της Γιώτας Καραμπίνη

Τρεις εβδομάδες πριν τις εκλογές και ενώ οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ως πιθανότερο αποτέλεσμα την επικράτησηη του Μητσοτάκη, τι σημασία έχει το εάν όντως ο Τσίπρας είχε «μαγέψει» τους Ευρωπαίους, όπως υποστήριζε η αντιπολίτευση όλο το προηγούμενο διάστημα με… παιδικό παράπονο; Είναι δυνατόν θεσμοί όπως η Κομισιόν να «στρογγυλεύουν» τις εκθέσεις τους για να εμφανίζουν επιτυχημένη τη «χειρότερη κυβέρνηση που γνώρισε ο τόπος», σύμφωνα με την αντιπολιτευτική ρητορική;

Η προφανής απάντηση στην οποία έχει καταλήξει η αντιπολίτευση είναι ότι ο Τσίπρας έκανε την δουλειά των Ευρωπαίων, άρα είχαν κάθε λόγο να τον εγκωμιάζουν και να τον προστατεύουν προκειμένου η δουλειά να συνεχιστεί. Και όταν λέμε «δουλειά» εννοούμε φυσικά τα μνημόνια. Εκτός από προφανής η απάντηση είναι και απλοϊκή. Βλέπετε, πριν τον Τσίπρα είχαν προηγηθεί δύο (αναφερόμαστε στους εκλεγμένους) πρωθυπουργοί που έκαναν ακριβώς την ίδια δουλειά, εφάρμοζαν τα μνημόνια. Μόνο επαίνους δεν εισέπραξαν.

Ενδεχομένως οι Ευρωπαίοι να εκτίμησαν περισσότερο τον Τσίπρα λόγω της μεταστροφής του από το πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνησής του. Είναι μια πιθανότητα αλλά όχι η ισχυρότερη, καθώς ήταν κάτι που μάλλον ανέμεναν (η στροφή στον ρεαλισμό που έλεγε και ο Σόιμπλε). Θυμίζουμε ότι και ο Σαμαράς λίγο πριν γίνει πρωθυπουργός είχε μία και μόνη δήλωση: Το περίφημο «άλλο μείγμα πολιτικής». Ο ένας (Τσίπρας) χρειάστηκε ένα εξάμηνο κυβερνητικής θητείας για να «συμμορφωθεί», ο άλλος (Σαμαράς) «συμμορφώθηκε» με το που έγινε πρωθυπουργός. Εάν η συμμόρφωση ήταν το κριτήριο θα ήταν ο Σαμαράς που θα εισέπραττε επαίνους και όχι ο Τσίπρας.

Οπότε τι; Είναι θέμα προσωπικότητας; Μάλλον είναι περισσότερο θέμα συγκυριών και διαχείρισης από τον Τσίπρα. Ο Τσίπρας παρέλαβε μια χώρα στο δεύτερο μνημόνιο και μια κοινωνία -τουλάχιστον- θυμωμένη από τις άγριες περικοπές που είχε υποστεί. Όσον αφορά τις συγκυρίες ήταν η εποχή που οι Ευρωπαίοι ορκίζονταν στο δόγμα λιτότητας, χωρίς να επιτρέπουν κανέναν αντίλογο σε αυτό. Το δημοψήφισμα ήταν το καθοριστικό σημείο, παρά την προσπάθεια να υποβαθμιστεί σε «κωλοτούμπα Τσίπρα». Εκτόνωσε τον θυμό του κόσμου και ο Τσίπρας δεν χρειάστηκε να καταφύγει στη ρητορική των προηγούμενων κυβερνήσεων ότι οι «κακοί Ευρωπαίοι μας επιβάλλουν τα επαχθή μέτρα». Οι εκλογές που ακολούθησαν -τις οποίες η αντιπολίτευση επιμένει να «ξεχνά», εξυπηρετώντας το αφήγημα της «κωλοτούμπας»- ήταν αυτές που έδωσαν στον Τσίπρα την… αγάπη των Ευρωπαίων και το σημαντικότερο, την κοινωνική συναίνεση για την εφαρμογή των μνημονίων. Εκλογικά επικυρωμένη κωλοτούμπα δεν υπάρχει. Η δημοκρατική νομιμοποίηση παρέχει κοινωνική συναίνεση.

Πλέον οι συγκυρίες έχουν αλλάξει. Οι πρόσφατες ευρωεκλογές δείχνουν ότι η φιλελεύθερες τάσεις ισχυροποιούνται, άρα το κλίμα είναι ευνοϊκό για τον Μητσοτάκη, παράλληλα όμως το δόγμα λιτότητας αμφισβητείται έντονα στην Ευρώπη, ενώ ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας όχι μόνο συνεχίζει να νοσταλγεί την πλαστή ευμάρεια της προ κρίσης εποχής αλλά φαίνεται να θεωρεί ότι υπάρχει επιστροφή σε αυτήν. Και εδώ ακριβώς είναι το θέμα: Ο Μητσοτάκης καλείται να πείσει, δηλαδή, να αποσπάσει κοινωνική συναίνεση στην εφαρμογή μνημονιακών μέτρων στην -τυπικά- μεταμνημονιακή εποχή. Το «είναι φίλος μου ο Βέμπερ και θα τον πείσω να μειώσει τα πλεονάσματα» μπορεί να είναι μία απάντηση, αλλά μάλλον δεν είναι η απάντηση που θα του διασφαλίσει την… αγάπη των Ευρωπαίων και, κυρίως, το αναγκαίο επίπεδο κοινωνικής συναίνεσης. Ο απερχόμενος πρωθυπουργός είναι το case study τόσο για την απόκτηση, όσο και για την απώλεια αυτής.