Η ευρωπαϊκή δημοκρατία ξεκίνησε στην Ελλάδα και κάποιοι λένε ότι τελείωσε εκεί, γράφει στο κεντρικό της άρθρο η Washington Post. Σχεδόν μια δεκαετία πριν, την ώρα που όλος ο κόσμος βυθιζόταν στην οικονομική κρίση, τα επίσημα στοιχεία της Αθήνας αποδείχθηκαν εντελώς εσφαλμένα. Στην πραγματικότητα η χώρα όδευε προς την αφερεγγυότητα με πιθανότατα καταστροφικές συνέπειες όχι μόνο για την ίδια αλλά και για τις άλλες 18 χώρες που χρησιμοποιούν το ευρώ.

Την ώρα που η χώρα έμπαινε στο σπιράλ της ύφεσης και του χάους, οι συνθήκες φαίνονταν ώριμες η για την ανάδειξη ακραίων λαϊκιστών της αριστεράς και της δεξιάς.

Ένας ακραία αριστερός νέος πολιτικός, ο Αλέξης Τσίπρας, κέρδισε την πρωθυπουργία το 2015, υποσχόμενος να αψηφήσει τους διεθνείς πιστωτές της Ελλάδας και να πραγματοποιήσει επαναστατικές αλλαγές.
Ωστόσο, την περασμένη Κυριακή, οι Έλληνες ψηφοφόροι πήγαν ήσυχα στις κάλπες και ψύχραιμα αλλά αποφασιστικά καταψήφισαν τον κ. Τσίπρα και το κόμμα του, προς όφελος της κεντροδεξιάς παράταξης της Νέας Δημοκρατίας με επικεφαλής τον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Συνολικά, σημειώνει το άρθρο, πρόκειται για μια ομαλή πολιτική προσγείωση για την Ελλάδα, με ελπιδοφόρες συνέπειες για την ανθεκτικότητα του ελληνικού και του ευρωπαϊκού, δημοκρατικού πολιτισμού.
Για να δώσουμε στον κ. Τσίπρα τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, τελικά εγκατέλειψε τις ακραίες πολιτικές για χάρη της μόνης ρεαλιστικής επιλογής: της αποδοχής μιας μακροπρόθεσμης διάσωσης από τους πιστωτές με πρωτεργάτη τη Γερμανία, η οποία απαιτούσε αυστηρά μέτρα ελέγχου του χρέους και παρατεταμένη ύφεση, αλλά επέτρεψε στην Ελλάδα να παραμείνει στο ευρώ. Σήμερα, το ελληνικό ΑΕΠ είναι κατά24% χαμηλότερο από ό, τι ήταν το 2007, αλλά έχει τουλάχιστον ξαναρχίσει να οδεύει προς την ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας, αν και μάλλον σε περιορισμένο βαθμό.

Ο κ. Τσίπρας πέτυχε το μεγαλύτερο μέρος της δημοσιονομικής λιτότητας μέσω φορολογικών αυξήσεων. Αν είχε πραγματοποιήσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να καταστήσει την Ελλάδα πιο αποτελεσματική και φιλική προς τις επενδύσεις, η ανάπτυξη θα μπορούσε να είχε έρθει πιο γρήγορα και το εκλογικό σώμα θα ήταν πιο ικανοποιημένο από τις επιδόσεις του. Οι πολιτικές ομάδων συμφερόντων και η ιδεολογία του κ. Τσίπρα έκαναν όμως αδύνατη μια τέτοια προσέγγιση με αποτέλεσμα να χάσει από τον κ. Μητσοτάκη, ο οποίος υποσχέθηκε να περιορίσει τους φόρους, να προσελκύσει ξένες επενδύσεις και να επανεξετάσει την ελληνική γραφειοκρατία, η οποία είναι ένας σημαντικός λόγος που η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών στην έρευνα Ease of Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας.

Παρόλο που ο κ. Μητσοτάκης φέρει ένα βιογραφικό πολύ τεχνοκρατικό, υπάρχουν λόγοι να υπάρχει σκεπτικισμός και για τις δικές του υποσχέσεις, υποσχέσεις που έδωσαν κι άλλοι πριν από αυτόν.

Οι διαρθρωτικές παθογένειες της Ελλάδας μπορεί να είναι τόσο βαθιές που να βρίσκονται εκτός των δυνατοτήτων οποιουδήποτε μεταρρυθμιστή που θέλει να τις ξεριζώσει.
Και για παρά τις καλές του προθέσεις, ο κ. Μητσοτάκης είναι επικεφαλής ενός κόμματος, συνεχίζει το άρθρο, η παλιά φρουρά του οποίου μοιράζεται την ευθύνη για την πολιτική διαφθορά κατά της οποίας επαναστάτησαν οι Ελληνες ψηφίζοντας στον κ. Τσίπρα.

Ο κ. Μητσοτάκης πρέπει να ενεργήσει άμεσα και με ειλικρίνεια, προκειμένου η Ελλάδα να επιτύχει τελικά να ελαφρύνει το βάρος του χρέους της που σήμερα ισοδυναμεί με περισσότερο από 170% του ΑΕΠ της .

Εάν υλοποιήσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις, τότε η υπόλοιπη Ευρώπη, υπό την ηγεσία της Γερμανίας, θα πρέπει να είναι πρόθυμη να χαλαρώσει τις αυστηρές δημοσιονομικές συνθήκες που εξακολουθούν να περιορίζουν την κυβέρνηση της Αθήνας, ιδίως τον δυσβάσταχτο στόχο του 3,5% για το πρωτογενές πλεόνασμα. Οι υποσχέσεις του κ. Μητσοτάκη για φορολογικές ελαφρύνσεις και μεγαλύτερες δαπάνες υποδομής είναι υλοποιήσιμες και όχι φρούδες . Η παροχή του δημοσιονομικού χώρου για την εκπλήρωση τους θα έδειχνε στους Έλληνες και σε όλους τους Ευρωπαίους ότι υπάρχει ανταμοιβή για τη διατήρηση μιας ορθολογικής πολιτικής, ακόμη και υπό τις πιο δύσκολες συνθήκες.