Ευοίωνη τροπή φαίνεται να παίρνει η «πρόβα συναίνεσης» που έκανε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος κάλεσε στο γραφείο του τους αρχηγούς των κομμάτων της αξιωματικής αντιπολίτευσης και συζήτησε μαζί τους για τη διευκόλυνση της άσκησης του εκλογικού δικαιώματος των Ελλήνων του εξωτερικού.

Η θετική ατμόσφαιρα που επικράτησε στις διαδοχικές συναντήσεις της περασμένης Παρασκευής εγκαινιάζει, σύμφωνα με κυβερνητικούς αξιωματούχους, μια «νέα εποχή στις σχέσεις των πολιτικών δυνάμεων», οι οποίες «μπορούν πλέον να συνομιλούν, να διαβουλεύονται και να αναζητούν τον κοινό τόπο ακόμη και όταν δεν υπάρχει απόλυτη σύμπτωση απόψεων και θέσεων».

Αλλωστε το ζήτημα της ψήφου των απόδημων Ελλήνων αποτελεί εδώ και χρόνια αντικείμενο έντονων διαφωνιών μεταξύ των μεγάλων παρατάξεων, γεγονός που έχει ως συνέπεια να μην εφαρμόζεται από το 2001 που θεσπίστηκε η συνταγματική διάταξη (άρθρο 51, παρ. 4) για «την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος από τους εκλογείς που βρίσκονται έξω από την Επικράτεια», καθώς απαιτείται ο σχετικός νόμος να υπερψηφιστεί από τα 2/3 της Βουλής, να συγκεντρώσει δηλαδή 200 ψήφους.

Αν και τα τελευταία 18 χρόνια έπεσαν στο κενό αρκετές απόπειρες που έγιναν από διαδοχικές κυβερνήσεις για να βρεθεί κοινή συνισταμένη στην πρόβλεψη του Συντάγματος ότι η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος των ψηφοφόρων που ζουν και εργάζονται στο εξωτερικό μπορεί να γίνει «με επιστολική ψήφο ή άλλο πρόσφορο μέσο», ο Κυριάκος Μητσοτάκης θεωρεί ότι η κυβέρνησή του μπορεί να είναι εκείνη η οποία θα λύσει τον γόρδιο δεσμό που συνιστούν αφενός οι διαφορετικές απόψεις επί του θέματος και αφετέρου τα αντικρουόμενα, εν πολλοίς, συμφέροντα που υποκρύπτονται συχνά πίσω από τις ενστάσεις που διατυπώνονται.

Γι’ αυτό και παρότι ο ίδιος έχει εκφρασμένη από καιρό θέση επί του θέματος και το υπουργείο Εσωτερικών έχει ήδη έτοιμη πρόταση, προσήλθε στη συνάντηση με τους ηγέτες της αντιπολίτευσης «με ανοιχτό πνεύμα και διάθεση συνεννόησης», όπως επεσήμαναν συνεργάτες του, οι οποίοι σημείωσαν επίσης και την «παραγωγική στάση» που τήρησαν οι πολιτικοί αρχηγοί.

Ο Κουτσούμπας έγειρε την πλάστιγγα

Οι επισημάνσεις αυτές σχετίζονται με δημοσιογραφικές πληροφορίες που αναφέρουν ότι στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις ακόμη και ο τέως πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος προσήλθε με την πρόταση που κατέθεσε προ ημερών στη Βουλή το κόμμα του, δεν ήταν άκαμπτος στη θέση ότι δεν πρέπει να προσμετράται η ψήφος των αποδήμων στο συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα. Στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία βασίζεται σε πόρισμα της επιτροπής που συγκρότησε η προηγούμενη κυβέρνηση υπό τον τότε γενικό γραμματέα του υπουργείου Εσωτερικών Κώστα Πουλάκη, προβλέπεται ότι οι ψήφοι των αποδήμων θα υπολογίζονται μόνο για την εκλογή ενός αριθμού (από 3 έως 12) βουλευτών Επικρατείας, αλλά δεν θα προσμετράται στο πανελλαδικό αποτέλεσμα.


