του Δημήτρη Μαρκόπουλου

Από κρίσεις -κάθε είδους- η Ελλάδα τα τελευταία 88 χρόνια έχει πλεόνασμα. Από το 1930, έτος ίδρυσης της βιομηχανίας Γιώτης, τα πράγματα πήγαν για τη χώρα και καλά και άσχημα. Ωστόσο αυτή η ελληνική παραδοσιακή παραγωγική δύναμη, ό,τι κι αν έγινε, όσο κι αν η πατρίδα μας στροβιλίστηκε από προβλήματα, κακουχίες, πολέμους, ύφεση ή απανωτές πολιτικές κρίσεις, επιβίωσε και αναπτύχθηκε. Αυτό κάνει και μετά την πρόσφατη κρίση που βρήκε τον τόπο μας. Μετά από οκτώ χρόνια ύφεση (από το 2010), τέσσερα μνημόνια, με τη χώρα να έχει ταλαιπωρηθεί και τα λουκέτα να είναι χιλιάδες, η Γιώτης βγαίνει από την κρίση όρθια και δυνατή. Για την ακρίβεια, ύστερα από όλα αυτά τα δύσκολα προχώρησε μέσα στο 2018 σε δύο σημαντικές εξαγορές, μιας βουλγαρικής εταιρείας και της γαλακτοβιομηχανίας Στάμου. Πλέον βλέπει αισιόδοξα το μέλλον της.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι η Γιώτης κατέγραψε θετική πορεία το 2017 αυξάνοντας τις πωλήσεις της και τα καθαρά κέρδη. Αναλυτικότερα, ο κύκλος εργασιών της ανήλθε σε 74,65 εκατ. ευρώ έναντι 73 εκατ. το 2016, σημειώνοντας αύξηση 2,29%. Τα αποτελέσματα προ φόρων υποχώρησαν στα 4,46 εκατ. ευρώ από 5,3 εκατ. το 2016, ενώ τα αποτελέσματα μετά φόρων αυξήθηκαν οριακά (0,13%) και ανήλθαν σε 3,33 εκατ. ευρώ από 3,32 εκατ. το 2016.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, η εικόνα αυτή αποπνέει στο σύνολό της υγεία και δίνει εγγυήσεις σταθερότητας και ανόδου για το μέλλον. Βασικοί πλέον στόχοι της διοίκησης είναι η ενίσχυση του τζίρου της εταιρείας, η βελτίωση του περιθωρίου μεικτού και καθαρού κέρδους και η ανάπτυξη των δραστηριοτήτων της σε νέες αγορές (ανάπτυξη εξαγωγών, επιχειρηματικές συμφωνίες Μ&Α). Οι εξαγωγές εξάλλου θα δώσουν τον βηματισμό για νέες επιτυχίες και άνοδο πωλήσεων πάνω από το όριο των 100 εκατ. ευρώ, όπως επιδιώκει η οικογένεια Γιώτη.

givth666.jpg

Για την επίτευξη των παραπάνω στόχων, η διοίκηση του Γιάννη Γιώτη αλλά και της υπόλοιπης οικογένειας θα βασιστεί σε τρεις στρατηγικές που περιλαμβάνουν την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων της τα επόμενα τρία χρόνια μέσω επιχειρηματικών συνεργασιών-εξαγορών που θα προσδίδουν προστιθέμενη αξία στην εταιρεία, υποκατάσταση εντός της τριετίας των εισαγόμενων εμπορεύσιμων κωδικών με ιδιοπαραγόμενους και, τέλος, επενδύσεις στον τομέα του νέου μηχανολογικού εξοπλισμού, οι οποίες θα εστιάζονται στην επέκταση της παραγωγικής δυναμικότητας σε βρεφικό γάλα και παιδικές τροφές και στην αύξηση της δυναμικότητας του τομέα των σοκολατοειδών, καθώς και την παραγωγή σοκολατοειδών με βελτιωμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Για φέτος η διοίκηση εκτιμά ότι τόσο οι πωλήσεις όσο και τα κέρδη προ φόρων θα σημειώσουν αύξηση κατά 3%.

