Είναι μια ζεστή καλοκαιρινή βραδιά του 1987 στα γραφεία του «Ελεύθερου Τύπου» στο Καλαμάκι, λίγο πριν τα μεσάνυχτα όταν ο Άρης Βουδούρης παίρνει στα χέρια του την πρώτη σελίδα της εφημερίδας και ειδοποιεί τον Δημήτρη Ρίζο για να την δει κι αυτός.

Ο δημοσιογράφος εμφανίζεται με σακάκι, άσπρο t-shirt και τζιν παντελόνι, ο Βουδούρης τον κοιτάει ερευνητικά και ο Ρίζος του λέει χαμογελαστός: «Θα βγω με τα παιδιά της γραμματείας και του ελεύθερου ρεπορτάζ να πιούμε ένα ποτάκι στο Loft. Τους το είχα τάξει εδώ και μέρες. Θέλετε να έρθετε κι εσείς;». Ο Βουδούρης αρνείται ευγενικά και ο Ρίζος φεύγει για το πιο in τότε κλαμπ της παραλιακής, όπου οι ουρές από την «Νεράϊδα» όπου στεγαζόταν έφταναν μέχρι το βενζινάδικο της Shell, δηλαδή ένα χιλιόμετρο περίπου. Είχαν μαζευτεί γύρω στα τριάντα άτομα από την εφημερίδα εκείνο το βράδυ, ήρθαν κι άλλοι μετά το κλείσιμο του φύλου που τυπωνόταν, αλλά δεν άφησε κανέναν να συμβάλλει στον λογαριασμό. Ήταν κι αυτό δείγμα του χαρακτήρα ενός ανθρώπου που ενώ ήταν στην κορυφή της εφημερίδας ιεραρχικά, λάτρευε να βγαίνει με νέα παιδιά παρόλο που θα μπορούσε να είναι όπου ήθελε.

Το μόνο που δεν θα ήθελε σίγουρα ήταν το να φύγει από την ζωή στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου, εκεί όπου νοσηλευόταν το τελευταίο διάστημα, αφού ο οργανισμός του είχε καταπέσει. Πριν από αυτόν όμως, ο Δημήτρης Ρίζος είχε καταπέσει ψυχολογικά, ειδικά μετά την περιπέτεια με την προφυλάκιση του και τα όσα έζησε πέρυσι για λίγες ημέρες στην Κω. Μετά από αυτή την περιπέτεια δεν θα ήταν ποτέ πια ο ίδιος άνθρωπος.

Αυτός που ξεκίνησε παιδάκι ακόμη από την Πρώτη Σερρών και κατάφερε να αφήσει ένα πολύ έντονο στίγμα στον χώρο των ελληνικών ΜΜΕ με το ιδιαίτερο στυλ γραφής του και τον ενίοτε εκρηκτικό χαρακτήρα του. Έναν χαρακτήρα που τον οδήγησε πολλές φορές σε συγκρούσεις όταν ένοιωθε ότι αδικείται από τον εκδότη ή τον εκάστοτε διευθυντή της εφημερίδας που εργαζόταν, χωρίς να υπολογίζει το τίμημα. Κι αυτό του κόστισε ουκ ολίγες φορές στην μυθιστορηματική ζωή του…

Η αρχή και ο εθνάρχης

Έτρεχε γιατί ήταν χαρούμενος, αυτός ένα αδύνατο παιδί που νόμιζε ότι πέταγε για να φτάσει στο σπίτι του και δεν νοιαζόταν για το κρύο που ξύριζε τα σοκάκια της Δράμας.

Ο Δημήτρης Ρίζος ένας έφηβος 14 ετών εκείνη την ημέρα είχε μόλις υπογράψει το πρώτο του ρεπορτάζ στην εφημερίδα «Πρωινός Τύπος της Δράμας», όντας μαθητής γυμνασίου ακόμη. Καιγόταν να μεταφέρει το νέο στον πατέρα του Χρήστο, τον σοβαρό και εργατικό άνδρα που τον αγκάλιαζε από τότε που ήταν πολύ μικρός στο πατρικό τους σπίτι, στην Πρώτη Σερρών.

