Του Δημήτρη Πόγκα 

Ο Γιάννης Βλαχογιάννης, συνιδρυτής της πρώτης ελληνικής startup που εξαγοράστηκε στη Σίλικον Βάλεϊ, θέλει να κάνει την τεχνητή νοημοσύνη να παράγει επενδυτικό εισόδημα

Η πρόσφατη ανακοίνωση εξαγοράς του Taxibeat από τη mytaxi, μία εταιρεία με έδρα στη Γερμανία και θυγατρική της αυτοκινητοβιομηχανίας Daimler, γιορτάστηκε δεόντως από όσους παρακολουθούν την ελληνική startup κοινότητα. Ωστόσο, οι παλαιότεροι -δεν έχουν περάσει, άλλωστε, και πολλά χρόνια- θυμούνται πως η πρώτη μεγάλη εξαγορά startup με βάση την Ελλάδα ήταν το 2013 η απορρόφηση της BugSense από τη Splunk, μίας εταιρείας εισηγμένης στον NASDAQ, η κεφαλαιοποίηση της οποίας τις ημέρες που ανακοινώθηκε η συμφωνία ανήρχετο στα 6 δισ. δολάρια.

Η BugSense είχε δημιουργηθεί το 2011 από τους Παναγιώτη Παπαδόπουλο και Γιάννη Βλαχογιάννη και ανέπτυσσε μία πλατφόρμα η οποία βοηθούσε τους προγραμματιστές εφαρμογών να βρίσκουν τα σφάλματα στον κώδικά τους και να τα διορθώνουν. Έχοντας χρηματοδοτηθεί με ένα ποσό μόλις λίγο πάνω από τα 100.000 δολάρια από Ελληνοαμερικανούς ιδιώτες επενδυτές στη Σίλικον Βάλεϊ, η εταιρεία δύο χρόνια μετά εξαγοράστηκε για ένα ποσό που φαίνεται πως είχε ξεπεράσει τα 10 εκατ. δολάρια. Τότε, σχεδόν σύσσωμη η ομάδα της εταιρείας -περί τα 15 άτομα- είχε μετακινηθεί στο Σαν Φρανσίσκο, προκειμένου να ενσωματωθεί στη Splunk, αναλαμβάνοντας την παρουσία των προϊόντων της εταιρείας στο mobile.

Δείτε εδώ συνέντευξη του Γ. Βλαχογιάννη στο newmoney.gr και τον Κ. Τσαούση μετά την εξαγορά της BugSense από τη Splunk 

Τρία χρόνια μετά, οι δύο συνιδρυτές της BugSense έχουν προχωρήσει στα επόμενα βήματά τους: ο μεν Παναγιώτης Παπαδόπουλος έχει στραφεί στη χρηματοδότηση νέων startups ως ιδιώτης -«άγγελος»- επενδυτής, ενώ φαίνεται πως επιστρέφει μόνιμα στην Ελλάδα, προκειμένου να συμμετάσχει στη δημιουργία ενός νέου επενδυτικού ταμείου που θα επενδύσει σε ελληνικές τεχνολογικές startups, σε συνεργασία με τον Γιώργο Τζιραλή, συνιδρυτή και partner του Openfund, του επενδυτικού ταμείου που σε δύο περιόδους από το 2009 διαχειρίστηκε 15,5 εκατ. ευρώ, επένδυσε σε 26 εταιρείες και μέχρι στιγμής έχει «βγει» από 3 από αυτές (ανάμεσά τους και το Taxibeat).

Από την πλευρά του, ο Γιάννης Βλαχογιάννης, στα 36 του χρόνια πλέον, μετακόμισε στο Λος Άντζελες, προκειμένου να τρέξει τη νέα του startup. Πρόκειται για την Agent Risk, μία πλατφόρμα αυτοματοποιημένης διαχείρισης επενδυτικού χαρτοφυλακίου.

«Η AgentRisk ξεκίνησε ως μια πλατφόρμα διαχείρισης ενός ποσοστού των δικών μας χρημάτων, γιατί δεν μας άρεσε ο “μπακάλικος” τρόπος των τραπεζών», αναφέρει ο Γιάννης Βλαχογιάννης. «Μέσα στην πλατφόρμα τα πάντα γίνονται με τη χρήση αλγορίθμων και τεχνητής νοημοσύνης που παρακολουθούν τις επενδύσεις του χρήστη και έχουν πρόσβαση στην εκτέλεση στρατηγικών που μέχρι τώρα ήταν διαθέσιμες μόνο σε hedge funds».

Σε σχέση με τις παραδοσιακές επενδυτικές επιλογές, η AgentRisk -εκτός της χρήσης ευφυών συστημάτων διαχείρισης του χαρτοφυλακίου και ανάληψης επενδυτικών στρατηγικών- υπόσχεται χαμηλότερες προμήθειες, ημερήσια ρευστοποίηση του χαρτοφυλακίου και μηδενική περίοδο δέσμευσης του επενδυτή στην πλατφόρμα. Αυτή τη στιγμή η AgentRisk είναι διαθέσιμη μόνο στις ΗΠΑ, υπό την εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγορών της χώρας (SEC), και αριθμεί τους πρώτους πελάτες και τα πρώτα έσοδά της.