Ιδιαίτερης βαρύτητας θεωρείται η στάση του γ.γ. του ΚΚΕ Δ. Κουτσούμπα: η τοποθέτησή του υπέρ της προσμέτρησης της ψήφου των αποδήμων στο συνολικό αποτέλεσμα έγειρε την πλάστιγγα αλλάζοντας τους συσχετισμούς. Στην περίπτωση που το ΚΚΕ συντασσόταν με τον ΣΥΡΙΖΑ (μαζί αθροίζουν 101 βουλευτές) η υπόθεση θα ναυαγούσε, αφού η κυβερνητική πρόταση θα έμενε κάτω από τον πήχη των 200 βουλευτών

Ο πρωθυπουργός εξάλλου είχε εκ των προτέρων ξεκαθαρίσει ότι βασική προϋπόθεση για την εξεύρεση κοινού τόπου -και υπ’ αυτή την έννοια κόκκινη γραμμή για την κυβέρνηση- αποτελεί ο σεβασμός στη συνταγματική αρχή της ισότητας της ψήφου. Αυτό, όπως έχει επανειλημμένα διακηρύξει ο κ. Μητσοτάκης και εξήγησε στους συνομιλητές του, σημαίνει ότι θα υπολογίζονται ισότιμα όλες οι ψήφοι των Ελλήνων, είτε ασκούν το δικαίωμά τους στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό, «δίχως διαχωρισμούς σε πολίτες πρώτης και δεύτερης κατηγορίας», όπως είπε χαρακτηριστικά.

Σύμφωνοι καταρχήν με αυτή την κυβερνητική θέση ήταν οι αρχηγοί των κομμάτων της ελάσσονος αντιπολίτευσης: η πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής Φώφη Γεννηματά, ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας και οι επικεφαλής της Ελληνικής Λύσης Κυριάκος Βελόπουλος και του ΜέΡΑ 25 Γιάνης Βαρουφάκης.

Στην κυβέρνηση θεωρούν ιδιαίτερης βαρύτητας τη στάση του κ. Κουτσούμπα, καθώς η τοποθέτησή του υπέρ της προσμέτρησης της ψήφου των αποδήμων στο συνολικό αποτέλεσμα έγειρε την πλάστιγγα αλλάζοντας τους συσχετισμούς, αφού στην περίπτωση που το ΚΚΕ συντασσόταν με τον ΣΥΡΙΖΑ, που από κοινού αθροίζουν 101 βουλευτές, η υπόθεση θα ναυαγούσε καθώς η κυβερνητική πρόταση θα έμενε κάτω από τον πήχη των 200.

Ο συγκερασμός

Το κεντρικό ζήτημα που αναδείχθηκε από τις συζητήσεις και συμφωνήθηκε να αποτελέσει αντικείμενο διαβούλευσης της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Εσωτερικών και εκπροσώπων των κομμάτων είναι πλέον το για ποιους υποψήφιους θα ψηφίζουν οι Ελληνες του εξωτερικού. Στο τραπέζι των συζητήσεων έχουν πέσει τέσσερις προτάσεις – διαφορετικές εκδοχές:

■ Η πρώτη υποστηρίζεται από την κυβέρνηση και την παρουσίασε προφορικά ο πρωθυπουργός: Με την ψήφο τους οι απόδημοι να εκλέγουν έναν αριθμό βουλευτών Επικρατείας, που γι’ αυτό τον λόγο θα αυξηθούν από 12 σε 15.
■ Η δεύτερη προβλήθηκε από τη Φώφη Γενηματά: Να υπάρξει μια ενιαία περιφέρεια για τους Ελληνες του εξωτερικού.

■ Την τρίτη την υποστήριξε ο Γιάνης Βαρουφάκης: Να δημιουργηθούν περισσότερες -ίσως έξι ή επτά- εκλογικές περιφέρειες που να στέλνουν εκπροσώπους τους στη Βουλή των Ελλήνων.

■ Την τέταρτη την υποστήριξε ο κ. Κουτσούμπας, ο οποίος τάχθηκε κατά της επιστολικής ψήφου: Οι απόδημοι που διατηρούν δεσμούς με τη χώρα και ζουν στο εξωτερικό τα τελευταία, π.χ., 30 χρόνια να ψηφίζουν με αυτοπρόσωπη παρουσία στα προξενεία για τις εκλογικές περιφέρειες στις οποίες καθένας είναι εγγεγραμμένος.

Η ηγεσία του υπουργείου Εσωτερικών, η οποία απαρτίζεται από δύο πολύ έμπειρους περί τα εκλογικά ειδικούς, τον υπουργό Τάκη Θεοδωρικάκο και τον υφυπουργό Θοδωρή Λιβάνιο, καλείται να συγκεράσει τις προτάσεις που διατυπώθηκαν και να βρει κοινά αποδεκτή λύση. Οι δυο τους εμφανίζονται αισιόδοξοι για την κατάληξη που θα έχει το ζήτημα.