Ήταν κρύα τα βράδια του χειμώνα στο χωριό που γεννήθηκε ο Δημήτρης Ρίζος, το μακρινό 1936, λίγο πριν ξεσπάσει ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος, που έφτασε τέσσερα χρόνια μετά στην Ελλάδα. Λίγο μετά η μετακόμιση της οικογένειας στην Δράμα, έδωσε την ευκαιρία στον πιτσιρικά που μεγάλωνε σε μια πόλη, να δείξει από πολύ νωρίς την κλίση του στην δημοσιογραφία.

Ούτε ο ίδιος όμως φανταζόταν ότι τέσσερις δεκαετίες μετά από εκείνο το κρύο απόγευμα και το πρώτο του κείμενο, θα έγραφε την δική του ξεχωριστή ιστορία με τις παραπολιτικές στήλες στον ελληνικό τύπο, τις διευθυντικές θέσεις σε κορυφαίες εφημερίδες και τις εκδοτικές του προσπάθειες.

Μια ιστορία που έκλεισε απότομα με το κλείσμο του «Αδέσμευτου Τύπου» τον Δεκέμβριο του 2012 και την σύντομη επιστροφή του ως δημοσιογράφος στον «Ελεύθερο Τύπο» όπου είχε μεγαλουργήσει για μια δεκαπενταετία.

Έκτοτε, άφησε πίσω του χρέη -πολύ λιγότερα από άλλων εκδοτών- τα οποία τον κυνηγούσαν ακόμη και τους τελευταίους μήνες της ζωής του, οι οποίοι πέρασαν στο σπίτι του και σε νοσοκομεία που νοσηλεύθηκε μέχρι την Παρασκευή το πρωί. Τότε που έφυγε για το πιο μοναχικό ταξίδι του κάθε ανθρώπου πάνω στη γη στα 83 του χρόνια μετά από μια διαδρομή που τα είχε όλα και οπωσδήποτε πολύ γράψιμο.

Ο εκλιπών είχε ταλέντο και πάθος για την δημοιογραφία από τα γυμνασιακά του χρόνια, όμως ο αριστερών φρονημάτων πατέρας του είχε κάτι άλλο, που αποδείχτηκε πολύ σημαντικό. Μια πολύ ξεχωριστή γνωριμία και μια στενότατη φιλία με έναν συγχωριανό του, τον αείμνηστο Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος τον εκτιμούσε απεριόριστα και τον είχε στενό συνεργάτη του.

Αυτή η γνωριμία έμελλε να αποδειχθεί καθοριστική για τον νεαρό τότε Ρίζο, που εκτός από το ταλέντο του στο γράψιμο, ήταν και ένας εξαιρετικός αθλητής μεγάλων αποστάσεων. «Είχα εκπληκτικές επιδόσεις στα 5000 μέτρα και αυτό με ώθησε να δώσω εξετάσεις στην Γυμναστική Ακαδημία» έλεγε πριν λίγα χρόνια σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του. Μόνο που η αγάπη του για τον στίβο -το κοντό και αδύνατο κορμί του τον βοηθούσε πολύ- δεν ήταν παντοτινή, αφού η εισαγωγή του στο Πάντειο έδωσε τέλος στο τρέξιμο.

Όταν κατεβαίνει στην Αθήνα το 1953, ο πατέρας του έχει φροντίσει να πάρει τηλέφωνο τον Καραμανλή λέγοντάς του μόνο τέσσερις λέξεις: «Σου στέλνω τον μικρό».