Ωστόσο, όπως τονίζει ο Γιάννης Βλαχογιάννης, σύντομα η εταιρεία θα επεκταθεί και στην Ευρώπη, όπου έχει ήδη εκκινήσει τις ρυθμιστικές διαδικασίες. Η εταιρεία έχει προσλάβει απομακρυσμένους υπαλλήλους στην Κύπρο και αναζητά να προσλάβει άτομα και στην Ελλάδα. Αυτή την στιγμή υπάρχουν ανοιχτές θέσεις για back-end engineers, οικονομικούς αναλυτές, crypto-currency και algotrading engineers.

Ο Γιάννης Βλαχογιάννης στη Splunk ξεκίνησε ως υπεύθυνος για τις mobile τεχνολογίες της εταιρείας, επεκτάθηκε στο Internet of Things και στη συνέχεια κατέληξε στο τμήμα ανάπτυξης νέων καινοτομιών.

«Είναι μεγάλο πλεονέκτημα να προέρχεσαι από μία startup, καθώς είσαι πάρα πολύ επιθετικός. Είναι και στον χαρακτήρα μου και μπορείς να ανέβεις πολύ ψηλά», τονίζει ο Γιάννης Βλαχογιάννης. «Ήταν τεράστια εμπειρία να δεις πώς λειτουργεί μία από τις μεγαλύτερες αμερικανικές εισηγμένες εταιρείες. Η μεγαλύτερη διαφορά σε σχέση με την BugSense ήταν ότι οι αποφάσεις μου μπορεί να είχαν αντίκτυπο σε πάρα πολλά εκατομμύρια δολάρια. Είναι τρομακτικό στην αρχή, αλλά το συνηθίζεις».

Ο Γιάννης Βλαχογιάννης επιστρέφει στην Αθήνα για λογαριασμό ενός FinTech hackathon («μαραθώνιος» ανάπτυξης χρηματοοικονομικών προϊόντων και υπηρεσιών που ενσωματώνουν σύγχρονες ψηφιακές τεχνολογίες) που διοργανώνει από σήμερα μέχρι και την Κυριακή η Eurobank.

«Προσωπικά θεωρώ ότι ο χώρος των “έξυπνων πορτοφολιών”, που δραστηριοποιούνται οι περισσότερες εταιρείες, είναι βαρετός. Όταν αναφέρομαι στο FinTech, σκέφτομαι κυρίως τεχνολογίες όπως Blockchain, Ethereum, Bitcoin, αυτοματοποιημένες πλατφόρμες επενδύσεων», τονίζει ο Γιάννης Βλαχογιάννης.

«Στην Αμερική, βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή του “disruption”. Ακόμα πειραματιζόμαστε με θέματα όπως εισόδημα που παράγεται από τις μηχανές και την τεχνητή νοημοσύνη, ώστε να μη χρειάζεται να δουλεύεις, και συστήματα διανεμημένων “έξυπνων” συμβολαίων. Στην Ελλάδα, τέτοιες εφαρμογές είναι δύσκολες και λόγω νομοθεσίας, αλλά κυρίως λόγω της μηδαμινής έκθεσης σε αυτές τις ιδέες».

Ο Γιάννης Βλαχογιάννης εξακολουθεί να παρακολουθεί την ελληνική startup σκηνή από πιο κοντά από όσο θα νόμιζε κανείς. Αρκείται σε ένα «περισσότερα, σύντομα», σχετικά με τα σχέδιά του για την Ελλάδα. Στην Αμερική, πάντως, έχει ήδη επενδύσει σε μερικές εταιρείες, ενώ δεν περιορίζεται μόνο στον τεχνολογικό τομέα.

Μαζί με άλλα μέλη της BugSense, έχουν δημιουργήσει ένα αποστακτήριο οινοπνευματωδών ποτών στη Γιούτα, ενώ ο ίδιος συμμετέχει και σε μία μικρή εταιρεία ενοικίασης μικρών αεροσκαφών σε εταιρικούς πελάτες, την Armadillo Airways, η οποία πήρε το όνομά της από το σήμα της BugSense, ένα αρμαντίλο, και την οποία θα ήθελε να επεκτείνει και στα ελληνικά νησιά, μια και η χώρα μας «έχει πολύ περισσότερες ομορφιές και τουρισμό» από την Καλιφόρνια.

«Είναι ενδιαφέρον πόσα πράγματα μπορείς να εφαρμόσεις από τις startups σε πιο κλασικές εταιρείες», καταλήγει ο Γιάννης Βλαχογιάννης, αναφερόμενος στις πιο «χαλαρές» επιχειρηματικές δράσεις που τρέχει δίπλα στα τεχνολογικά εγχειρήματά του.

Πηγή: City Stories / protothema.gr