Θηλιά στο λαιμό της ΛΑΡΚΟ αποτελεί η σημερινή απόφαση της Κομισιόν να κρίνει ως “παράνομη κρατική ενίσχυση” τα 136 εκατ. ευρώ που έλαβε η εταιρεία απ’ το ελληνικό δημόσιο. Το γεγονός θα αναγκάσει την κυβέρνηση να λάβει γενναίες αποφάσεις για την κρατική εταιρεία με δεδομένο ότι βρίσκεται σε κακή οικονομική κατάσταση ενώ πιθανόν να αλλάξει και το πλάνο της ιδιωτικοποίησης της σε σχέδιο κατ’ ουσίαν “εκκαθάρισης” της. 
 
Η Κομισιόν ανακοίνωσε νωρίτερα σχετικά: 
 
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα στήριξης του Ελληνικού Δημοσίου προς τη Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική Εταιρεία ΛΑΡΚΟ (ΑΕ) προσέδωσαν στην επιχείρηση αθέμιτο πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών της, κατά παράβαση των κανόνων της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις. Οι αυξήσεις κεφαλαίου και οι εγγυήσεις του Δημοσίου ανέρχονταν συνολικά σε 136 εκατ. ευρώ. Η ΛΑΡΚΟ πρέπει τώρα να επιστρέψει το ποσό εντόκως, ώστε να αμβλυνθούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που προκλήθηκαν από την ασύμβατη ενίσχυση.
 
Ορισμένα στοιχεία ενεργητικού της ΛΑΡΚΟ, που είναι κρατική επιχείρηση, βρίσκονται υπό ιδιωτικοποίηση. Σε χωριστή απόφαση, η Επιτροπή αποφαίνεται ότι η υποχρέωση επιστροφής της ασύμβατης ενίσχυσης δεν θα μεταβιβαστεί στους αγοραστές αυτών των στοιχείων.
 
Τον Μάρτιο του 2013, η Επιτροπή κίνησε σε βάθος έρευνα για ορισμένα μέτρα στήριξης της ΛΑΡΚΟ από το Ελληνικό Δημόσιο, όπως αύξηση κεφαλαίου ύψους 45 εκατομμυρίων ευρώ το 2009 και μια σειρά κρατικών εγγυήσεων την περίοδο 2008-2010 (βλ. IP/13/195). Τα μέτρα αυτά δεν κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή για προηγούμενη έγκριση, όπως απαιτούσαν οι κανόνες της ΕΕ. Από την έρευνα προέκυψε ότι κανένας ιδιωτικός φορέας δεν θα είχε δεχθεί να επενδύσει στη ΛΑΡΚΟ υπό τέτοιους όρους και ότι, επομένως, τα εν λόγω μέτρα συνιστούσαν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια των κανόνων της ΕΕ.
 
Η ΛΑΡΚΟ αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες τουλάχιστον από το 2008. Σύμφωνα με τους κανόνες της ΕΕ, μια τέτοια επιχείρηση μπορεί να λάβει κρατική ενίσχυση στο πλαίσιο είτε σχεδίου αναδιάρθρωσης για τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητάς της είτε σχεδίου εξυγίανσης για την εύρυθμη εκκαθάρισή της. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται ότι το δημόσιο χρήμα δαπανάται στο ελάχιστο και δεν σπαταλάται σε προβληματικές επιχειρήσεις που διατηρούνται τεχνητά στην αγορά. Ωστόσο, η Ελλάδα δεν υπέβαλε ποτέ σχέδιο αναδιάρθρωσης ή εξυγίανσης της ΛΑΡΚΟ. Συνεπώς, τα μέτρα ενίσχυσης δεν μπορούν να δικαιολογηθούν βάσει των κανόνων της ΕΕ.
 
