© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Μπορεί σήμερα, στην εποχή των βιοκλιματικών κτιρίων και των σύγχρονων τάσεων στην αρχιτεκτονική και τις κατασκευές, το τσιμέντο να αντιμετωπίζεται σε έναν βαθμό επικριτικά. Δεν είναι, άλλωστε, λίγες οι φορές που όλοι σχεδόν έχουμε αναφερθεί στην «τσιμεντούπολη» της Αθήνας και στις αντίστοιχες των άλλων μεγάλων αστικών κέντρων, τα οποία στην πορεία της εξέλιξης μεταμορφώθηκαν πράγματι σε απέραντο «χαλί» από τσιμέντο.
Αυτή η κριτική παραγνωρίζει τις αυτονόητες ανάγκες στέγασης του πληθυσμού που συνέρρευσε μαζικά στις μεγάλες πόλεις τις προηγούμενες δεκαετίες και είναι μάλλον ισοπεδωτική, αν σκεφτούμε ότι το ίδιο το τσιμέντο και για την ακρίβεια το οπλισμένο σκυρόδεμα ως υλικό είναι αυτό που επέτρεψε την κατασκευή κτιρίων πολύ πιο ανθεκτικών απέναντι στα φυσικά φαινόμενα, διασφαλίζοντας σε ακραίες περιπτώσεις τη ζωή και την ακεραιότητα των πολιτών.
Γυρνώντας το ρολόι του χρόνου αρκετά πίσω, στις αρχές του 20ού αιώνα, θα διαπιστώσουμε ότι «υπεύθυνος», με την καλή έννοια, για τον ερχομό στην Ελλάδα του οπλισμένου σκυροδέματος, γνωστότερου ως μπετόν αρμέ (από το γαλλικό béton-armé), ή σιδηροπαγές σκυροκονίαμα, όπως λεγόταν τότε, ήταν ένας άνθρωπος που σίγουρα έβλεπε πολύ πιο μπροστά από την εποχή του…
Εξέχουσα προσωπικότητα
Είναι ο πολυσχιδής και πολυπράγμων μηχανικός Ηλίας Αγγελόπουλος, μια εξέχουσα προσωπικότητα, ένας διανοούμενος, αλλά και πρωτοπόρος για τον κλάδο του, καθώς με την παρουσία και τη δράση του «σφράγισε» τις εξελίξεις των επόμενων πολλών ετών.
Γεννήθηκε το 1859 στην Τρίπολη, με την οικογένειά του να έλκει τις ρίζες της από τη Δημητσάνα, ενώ ο πατέρας του ήταν εκδότης της εφημερίδας «Παλιγγενεσία».
Το 1886 αποφοίτησε από τη Σχολή Γεφυροποιών Ecole des Ponts et Chaussees της Γαλλίας, και στη συνέχεια συνεργάστηκε ως αντιπρόσωπος με την εταιρεία Hennebique, του πρωτοπόρου στις κατασκευές από οπλισμένο σκυρόδεμα Γάλλου μηχανικού François Hennebique. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, την περίοδο 1886-1900 διορίστηκε σε διάφορες θέσεις (Υπηρεσία Δημοσίων Εργων, διευθυντής Εργων του Δήμου Αθηναίων, διευθυντής της Λιμενικής Επιτροπής κ.ά.). Στο πλαίσιο αυτό, επεξεργάστηκε, μεταξύ άλλων, προτάσεις και μελέτες για την υδροδότηση της Aθήνας από τη Στυμφαλία.
Το ίδιο διάστημα εξέδωσε τη «Mηχανική Eπιθεώρηση», το πρώτο ελληνικό περιοδικό με τεχνικο-επιστημονικό περιεχόμενο και λίγο αργότερα το περιοδικό «Aρχιμήδης».
Παράλληλα και μέχρι το 1898 διετέλεσε και καθηγητής στο Σχολείο Bιομηχανικών Tεχνών του Πολυτεχνείου.
Ο Ηλ. Αγγελόπουλος υπήρξε εκ των πρωταγωνιστών στην ίδρυση του Πολυτεχνικού Συλλόγου το 1898. Το 1900 άνοιξε το δικό του τεχνικό γραφείο, το οποίο ανέλαβε την εκτέλεση πολλών δημόσιων και ιδιωτικών έργων, ενώ για περίπου 25 χρόνια διετέλεσε μέλος διοικητικών συμβουλίων εταιρειών και τραπεζών (Διώρυγα Kορίνθου, Eθνική και Kτηματική Tράπεζα, Eλληνικοί Hλεκτρικοί Σιδηρόδρομοι κ.ά.)
Το 1925 υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ΤΕΕ και για δύο χρόνια μέχρι το 1927 ήταν ο πρώτος πρόεδρός του. Το 1932 έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 73 ετών, έχοντας αφήσει πίσω του πλούσιο έργο, αλλά και ανοίξει νέους δρόμους.