Ο Σερραίος πολιτικός είναι υπουργός Δημοσίων Έργων και ο νεαρός Δημήτρης, γίνεται αρχικά το παιδί γαι όλες τις δουλειές στο ιδιαίτερο γραφείο του. Είναι έξυπνος και γρήγορος, γεγονός που εκτιμάται σύντομα και μετά από έξι μήνες, αναλαμβάνει να χειρίζεται τα «ρουσφέτια» που ζητούσαν φίλοι και ψηφοφόροι του Καραμανλή. Όταν ο τελευταίος θα γίνει πρωθυπουργός ο νεαρός φοιτητής θα εξακολουθήσει να δουλεύει στο ιδιαίτερο γραφείο του, υπο την εποπτεία του Αχιλλέα Καραμανλή. Δεν θα χάσει την επαφή με τον μετέπειτα εθνάρχη ούτε κατά την διάρκεια της Χούντας, όπου όπως έχει παραδεχθεί ο ίδιος διατηρούσε πολύ καλές σχέσεις με την γυναίκα του δικατάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου, Δέσποινα.

Τότε είναι που θα κάνει και τηλεόραση-το 1968- με την χιουμοριστική εκπομπή «Τα παραλειπόμενα» αρχικά και μετά την εκπομπή «Οι Ρίζοι» όπου εκτός από αυτόν και τον αδερφό του συμμετέχει λόγω επιθέτου και ο ηθοποιός Νίκος Ρίζος.

Με τον Νίκο Μαστοράκη θα γίνουν φίλοι στο τέλος της δεκαετίας, όταν θα αγοράσει από τον γνωστό σκηνοθέτη διάφορα μηχανήματα τηλεοπτικών παραγωγών για μια εταιρία που έστησε και η οποία ανέλαβε τα δελτία ειδήσεων της ΕΡΤ.

Το βράδυ που επιστρέφει ο Καραμανλής από το Παρίσι, ο Ρίζος είναι στον Έβρο ως επιστρατευμένος αλλά την επομένη καλείται να επιστρέψει στην Αθήνα για να είναι δίπλα στον πρώτο πρωθυπουργό της μεταπολίτευσης.

Λίγο αργότερα θα ξεκινήσει να δουλεύει ως δημοσιογράφος στην ιστορική «Βραδυνή» του Τζώρτζη Αθανασιάδη, χωρίς να εγκαταλείψει μέχρι το 1980, το πρωθυπουργικό γραφείο.

Το κεντρί και η διαμάχη

Ο Δημήτρης Ρίζος θα εισάγει στην ουσία αυτά που σήμερα αποκαλούμε «παραπολιτικά» σχόλια μέσα από μια στήλη την οποία ονομάζει «Κεντρί» που έχει μικρά κείμενα γραμμένα με καυστικό τρόπο, κουίζ και πιπεράτες ειδήσεις από τον χώρο της πολιτικής, οι οποίες απλώνονται σε μια ολόκληρη σελίδα. Χάρη σε αυτόν όπως έλεγαν πολλοί αλλά και ο ίδιος, η «Βραδυνή» έφτασε να πουλάει 150.000 φύλα την ημέρα, ενώ κάποιοι υποστηρίζουν ότι αυτό στάθηκε η αιτία για τις αρχηγικές του τάσεις στα χρόνια που ακολούθησαν.

Ο αείμνηστος Τζώρτζης Αθανασιάδης τον εμπιστευόταν ξέροντας ότι ήταν το πρώτο βιολί της εφημερίδας, αφού πολλές φορές του έφερνε αποκλειστικά θέματα για το πρωτοσέλιδο.

Σχεδόν καθημερινά ο Ρίζος μιλούσε με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος τον εκτιμούσε επειδή ήξερε ότι τίποτε από τα off the record θέματα που συζητούσαν δεν θα έβλεπε ποτέ το φως της δημοσιότητας. Μια ωραία ιστορία με τους δυο τους διαδραματίστηκε στην πρώτη μεγάλη δεξίωση για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας που έλαβε χώρα στο κτήριο της ΕΡΤ με πάνω από 3.000 καλεσμένους. Ο Ρίζος είναι δίπλα στον Καραμανλή, που με ένα ποτήρι στο χέρι συζητάει με κόσμο που τον χαιρετάει, όταν ξαφνικά ο δεύτερος εντοπίζει μια πολύ όμορφη νεαρή γυναίκα.
Πηγαίνει κατ’ ευθείαν προς το μέρος της αγκαλιάζονται, φιλιούνται και αρχίζουν να συζητάνε, ενώ όποτε περνάει σερβιτόρος που κρατάει δίσκο με κεφτεδάκια, τσιμπάει ένα από αυτά με οδοντογλυφίδα και την ταίζει στο στόμα. Οι φωτογράφοι αποθανατίζουν την στιγμή και την επομένη η νεαρή που ακούει στο όνομα Μιμή Ντενίση, βλέπει την φωτογραφία σε όλες τις εφημερίδες.

