Το “πράσινο φως” για έξοδο στις αγορές φαίνεται ότι έλαβε η ελληνική κυβέρνηση κατά τις επαφές που έγιναν στο περιθώριο των συμβουλίων υπουργών Οικονομικών της Ε.Ε. που πραγματοποιείται στην Αθήνα.

Οι συναντήσεις του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά με τον υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανκ Σόιμπλε και τον πρόεδρο του eurοgroup Γερούν Ντάιζελμπλουμ σφράγισαν το θετικό για την Ελλάδα κλίμα που διαμορφώθηκε, με εύσημα προς τον Έλληνα πρωθυπουργό, ενώ και όλες όλες οι επίσημες δηλώσεις ήταν θετικές για την πρόοδο που έχει γίνει στην Ελλάδα, ενώ στην ίδια κατεύθυνση ήταν σύμφωνα με πληροφορίες και τα μηνύματα κατά τη διάρκεια των συναντήσεων του πρωθυπουργού.

Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του πρωθυπουργού είναι πλέον η κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών χωρίς νέο δάνειο αλλά και οι συζητήσεις για την ελάφρυνση του χρέους, οι οποίες θα ξεκινήσουν μετά το καλοκαίρι.

Κλειδί στην προσπάθεια αυτή είναι οι εκδόσεις νέων ομολόγων, ώστε να καλυφθεί ένα μέρος των χρηματοδοτικών αναγκών, μαζί με τα διαθέσιμα που υπάρχουν ήδη στο δημόσιο ταμείο. Η διαπίστωση του Γιερούν Ντάιζεμπλουμ ότι η Ελλάδα δεν έχει θέμα χρηματοδότησης για τους επόμενους 12 μήνες νωρίτερα κατά τη διάρκεια της ημέρας δείχνει ότι δεν υπάρχει πλέον άμεση πίεση για νέα στήριξη, οπότε ο στόχος της ελληνικής πλευρά να αποφύγει το νέο πακέτο στήριξης είναι πιο πιθανό να επιτευχθεί ιδιαίτερα εάν μετά τα ευρωπαϊκά stress tests διαπιστωθεί ότι υπάρχουν ακόμα διαθέσιμα στο ΤΧΣ τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν.

Εφόσον η κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών επιτευχθεί με αυτόν τον τρόπο διευκολύνονται και οι συζητήσεις για την ελάφρυνση του χρέους, οι οποίες θα μπορούν να ξεκινήσουν αμέσως μετά την επιβεβαίωση του πρωτογενούς πλεονάσματος από την Eurostat στις 22 Απριλίου.

Κατά την πρώτη ημέρα του άτυπου συμβουλίου υπουργών φάνηκε ότι έχουν πλέον αρθεί οι όποιες επιφυλάξεις υπήρχαν κατά το παρελθόν από την πλευρά των εταίρων για την έκδοση ομολόγων., γεγονός που υποδηλώνουν και οι δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα ο οποίος προανήγγειλε έκδοση ομολόγου διάρκειας 3 έως 5 ετών μέσα στο πρώτο εξάμηνο του έτους.