Πάντως, το 2018 ήταν κρίσιμο για την πορεία της εταιρείας τα επόμενα πέντε χρόνια όσον αφορά τη στόχευσή της να δημιουργήσει νέο προφίλ. Το ότι πέρασε υπό τον έλεγχό της η γαλακτοβιομηχανία Στάμου, αποτελώντας τη δεύτερη εξαγορά στην οποία προχωρά φέτος η εταιρεία, αφού στις αρχές του έτους απέκτησε και μια μικρή βουλγαρική βιομηχανία, δείχνει μια ξεχωριστή και ιδιαίτερη δυναμική. Ειδικότερα, μέσω της εξαγοράς της γαλακτοβιομηχανίας Στάμου η Γιώτης επιδιώκει να ενδυναμώσει περαιτέρω τη δυναμική της στον κλάδο των γαλακτοκομικών προϊόντων, και δη σε προϊόντα όπως τα γλυκά επιδόρπια, στα οποία έχει σημαντική πείρα.

Η συμφωνία εξαγοράς που ολοκληρώθηκε μέσα στον Μάιο ήδη οδηγεί στο άνοιγμα νέων σημείων πώλησης και σε εξωστρέφεια, ενώ στόχευση είναι η παραγωγική αύξηση από τη μονάδα των Αχαρνών. Ταυτόχρονα θα υπάρξουν και νέα λανσαρίσματα που θα φέρουν την τεχνογνωσία του R&D της Γιώτης. Μάλιστα η ελληνική βιομηχανία δεν στοχεύει στην ενοποίηση του εν λόγω σήματος αλλά στην αυτόνομη παρουσία του.

givtttt.jpg

Η εταιρεία Στάμου δραστηριοποιείται στην παραγωγή και εμπορία γαλακτοκομικών προϊόντων από το 1964 με μεγάλη επιτυχία και έμφαση στην ποιότητα. Διαθέτει προϊόντα όπως γάλα, γιαούρτι, παγωτά, τυροκομικά, βούτυρο, κρέμα γάλακτος, επιδόρπια με γάλα και χωρίς αλλά και γλυκά. Ο κύκλος εργασιών της κυμαίνεται μεταξύ 12-12,5 εκατ. ευρώ, ενώ διαθέτει έξι ιδιόκτητα γαλακτοπωλεία στην Αττική. Με συνεργασίες με παραγωγούς σε Κορινθία, Αργολίδα, Βοιωτία, Εύβοια και εντός Αττικής, η εξαγορά της γαλακτοβιομηχανίας Στάμου είναι η δεύτερη σε εγχώριο επίπεδο μέσα σε διάστημα διετίας για τη Γιώτης, αφού το 2016 προχώρησε στην απόκτηση του 100% των μετοχών της ανώνυμης βιομηχανικής εταιρείας προϊόντων διατροφής Αττικοί Ορίζοντες. Και όλα αυτά ενώ έχει δημιουργηθεί η Jotis Boulgaria EOOD στις αρχές του έτους μετά την εξαγορά βουλγαρικής βιομηχανίας.

Η ιστορία της Γιώτης

Η βιομηχανία Γιώτης ξεκίνησε με σκοπό να βοηθήσει τα βρέφη και τα παιδιά σε περιόδους υποσιτισμού τους. Μετρά 88 χρόνια ζωής στον χώρο των παιδικών τροφών, με τις κρέμες και το βρεφικό γάλα που εισήγαγε πρώτη στην ελληνική αγορά να κάνουν τεράστια επιτυχία. Η αρχή έγινε ως εταιρεία παραγωγής παιδικών τροφών, όμως ουσιαστικά σήμερα είναι ένας μεγάλος όμιλος τροφίμων με παραγωγή επιδορπίων, σοκολατοειδών, ροφημάτων, αλεύρων, βοηθητικών πρώτων υλών για μαγειρική και ζαχαροπλαστική, ξεπερνώντας συνολικά τους 300 κωδικούς προϊόντων. Χαρακτηριστικό της γνώρισμα είναι ότι πάντα λειτουργεί με ίδια κεφάλαια και σφιχτή μα δίκαιη διαχείριση, δείγμα της ηπειρώτικης κουλτούρας που υπάρχει στο DNA της.