Οχτώ χρόνια μετά από εκείνη την βραδιά, ο Δημήτρης Ρίζος είναι πανίσχυρο στέλεχος στην «Βραδυνή» μέχρι την μοιραία νύχτα της 19ης Μαρτίου του 1983. Ήταν το τελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς και ο εκδότης της ιστορικής εφημερίδας Τζώρτζης Αθανασιάδης δολοφονείται από άγνωστο άνδρα μέσα στο γραφείο του. Στην κηδεία του ο κόσμος αποθεώνει τον Ρίζο, αλλά οι κόρες του είναι αρκετά αποστασιοποιημένες απέναντί του και τους επόμενους μήνες η κόντρα μαζί τους θα τον οδηγήσει στην έξοδο. Κατά την προσωπική του άποψη η Ειρήνη Αθανασιάδη και οι αδερφές της δεν μπορούσαν να δεχτούν ότι εμφανιζόταν στην εφημερίδα σαν να του ανήκε, ενώ ήταν απλά ένας δημοσιογράφος.

Μόλις γίνεται γνωστό ότι είναι ελεύθερος υπογράφει εν μια νυκτί σχεδόν στην «Ακρόπολη» όπου η σελίδα του ονομάζεται «Ξυπνητήρι» αλλά δεν θα μείνει παρά μόνο έξι μήνες.

Το τηλεφώνημα για ραντεβού με τον Άρη και την Λίλιαν Βουδούρη θα αποδειχτεί καταλυτικό για την μετέπειτα πορεία του σε μια εφημερίδα που θα σημαδέψει ποικιλοτρόπως την διαδρομή του.

Η Λιάνη, το «Guadalahara» και ο Κοσκωτάς

Η μεταγραφή του στον «Ελεύθερο Τύπο» δεν θα εκτοξεύσει μόνο τις δικές του μετοχές, αλλά και αυτές της εφημερίδας αφού το δισέλιδο που υπογράφει με τον τίτλο «Ανάδελφος τύπος» γίνεται αμέσως το αγαπημένο των αναγνωστών.

Η κυκλοφορία εκτινάσσεται από τις 150.000 στις 250.000 φύλα και ο Ρίζος γίνεται ο απόλυτος εκφραστής των οπαδών της Νέας Δημοκρατίας και ατύπως Νο 2 στην εφημερίδα.

Εικάζεται ότι ήταν αυτός που έφερε στην εφημερίδα τις περίφημες γυμνές φωτογραφίες της Δήμητρας Λιάνη, τις οποίες αγόρασε μεν ο Άρης Βουδούρης, αλλά δεν τις δημοσίευσε ποτέ. Δεν το επέτρεπε, λένε άνθρωποι που έζησαν τον εκδότη που ήθελε πάντα κλειστές τις κουρτίνες του γραφείου του, η αισθητική του, αφού θεωρούσε ότι αυτό θα ήταν ένα χτύπημα κάτω από την μέση στον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου τον οποίο «χτυπούσε» σκληρά η εφημερίδα του.

Αυτό βέβαια δεν τον εμπόδισε να υποκύψει σε τίτλους όπως «Ο απατεώνας και το τσόκαρο» για τον Ανδρέα και την Μιμή -ο τότε πρωθυπουργός είχε αποκαλέσει πατσαβούρα την εφημερίδα- η οποία ήταν συνεχώς στο στόχαστρο του Ρίζου.