Τον Δεκέμβριο του 2013, στο πλαίσιο του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, η Ελλάδα γνωστοποίησε στην Επιτροπή την πρόθεσή της να πωλήσει, μέσω ανοικτών διαγωνισμών, ορισμένα στοιχεία ενεργητικού τα οποία είτε διαχειριζόταν η ΛΑΡΚΟ είτε ανήκαν σε αυτήν: το μεταλλουργικό εργοστάσιο στη Λάρυμνα, μέρος των μεταλλείων Αγίου Ιωάννη, μέρος των μεταλλείων Ευβοίας και τα μεταλλεία Καστοριάς. Η Επιτροπή εξέτασε, σε χωριστή έρευνα, κατά πόσον η πώληση θα είχε ως αποτέλεσμα να συνεχίσει η επιχείρηση τη δραστηριότητά της με νέα επωνυμία. Ωστόσο, καθώς η πώληση διεξάγεται μέσω ανοικτών διαγωνισμών και αφορά μόνο μέρος των δραστηριοτήτων της ΛΑΡΚΟ, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται οικονομική συνέχεια και ότι η πώληση δεν πραγματοποιείται για να αποφευχθεί η επιστροφή της ασύμβατης κρατικής ενίσχυσης. Συνεπώς, η υποχρέωση επιστροφής της ασύμβατης ενίσχυσης δεν θα μεταβιβαστεί στους αγοραστές των εν λόγω στοιχείων ενεργητικού, αλλά θα εξακολουθήσει να βαρύνει τη ΛΑΡΚΟ.
 
Ιστορικό
 
Η ΛΑΡΚΟ ειδικεύεται στους τομείς της εξόρυξης και επεξεργασίας κοιτασμάτων λατερίτη, της εξόρυξης λιγνίτη και της παραγωγής σιδηρονικελίου και υποπροϊόντων του. Οι δραστηριότητές της περιλαμβάνουν την έρευνα, την ανάπτυξη, την εξόρυξη, τη σύντηξη και την εμπορία των προϊόντων της σε παγκόσμιο επίπεδο. Η ΛΑΡΚΟ είναι ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς σιδηρονικελίου στον κόσμο. Το 55,2 % των μετοχών της ΛΑΡΚΟ ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο μέσω του Ταμείου Ανάπτυξης Περιουσιακών Στοιχείων της Ελληνικής Δημοκρατίας, το 33,4 % στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε., και το 11,4 % στη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού Α.Ε.
 
Οι δημόσιες παρεμβάσεις σε εταιρείες που ασκούν οικονομικές δραστηριότητες είναι δυνατόν να θεωρηθούν ότι δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια των κανόνων της ΕΕ, όταν πραγματοποιούνται υπό όρους που θα ήταν αποδεκτοί από έναν ιδιωτικό φορέα, ο οποίος ενεργεί βάσει των κανόνων της αγοράς (η λεγόμενη «αρχή του επενδυτή στην οικονομία της αγοράς» – ΑΕΟΑ). Εάν δεν τηρείται η ΑΕΟΑ, η δημόσια παρέμβαση συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια των κανόνων της ΕΕ (άρθρο 107 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης – ΣΛΕΕ), δεδομένου ότι παρέχει στον δικαιούχο οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο δεν έχουν οι ανταγωνιστές του. Στη συνέχεια, η Επιτροπή εξετάζει αν η εν λόγω ενίσχυση μπορεί να θεωρηθεί συμβατή με τους κοινούς κανόνες της ΕΕ που επιτρέπουν ορισμένες κατηγορίες ενισχύσεων, όπως οι κατευθυντήριες γραμμές του 2004 για τις κρατικές ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης προβληματικών επιχειρήσεων (βλ. MEMO/04/172).
 
Η Επιτροπή αξιολογεί το ενδεχόμενο οικονομικής συνέχειας των επιχειρήσεων μέσω της πώλησης των στοιχείων ενεργητικού χρησιμοποιώντας μια σειρά δεικτών, όπως ο χαρακτήρας των πωληθέντων περιουσιακών στοιχείων (στοιχεία ενεργητικού και παθητικού, διατήρηση του εργατικού δυναμικού, δέσμη στοιχείων ενεργητικού), το τίμημα της πώλησης, η ταυτότητα του αγοραστή ή των αγοραστών, τη στιγμή της πώλησης και η οικονομική σκοπιμότητα της πράξης.