Η ιστορία της ξεκινά το 1930, όταν ο Ιωάννης και η Μαρία Γιώτη ιδρύουν τη Γιώτης έχοντας ως βασικό κίνητρο να προσφέρουν στα Ελληνόπουλα μια δυναμωτική τροφή από ελληνικό καλαμπόκι και ρύζι. Στο εργοστάσιο στις Τρεις Γέφυρες παράγουν τις πρώτες βρεφικές και παιδικές κρέμες στην Ελλάδα, το Ανθος Αραβοσίτου και το Ανθος Ορύζης, προϊόντα που εξακολουθούν να βρίσκονται μέχρι και σήμερα στα ράφια των καταστημάτων. Μάλιστα το Ανθος Ορύζης θεωρείται ότι είχε εξαιρετικά σημαντική συνεισφορά στη μείωση της παιδικής θνησιμότητας την εποχή εκείνη λόγω της επιδημίας δυσεντερίας. Μαζί με το Ανθος Αραβοσίτου είναι τα πρώτα επώνυμα προϊόντα που εξάγει η εταιρεία στην Αμερική.

Η Κατοχή βρίσκει τη Γιώτης όρθια και στις αρχές της δεκαετίας του ’50 παράγει το Φρουί Ζελέ ενώ στις αρχές της δεκαετίας του ’60, την Κρέμα Καραμελέ επίσης διαχρονικό επιδόρπιο. Το 1960 φεύγει από τη ζωή ο ιδρυτής της εταιρείας και τον έλεγχο αναλαμβάνει η σύζυγός του Μαρία και τα παιδιά τους Αθανάσιος και Χρήστος. Το 1965 παρουσιάζει τη Φαρίνα Γιώτης, το πρώτο αλεύρι που φουσκώνει μόνο του, και το 1972 μία από τις πλέον γνωστές παιδικές κρέμες, τη Φαρίν Λακτέ.

Με μεγάλες εγκαταστάσεις 30.000 τ.μ. επί της λεωφόρου Κηφισού, το 2015, στην καρδιά της κρίσης, δημιούργησε μία ακόμη μονάδα συνολικής έκτασης 10.000 τ.μ. στο Αγρίνιο.

Τρία χρόνια νωρίτερα, είχε αποκτήσει νέα αποθήκη συνολικής έκτασης 10.000 τ.μ. στη Μάνδρα Αττικής, δυναμικότητας 9.000 παλετοθέσεων. Το 2017 οι πωλήσεις της ανήλθαν σε περίπου 75 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση σε σύγκριση με το 2016. Σήμερα απασχολεί 360 εργαζόμενους. Από το 2009 έως σήμερα η εταιρεία υλοποίησε επενδύσεις ύψους 30 εκατ. ευρώ. Πάντως, αν πρέπει να προσδιορίσουμε έναν παράγοντα που καθόρισε το success story της Γιώτης, αυτός είναι η επένδυση στην καινοτομία και η έμφαση στο νέο.

Η διαρκής ματιά στο μέλλον και όχι στο τώρα. Από το 1995 μέχρι σήμερα η εταιρεία έχει κατοχυρώσει πάνω από 30 πατέντες με καινοτόμα προϊόντα, με το 10% των πωλήσεών της να προέρχεται από εξαγωγές σε 25 χώρες. Εχει προχωρήσει ακόμη και στη δημιουργία βρεφικών κρεμών με βάση τις ειδικές ανάγκες των βρεφών ανά χώρα, για παράδειγμα για τις αγορές της Αιγύπτου και της Κίνας. Κάθε άλλο παρά τυχαίο, λοιπόν, είναι το γεγονός ότι η εταιρεία προχώρησε στη δημιουργία του «Ελληνικού Κέντρου Ερευνας και Καινοτομίας», μια επένδυση ύψους 1,6 εκατ. ευρώ. Επίσης έχει επενδύσει στα προϊόντα χωρίς ζάχαρη, βλέποντας τις καινούριες τάσεις που καθιερώνονται. Για τον λόγο αυτό έχει εξαγοράσει και την εταιρεία Fytro, μια σειρά από προϊόντα υψηλής διατροφικής αξίας, τα βιολογικά προϊόντα BioOrganic και το βρεφικό γάλα Sanilac.

Ο Γιάννης Γιώτης και η οικογένειά του συμμετέχουν, εκτός των άλλων, σε όλα τα βιομηχανικά δρώμενα ως μέλη του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών και του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων και πάντα έχουν ισχυρό λόγο στα θεσμικά ζητήματα της επιχειρηματικότητας και της αγοράς.