Τον Ιούλιο του 1988, ο Σωκράτης Κόκκαλης – ο Βουδούρης τον μισούσε και τον θεωρούσε τον Νο 1 εχθρό του παρά το γεγονός ότι κάποτε ήταν συνέταιροι και φίλοι -που έχει πάρει χωρίς διαγωνισμό από τον ΟΤΕ του Τόμπρα τις 470.000 ψηφιακές συνδέσεις παραχωρεί το κοτέρο του «Guadalahara» στον Ανδρέα Παπανδρέου και την Δήμητρα Λιάνη για μια κρουαζιέρα είκοσι ημερών στο Αιγαίο.

Ο Ρίζος σύμφωνα με το παρασκήνιο της εποχής παίρνει στα χέρια του από ισχυρό πρόσωπο της δημόσιας ζωής, φωτογραφίες του ζεύγους από την κρουαζιέρα οι οποίες δημοσιεύονται στην εφημερίδα και προκαλούν τεράστιο θόρυβο.

Με το σκάνδαλο Κοσκωτά να είναι στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, η «αμαρτωλή» κρουαζιέρα σχολιάζεται ποικιλοτρόπως.

Λίγους μήνες αργότερα ο Ρίζος είναι ο μοναδικός Ελληνας δημοσιογράφος που καταφέρνει να πάρει συνέντευξη από τον συλληφθέντα πλέον ευτραφή τραπεζίτη. Είναι πια παντοδύναμος, βλέπει κάθε βράδυ σχεδόν την πρώτη σελίδα, πριν βγει για να διασκεδάσει με φίλους και εντυπωσιακές γυναίκες, που έλκονταν από την εξουσία που είχε, χωρίς όμως να προκαλεί ιδιαίτερα. Σχεδόν όλες οι γυναίκες τον περνάνε ένα κεφάλι όπως μια εντυπωσιακή νεαρή τότε ηθοποιός η οποία τον επισκέπτεται πολύ συχνά στην εφημερίδα τα βράδια. Ο αδερφός της προσλαμβάνεται λίγο αργότερα με συνοπτικές διαδικασίες στην εφημερίδα, ως υπάλληλος στην γραμματεία.

Η βόμβα και η σύγκρουση με τον Κύρτσο

Παρά τα απειλητικά τηλεφωνήματα και τις ανώνυμες επιστολές το αυτί του δεν δείχνει να ιδρώνει, τουλάχιστον μέχρι το απόγευμα που η γραμματέας του Ρούλα Καψοκέφαλου τον προλαβαίνει όπως είπε ο ίδιος, όταν είχε μόλις αρχίσει να ανοίγει ένα φάκελο. Η μυρωδιά του εκρηκτικού απλώνεται και η γραμματέας του παίρνει τον φάκελο και τον πετάει σε παρακείμενο οικόπεδο, όπου και εκρύγνηται με μια δυνατή έκρηξη. Ούτε αυτή όμως δεν θα έχει την ισχύ της εσωτερικής σύγκρουσης που ξεσπάει λίγους μήνες μετά το θάνατο του Άρη Βουδούρη σε ένα φοβερό τροχαίο επί της Λεωφόρου Βουλιαγμένης, όταν ο εκδότης παραβιάζει το κόκκινο φανάρι.

Ο Ρίζος αναλαμβάνει την διεύθυνση της εφημερίδας μαζί με τον Γιώργο Κύρτσο, τον Γιάννη Ταμπάκη, τον Βαγγέλη Μυγδάλη και τον Χρήστο Μουλίνο και από την αρχή τα πηγαίνει καλά με όλους εκτός από έναν.

Με τον Γιώργο Κύρτσο οι ισορροπίες ήταν από την αρχή πολύ λεπτές και δεν άργησαν να διαταραχθούν ανάμεσα στο «λαϊκό» παιδί από την Πρώτη Σερρών και τον αστό με τις περγαμηνές από το London School of Economics και το φημισμένο MIT της Μασσαχουσέτης. Τα συμβούλια των μελών του Ιδρύματος Βουδούρη του έσπαγαν τα νεύρα, πρωτίστως επειδή τον ενδιέφερε περισσότερο η έκδοση του φύλου, ενώ υπήρξε και βράδυ που βρήκε το γραφείο του κλειδωμένο όπως έλεγε κατ’ εντολή του Κύρτσου, γεγονός που τον έκανε έξαλλο.

