιτόκιο 0,05%. Στον ΕLA το επιτόκιο είναι υψηλότερο και διαμορφώνεται σε 1,55%. Να σημειωθεί ότι οι εγγυήσεις του Δημοσίου που χρησιμοποιούν σήμερα οι τράπεζες βάσει των προβλεπόμενων για τον δεύτερο πυλώνα του σχεδίου Αλογοσκούφη έχουν επιπλέον επιβάρυνση για τις τράπεζες 100 μονάδες βάσης. Αυτό σημαίνει ότι σήμερα οι ελληνικές τράπεζες για τη ρευστότητα που αντλούν από την ΕΚΤ βάσει των συγκεκριμένων ομολόγων επιβαρύνονται με 1,05% και με την ένταξη στον ΕLA η επιτοκιακή επιβάρυνση θα φτάσει το 2,55%. Με την υπαγωγή στο ΕLA η Τράπεζα της Ελλάδος αναλαμβάνει το κόστος και τους κινδύνους που ενδέχεται να προκύψουν από την παροχή της έκτακτης ρευστότητας. Ομως η χρηματοδότηση του ΕLA δίνεται με όρους και προϋποθέσεις. Το Δ.Σ. της ΕΚΤ μπορεί να περιστείλει τις πράξεις έκτακτης ρευστότητας μέσω ELA αν κρίνει -με πλειοψηφία 2/3- ότι παρακωλύει στόχους και καθήκοντα του Ευρωσυστήματος.

Το Δ.Σ. της ΕΚΤ προκειμένου να αξιολογεί αν πρέπει να δοθεί η όχι ΕLA θα πρέπει να ενημερώνεται εγκαίρως. Η Τράπεζα της Ελλάδος το αργότερο εντός δύο ημερών θα αναφέρει σε ποια τράπεζα έδωσε, πόσα χρήματα, πότε θα επιστραφούν, τους λόγους που το έκανε, την πιστοληπτική αξιολόγηση της τράπεζας, τυχόν συστημικές επιδράσεις κ.λπ. Η ΤτΕ για ορισμένα από αυτά τα στοιχεία θα αναφέρεται καθημερινά στην ΕΚΤ, η οποία μπορεί να ζητάει ό,τι επιπλέον πληροφορίες κρίνει. Σε περίπτωση όπου η ρευστότητα που δίνεται σε μια τράπεζα ξεπερνά τα 500 εκατ. ευρώ, η ΤτΕ είναι υποχρεωμένη να ενημερώσει εκ των προτέρων την ΕΚΤ και να λάβει σχετική άδεια. Αν συνολικά μια τράπεζα ή ένας όμιλος λάβει ELA που υπερβαίνει τα 2 δισ. ευρώ, τότε το Δ.Σ. της ΕΚΤ θα εξετάζει αν πρέπει η ΤτΕ να ενισχύσει τη συγκεκριμένη τράπεζα.