Καλά πληροφορημένες πηγές με τις οποίες συνομίλησε το «ΘΕΜΑ» εκτιμούν ότι σε όλες τις προαναφερθείσες εκδοχές υπάρχουν θετικά και αρνητικά στοιχεία και γι’ αυτό θα καταβληθεί σοβαρή προσπάθεια ώστε να βρεθεί κοινή συνισταμένη. Η πιθανότερη, πάντως, προοπτική που διαφαίνεται από τις συζητήσεις, που ούτως ή άλλως έχουν γίνει το προηγούμενο διάστημα, είναι να νομοθετηθεί ένας συνδυασμός επιστολικής ψήφου αλλά και στήσιμο εκλογικών κέντρων στα προξενεία ή σε άλλους χώρους που θα στηθούν κάλπες υπό την ευθύνη των διπλωματικών αντιπροσωπειών της χώρας.

Πρόεδρος του… βουνού

Οπως εκ των προτέρων είχε διευκρινίσει η κυβέρνηση, στο τραπέζι των συζητήσεων του πρωθυπουργού με τους πέντε αρχηγούς δεν τέθηκαν άλλα θεσμικής σημασίας ζητήματα. Κι αυτό καθώς επιδίωξη του Μεγάρου Μαξίμου ήταν να επικρατήσει συναινετικό πνεύμα και να μη φορτιστεί το ζήτημα της διευκόλυνσης της ψήφου των αποδήμων με τις διαφωνίες που είναι γνωστό ότι υπάρχουν σε θέματα όπως ο εκλογικός νόμος, η συνταγματική αναθεώρηση και η προεδρική εκλογή.

Ετσι, σύμφωνα με πληροφορίες, ακόμη και όταν η κυρία Γεννηματά έθιξε τα υπόλοιπα ζητήματα που ο κυβερνητικός προγραμματισμός θέλει να ανοίγουν τους επόμενους μήνες, ο κ. Μητσοτάκης κράτησε κλειστά τα χαρτιά του. «Δεν έχω αποφασίσει για το πρόσωπο. Τις μεγάλες αποφάσεις τις παίρνω στο βουνό. Θα φύγω δυο-τρεις μέρες στο τέλος του χρόνου και θα αποφασίσω», φέρεται να απάντησε ο πρωθυπουργός όταν η πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής έθεσε ζήτημα συναινετικής εκλογής του επόμενου Προέδρου της Δημοκρατίας.

Ειλημμένη απόφαση

«Κάθε πράγμα στον καιρό του…» είναι η θέση που ενστερνίζονται στο κυβερνητικό επιτελείο. Σε αυτό το πλαίσιο, πηγές που γνωρίζουν τις συζητήσεις που γίνονται στον κύκλο των συνομιλητών του πρωθυπουργού λένε ότι είναι ειλημμένη απόφαση η υιοθέτηση στην επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση της πρότασης για αποσύνδεση της προεδρικής εκλογής από το ενδεχόμενο πρόωρης διάλυσης της Βουλής όταν δεν επιτυγχάνεται αυξημένη πλειοψηφία 180 βουλευτών.

Η Νέα Δημοκρατία, παρά τη διαφωνία της αντιπολίτευσης, προτίθεται να προχωρήσει στην αλλαγή της σχετικής διάταξης, δίνοντας τη δυνατότητα να εκλέγεται Πρόεδρος και από 151 βουλευτές εφόσον δεν επιτυγχάνεται η αυξημένη πλειοψηφία που τώρα προβλέπεται. Αρμόδιες πηγές επισημαίνουν ότι η επιμονή της κυβέρνησης για αλλαγή του σχετικού με την ανάδειξη Προέδρου άρθρου (32) του Συντάγματος δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως διάθεση για μονοκομματική εκλογή του επόμενου ανώτατου άρχοντα.

Εκείνο που στην πραγματικότητα επιδιώκει η κυβέρνηση, υποστηρίζουν οι ίδιες πηγές, είναι να εμπεδώσει την πολιτική σταθερότητα, αφαιρώντας έναν «προσχηματικό τρόπο διάλυσης της Βουλής, που όποτε επαπειλήθηκε ή υλοποιήθηκε μόνο δεινά επέφερε στη χώρα».