Παρά τις διασυνδέσεις του στη Νέα Δημοκρατία, ο Ρίζος δεν ήταν διπλωμάτης και δεν μπορούσε να ελιχθεί όπως ο «αντίπαλός» του που δεν φώναζε σχεδόν ποτέ. Κινώντας μεθοδικά τα νήματα ο Κύρτσος αφαιρεί σταδιακά από τον Ρίζο όλες τις εξουσίες που είχε και τον αφήνει απλό αρθογράφο στην εφημερίδα που μέχρι πρότινος ήταν διευθυντής.

Διαισθάνεται ότι πρέπει να φύγει και το πράττει παίρνοντας μαζί του αρκετούς δημοσιογράφους που τον εμπιστεύονταν και τον στήριζαν στην κόντρα του με τον Κύρτσο. Σύμφωνα με τον αστικό μύθο εισέπραξε μια αποζημίωση ύψους 40.000.000 δραχμών τότε και χωρίς να ησυχάσει λεπτό βάζει μπροστά τον «Αδέσμευτο Τύπο» συμπράττοντας με τον επιχειρηματία Κώστα Μήτση. Το νέο κεφάλαιο που ανοίγει στην δημοσιογραφική του πορεία δεν θα μπορούσε λένε κάποιοι να μην εμπεριείχε άλλη μια σύγκρουση, η οποία απλά ήρθε μετά από λίγα χρόνια.

Οι δύο «Αδέσμευτοι» και η Πέγκυ

Αν σιχαινόταν ένα πράγμα ο Δημήτρης Ρίζος αυτό ήταν τα οικονομικά και η διαχείρηση, στα οποία όπως έχει παραδεχθεί δημόσια ήταν πάντα κάκιστος.

Η μόνη φορά όπως τόνισε σε συνέντευξή του που έβγαλε λεφτά ήταν όταν μαζί με τον επιχειρηματία και στενότατο φίλο του Δημήτρη Κοπελούζο αποφάσισαν να αγοράσουν από τον όμιλο Κουλουκουντή τον τηλεοπτικό σταθμό Seven-X για 160.000.000 δραχμές. Θα τον πουλήσουν σε ένα χρόνο στον αλήστου μνήμης Γιώργο Μπατατούδη για 1.500.000.000 δραχμές σύμφωνα με τα όσα είπε χρόνια μετά ο Ρίζος.

Ο «Αδέσμευτος Τύπος» θα κυκλοφορήσει το 1994 με σχετικά ικανοποιητική κυκλοφορία, χωρίς όμως να φέρνει κάτι καινούργιο σε έναν χώρο, όπου η καινοτομία και οι νέες ιδέες είναι απαραίτητες για την μακροημέρευση ενός μέσου. Μέχρι τις αρχές του 1998 Ρίζος και Μήτσης πορεύονται μαζί αλλά κάποι στιγμή κοντράρονται και η συμμαχία σπάει με πολύ άσχημο τρόπο, αφού ο επιχειρηματίας θέλει να διώξει τον Ρίζο.

Ξαφνικά γίνεται το πρωτοφανές: Κυκλοφορούν δύο εφημερίδες με τον τίτλο «Αδέσμευτος Τύπος», η μια με εκδότη τον Δημήτρη Ρίζο και η άλλη με εκδότη τον Κώστα Μήτση. Οι αναγνώστες μπερδεύονται για μεγάλο διάστημα, οι μυνήσεις και τα ασφαλιστικά μέτρα πέφτουν βροχή και όλο αυτό μόνο καλό δεν κάνει στην εφημερίδα τα επόμενα χρόνια.

Το 2003 μια ομάδα συνεργατών αποχωρούν από την εφημερίδα του Ρίζου θεωρώντας άστοχες τις επιλογές αλλά και τον τρόπο παρουσίασης των θεμάτων.

Την ίδια στιγμή ακούγονται διάφορα για την επιρροή που ασκεί στον εκδότη η τρίτη κατά σειρά σύζυγός του Πέγκυ Ρίζου, μια εντυπωσιακή γυναίκα που έχει μπει στην ζωή του από το 1995.

