Στην υψηλότερη κατηγορία ρίσκου, μαζί με εκείνες της Λευκορωσίας και της Αιγύπτου, τοποθετεί η Standard & Poor’s τις ελληνικές τράπεζες.

Οι παράγοντες που οδήγησαν τον οίκο αξιολόγησης σε αυτή την εκτίμηση περιγράφονται ως εξής:

Θετικοί
• Ο ελληνικός τραπεζικός κλάδος απολαμβάνει τη στήριξη των υπόλοιπων χωρών μελών της Ευρωζώνης.
• Πρόκειται για ένα αρκετά συγκεντρωμένο χρηματοοικονομικό σύστημα, που βρίσκεται σε φάση σταθεροποίησης.

Αρνητικοί
• Η ελληνική κρίση χρέους επιδρά αρνητικά στο τραπεζικό σύστημα.
• Υπάρχει υψηλός πιστωτικός κίνδυνος.
• Υπάρχουν μεγάλες ανισορροπίες στη χρηματοδότηση.

Όπως σημειώνει η Standard & Poor’s, παρότι η ελληνική οικονομία αρχίζει να σταθεροποιείται, η χώρα εξακολουθεί να εμφανίζει ασθενείς οικονομικές προοπτικές. Κατά τις εκτιμήσεις του οίκου, το ΑΕΠ θα συρρικνωθεί ελαφρώς φέτος, έπειτα από τη μεγάλη ύφεση που συνεχίζεται από το 2008. Όμως, κατά τα επόμενα χρόνια, η Ελλάδα θα βιώσει μια περίοδο αδύναμης ανάπτυξης και αποπληθωριστικών πιέσεων.

Η παρατεταμένη ύφεση, σε συνδυασμό με τις πιστωτικές εντάσεις θα μεγεθύνουν τις πιθανές επιπτώσεις των συσσωρευμένων ανισορροπιών στο τραπεζικό σύστημα, προειδοποιεί  η S&P. Όπως σημειώνει ο οίκος, αυτός ο κίνδυνος εκδηλώνεται με τη μορφή των πολύ υψηλών ζημιών από τα εγχώρια χαρτοφυλάκια δανείων. Και προσθέτει ότι οι ζημιές αυτές είναι σημαντικά υψηλότερες από εκείνες που διαπιστώθηκαν σε άλλες χώρες, που είχαν παρόμοιο βαθμό δανεισμού στον ιδιωτικό τομέα.

Η S&P θεωρεί ότι ο κλάδος δεν θα μπορέσει να αντιστρέψει αυτές τις ανισορροπίες σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, παρότι οι εγχώριες καταθέσεις σταθεροποιούνται και κάποιες τράπεζες έχουν ανακτήσει την πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές.

Αντ΄ αυτού, εκτιμά ότι ο κλάδος θα παραμείνει δομικά εξαρτημένος από την εξωτερική στήριξη, στο επίπεδο της ρευστότητας.

Επιπλέον, σημειώνει ότι λόγω της διαδικασίας αναδιάρθρωσης που βρίσκεται σε εξέλιξη στην αγορά και της αυξανόμενης συγκέντρωσης του συστήματος, υπάρχει σημαντική πλεονάζουσα δυναμικότητα. Και η δυναμικότητα των κερδών του κλάδου αναμένεται να παραμείνει ήπια, λόγω των ασθενών οικονομικών συνθηκών και του επίμονα υψηλού κόστους χρηματοδότησης.