Με το Mario Draghi να δίνει το ισχυρότερο μέχρι στιγμής μήνυμα για την ποσοτική χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, οι οίκοι εξακολουθούν να αναζητούν πώς θα μπορούσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να τυπώσει χρήμα.

Έτοιμος για νέα μέτρα χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής δηλώνει ο Μάριο Ντράγκι αλλά την ίδια στιγμή, και ενώ οι δηλώσεις αυτές ενισχύουν τα κρατικά ομόλογα όλης της Ευρώπης, οι ελληνικοί τίτλοι υποχωρούν, καθώς η διάθεση των επενδυτών για κατοχύρωση κερδών δεν δείχνει να έχει εξαντληθεί.

Όπως εξηγούν οι αναλυτές της Barclays σε νέα έκθεσή τους, η ΕΚΤ έχει συμφωνήσει πως είναι έτοιμη να τυπώσει χρήμα, όμως δεν έχει συμφωνήσει ακόμα:
1) στις συνθήκες που θα χρειαστούν για να προχωρήσει σε ένα τέτοιο βήμα και
2) στη μορφή που θα λάβει η όποια ποσοτική χαλάρωση.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του βρετανικού επενδυτικού οίκου, θα χρειαστεί μια απογοήτευση από τα στοιχεία του πληθωρισμού ή μια ανατίμηση του ευρώ προς τα 1,45 δολάρια για να δράσει η ΕΚΤ. Σε πρώτη φάση, ο Draghi αναμένεται να προχωρήσει σε μια μικρή κίνηση, όπως η μείωση του επιτοκίου καταθέσεων και αναχρηματοδότησης. Εκτός και εάν υπάρξει μια ξαφνική ανατροπή των μακροπρόθεσμων προσδοκιών για τον πληθωρισμό, περίπτωση στην οποία οι πιθανότητες μιας ταχύτερης κίνησης προς την ποσοτική χαλάρωση (QE) θα αυξηθούν.

Με δεδομένη τη μεγάλη εξάρτηση της οικονομίας της Ευρωζώνης από τον τραπεζικό δανεισμό, η Barclays εκτιμά πως η ΕΚΤ τείνει περισσότερο προς το τύπωμα χρήματος μέσω της αγοράς τιτλοποιήσεων (και κυρίως τιτλοποιήσεων δανείων μικρομεσαίων επιχειρήσεων – SME ABS). Πραγματικά, οι τελευταίες δηλώσεις των αξιωματούχων της κεντρικής τράπεζας δείχνουν πως αυτό είναι το επικρατέστερο σενάριο, με τους περισσότερους επενδυτικούς οίκους να συμφωνούν ότι η ΕΚΤ δεν πρόκειται να αγοράσει κρατικά ομόλογα σε πρώτη φάση, αλλά να κρατήσει την επιλογή αυτή ως έσχατη λύση.

Όμως, η Barclays προειδοποιεί πως η ΕΚΤ θα δυσκολευτεί να αυξήσει σημαντικά την προσφορά χρήματος και να ρίξει το ευρώ εάν τυπώσει χρήμα αποκλειστικά μέσω της αγοράς των ABS. “Επομένως, είναι απίθανο η ΕΚΤ να αποκλείσει ένα μεγάλο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης μέσω της αγοράς κρατικών ομολόγων, ενώ το timing και το σωστό μείγμα των δύο επιλογών αναμένεται να εξαρτηθεί από τις συνθήκες που θα πυροδοτήσουν τη χρήση των εργαλείων αυτών”, αναφέρει ο οίκος.

Πώς θα γίνει, λοιπόν, η αγορά κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ; Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Barclays, αυτή θα γίνει αναλογικά, με βάση το μερίδιο της κάθε χώρας – μέλους στο μετοχικό κεφάλαιο της ΕΚΤ. Αυτό σημαίνει ότι ο Mario Draghi θα αγοράσει περισσότερα γερμανικά ομόλογα.

Μάλιστα, ο οίκος “έτρεξε” το δικό του μοντέλο, στο οποίο επιχείρησε να σκιαγραφήσει τη μορφή που θα πάρει ένα πρόγραμμα τυπώματος χρήματος ύψους 500 δισ. ευρώ. Σε ένα τέτοιο σενάριο, η ΕΚΤ θα αγόραζε γερμανικά ομόλογα ύψους 129 δισ. ευρώ, γαλλικά ύψους 101 δισ. ευρώ, ιταλικά ύψους 88 δισ. ευρώ και ισπανικά ύψους 63 δισ. ευρώ, ενώ θα μοίραζε το ποσό που απομένει στα ομόλογα των υπόλοιπων χωρών, αναλογικά.

Αυτό σημαίνει ότι η ΕΚΤ θα αγόραζε ελληνικά ομόλογα συνολικού ύψους 15 δισ. ευρώ (με βάση το μερίδιο της Ελλάδας στο μετοχικό κεφάλαιο της κεντρικής τράπεζας, το οποίο διαμορφώνεται στο 2,9%). Και αυτό, την ώρα τα συνολικά ελληνικά ομόλογα σε κυκλοφορία δεν ξεπερνούν τα 30 δισ. ευρώ.

Όπως είναι σαφές, ένα τέτοιο πρόγραμμα τυπώματος χρήματος θα προκαλούσε μεγάλη μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, όπως και των υπόλοιπων της ευρωπαϊκής περιφέρειας.

Πάντως, η Barclays προειδοποιεί πως υπάρχει μια έστω και μικρή περίπτωση η ΕΚΤ να αποφασίσει να εξαιρέσει τις χώρες που έχουν υπαχθεί σε μνημόνια από το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων. Αυτό δεν αποτελεί το κεντρικό σενάριο της Barclays, όμως, ακόμα και εάν επιβεβαιωθεί, η Ελλάδα αναμένεται να ωφεληθεί από τη γενικότερη μείωση του κόστους δανεισμού που θα φέρει το τύπωμα χρήματος στις χώρες της περιφέρειας. Και αυτό γιατί όπως προβλέπουν οι αναλυτές, η αγορά γερμανικών ομολόγων από την ΕΚΤ θα ρίξει τις αποδόσεις τους, με αποτέλεσμα τα μεγάλα χαρτοφυλάκια να στραφούν προς τα ομόλογα της ευρωπαϊκής περιφέρειας, στην αναζήτηση υψηλότερων επιτοκίων.

Κ. Σαμ.