Πάθη, γάμοι, διαζύγια και business

Μέχρι εκείνη την χρονιά ο 65χρονος τότε δημοσιογράφος-εκδότης μετράει ήδη δύο γάμους, δύο διαζύγια και δύο παιδιά.

Παντρεύτηκε για πρώτη φορά το 1956 σε ηλικία μόλις 20 ετών την Βίλμα η οποία του χάρισε ένα γιο τον Χρήστο, ο οποίος είναι οικονομικά ευκατάστατος χάρη στον δεύτερο άντρα της πρώην συζύγου του, ο οποίος του άφησε μια μεγάλη περιουσία.

Ακολούθησε ο έρωτας με την Γωγώ Δεμέναγα, που κατέληξε στα σκαλιά της εκκλησίας και σε ένα δεύτερο παιδί, τον Απόστολο, ο οποίος σπούδασε οικονομικά στο Λονδίνο.
Ακολούθως άρχισε να εργάζεται δίπλα στον πατέρα του, ο οποίος τον λάτρευε και ήταν πάντα δίπλα του ενθαρρύνοντάς τον να παίρνει πρωτοβουλίες.

Η γνωριμία του Ρίζου με την Πέγκυ έμελλε να αποδειχθεί ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής του, αφού είναι μαζί για είκοσι τρία ολόκληρα χρόνια και απέκτησαν μια κόρη την Δήμητρα, η οποία σπουδάζει μουσική στο Λονδίνο. Η λέξη μουσική μπήκε στην ζωή του Δημήτρη Ρίζου όταν αποφάσισε στα μέσα της δεκαετίας του ’90 να αγοράσει έναν ραδιοφωνικό σταθμό για να διαφημίζει τον «Αδέσμευτο Τύπο». Ένα μεσημέρι που συνέτρωγε με τους Γιάννη και Θέμη Αλαφούζο εκείνοι του παραχωρούν δωρεάν τον παλιό TOP FM του Λαμπράκη, που τον είχαν μετονομάσει σε POP FM.

Μόνο που για να τον μετονομάσει και να τον μεταφέρει χρειαζόταν γύρω στα 100.000.000 δραχμές τα οποία δεν είχε γι΄αυτό άρχισε να τσιγκλάει τον Γιάννη Αλαφούζο να μπει μέτοχος και να βάλει λεφτά.

Ο τελευταίος το κάνει αλλά του λέει να μην τον ενοχλήσει για το παραμικρό που θα έχει να κάνει με τον σταθμό και ο Ρίζος ενώ όλοι περίμεναν να στήσει μια ενημερωτική συχνότητα κάνει το εντελώς αντίθετο. Δημιουργεί τον «Λάμψη» που παίζει μόνο ελληνική μουσική, μέσα σε λίγους μήνες χτυπάει 30% ακροαματικότητα και κλείνει τον πρώτο χρόνο με κέρδη 2.000.000.000 δραχμές!

Εκεί ασχολείται ενεργά και η σύζυγός του, η οποία εμφανίζεται επίσημα ως ιδιοκτήτρια και παθιάζεται με την νέα της ενασχόληση, ενώ το ζευγάρι δίνει το παρόν σε πολλές κοινωνικές εκδηλώσεις.

Το λουκέτο και το δράμα με τον Απόστολο

Όταν πουλήθηκε ο «Λάμψη» ακούστηκαν πολλά ποσά, από ενάμιση έως τρία δισ. αλλά όπως είπε ο ίδιος πριν από έξι χρόνια, «πούλησα τον σταθμό πάνω από εφτά δισ, ενίσχυσα τον “Αδέσμευτο Τύπο”, ενώ ταυτόχρονα πήρα έναν άλλο μικρότερο σταθμό, τον “Παρέα FM”».

Όμως η ενίσχυση αποδείχτηκε μάταια τελικά στο πέρασμα των χρόνων και στην εποχή του ευρώ, αφού η κυκλοφορία του φύλου συρρικνώθηκε και δεν μπορούσε πλέον να είναι ανταγωνιστική. Το καλοκαίρι του 2012 οι εργαζόμενοι δεν βλέπουν από τον Ιούνιο λεφτά στους λογαριασμούς τους και παρά την υπομονή που κάνουν, αρχίζουν να νοιώθουν ότι το καράβι βουλιάζει.

Τα δάνεια είναι 2.500.000 ευρώ αλλά δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν, ο Ρίζος όπως λέει στους εργαζόμενους δεν έχει τίποτε στο ονομά του, οι τελευταίοι προχωρούν σε επίσχεση εργασίας αφού είναι μισό χρόνο απληρωτοι και η εφημερίδα κατεβάζει ρολά τον Δεκέμβριο του 2012.

Ο πόλεμος μεταξύ των εργαζομένων και του πρώην εκδότη έχει μόλις αρχίσει και συνεχίστηκε, αφού οι πρώτοι κατάφεραν να κυρηχθεί η εταιρία «Μακεδονικές Εκδόσεις ΑΕ» που εξέδιδε την εφημερίδα σε πτώχευση, πέντε χρόνια μετά το λουκέτο.

Αυτό που τους εξόργισε περισσότερο ήταν η πρόσληψη του πρώην εκδότη τους στον «Ελεύθερο Τύπο» ως σύμβουλος έκδοσης, την οποία κατήγγειλαν πριν γίνει.

Η μοίρα όμως επιφύλασσε ένα πολύ σκληρό χτύπημα στον πρώην κραταιό εκδότη τον Απρίλιο του 2014, όταν ο γιος του Απόστολος τραυματίζεται πολύ σοβαρά σε τροχαίο, οδηγώντας το μηχανάκι του χωρίς να φοράει το κράνος του. Η σύγκρουση δεν είναι σφοδρή, αλλά ο νεαρός παθαίνει σοβαρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις και μετά απο μια σοβαρή επέμβαση στο κεφάλι παραμένει στην εντατική για ενάμιση περίπου μήνα.
Μέχρι τώρα ο Απόστολος προσπαθεί ακόμη να επανέλθει ολοκληρωτικά μετά από την περιπέτειά του που «τσάκισε» ψυχολογικά την οικογένεια και τον πατέρα του, ο οποίος δεν ξεπέρασε ποτέ εκείνη την Παρασκευή του Απρίλη.

Τα τελευταία τρία χρόνια, έβγαινε από το σπίτι μόνο για να δώσει το παρόν στο αστυνομικό τμήμα του Ελληνικού για τα περιοριστικά μέτρα που του είχαν επιβληθεί.

Πέρυσι ο άνθρωπος που είχε δεχθεί πάνω από εννιακόσιες αγωγές και παρόλα αυτά είχε λευκό ποινικό μητρώο όπως έλεγε, βρίσκεται προφυλακισμένος στις φυλακές της Κω για χρέη προς το δημόσιο ύψους 22.500 ευρώ. Ελάχιστα μεν σε σύγκριση με τα χρέη του Σταύρου Ψυχάρη για παράδειγμα, αρκετά δε για να στείλουν έστω για λίγες ημέρες τον 82χρονο πρώην εκδότη κρατούμενο πίσω από τα σίδερα ενός σωφρονιστικού ιδρύματος.

Μετά από αυτό η ψυχολογία του έπεσε στο ναδίρ και η ασθένεια του Πάρκινσον από την οποία είχε προσβληθεί εδώ και πέντε χρόνια επιδεινώνεται ραγδαία μέχρι και το πρωί της Παρασκευής που έφυγε από μια ζωή γεμάτη συγκινήσεις, νίκες, ήττες, έρωτες γάμους και γραπτά κείμενα που είχαν την δική του ιδιαίτερη γραφή.

Η κηδεία του δημοσιογράφου, που έφυγε από τη ζωή χθες Παρασκευή, τελείται στις 12:30 στον ιερό Ναό Παμμεγίστων Ταξιαρχών Νέου Κοιμητηρίου Γλυφάδας.

Πηγή: protothema.gr