Τα πρώτα έργα
Το ημερολόγιο έγραφε 1902 όταν προγραμματίστηκε η κατασκευή δύο νέων γεφυρών πάνω από τον Κηφισό στο σημείο όπου το ποτάμι τότε και ο δρόμος σήμερα τέμνει την οδό Πειραιώς -και επί των οδών Πειραιώς και Φαλήρου-, θέτοντας τα όρια της ευρύτερης πόλης του Πειραιά. Αυτές θα αντικαθιστούσαν παλιότερες ξύλινες που δεν μπορούσαν να προφυλάξουν τους διερχόμενους από τα πλημμυρικά φαινόμενα τα οποία είχαν κοστίσει πολλές ζωές.
Ο Αγγελόπουλος έπεισε τους αρμόδιους να του επιτρέψουν να χρησιμοποιήσει ένα νέο υλικό, το μπετόν αρμέ και τις μελέτες ανέλαβε η Hennebique, της οποίας ήταν ήδη αντιπρόσωπος στην Ελλάδα. Εφαρμόζοντας καινοτομίες που τελειοποίησαν αυτή τη μέθοδο, η κατασκευή ολοκληρώθηκε σε λιγότερο από δύο μήνες, τον Oκτώβριο-Nοέμβριο του 1902, δηλαδή σε χρόνο ρεκόρ ακόμη και για τα… σημερινά δεδομένα, ενώ το κόστος για τα δημόσια ταμεία ήταν το μισό σε σχέση με εκείνο που θα απαιτούνταν αν κατασκευάζονταν σιδερένιες γέφυρες, όπως προέβλεπε το αρχικό σχέδιο.
H πρώτη γέφυρα ήταν τρίτοξη, με 36 μέτρα μήκος και 10 μέτρα πλάτος. H δεύτερη ήταν επίσης τρίτοξη, με 25 μέτρα μήκος, 15 μέτρα πλάτος, ενώ διέθετε πεζοδρόμια και σιδηροτροχιές για να διέρχεται το τρένο.
Για να δοκιμάσει την αντοχή τους, ο ευρηματικός πολιτικός μηχανικός υπέβαλε τα δημιουργήματά του σε σκληρά τεστ. Στο πλαίσιο αυτό, φόρτωσε τις γέφυρες με εκατοντάδες σακιά με άμμο που είχαν βάρος μέχρι 1.000 κιλά ανά τετραγωνικό μέτρο, με 26 άμαξες, των 1.800 κιλών η καθεμία, αλλά και με έναν οδοστρωτήρα που βρισκόταν σε διαρκή κίνηση πάνω τους. Τα αποτελέσματα ήταν απολύτως ικανοποιητικά, ενώ είναι χαρακτηριστικό της κατασκευαστικής τους αρτιότητας ότι «επιβίωσαν» για έναν αιώνα καθώς αντικαταστάθηκαν σχετικά πρόσφατα λόγω αυξημένων αναγκών, με ορισμένα σημεία τους να διασώζονται και να διακρίνονται μέχρι και σήμερα.
Η ταχύτητα, η οικονομία και η αντοχή ήταν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που έπεισαν και τους πλέον… αμφισβητίες της εποχής καθιερώνοντας έκτοτε τις γέφυρες από οπλισμένο σκυρόδεμα, το οποίο, σημειωτέον, είχε χρησιμοποιηθεί στην Αγγλία για πρώτη φορά, σε αντίστοιχη οδογέφυρα, μόλις έναν χρόνο νωρίτερα.
Ηδη το 1903 ο Αγγελόπουλος αρθρογραφούσε στο ιστορικό τεχνικό περιοδικό «Αρχιμήδης» που ο ίδιος είχε ιδρύσει για «Τα πρώτα εν Ελλάδι έργα διά σκυροκονιάµατος σιδηροπαγούς συστήµατος Hennebique».
Η οικία Αφεντούλη
Το επόμενο επίτευγμά του ήταν το πρώτο αστικό κτίριο με οπλισμένο σκυρόδεμα, που δεν είναι άλλο από το γνωστό σε όλους μέγαρο επί της οδού Σταδίου, στη συμβολή της με την οδό Κολοκοτρώνη. Στις αρχές της δεκαετίας του 1900 ήταν ένα οικόπεδο ιδιοκτησίας του Αλέξανδρου Αφεντούλη, μέλους εύπορης οικογένειας Ελλήνων της Τεργέστης, στο οποίο αρχικά ήθελε να φτιάξει κατοικία και στη συνέχεια αποφάσισε να γίνει ξενοδοχείο με ισόγεια καταστήματα, ακολουθώντας την παραδοσιακή τεχνική της λιθοδομής. Το κτίριο βασίστηκε σε σχέδια Γάλλου αρχιτέκτονα, ενώ τη μελέτη για την πρόσοψή του έκανε ο Aρ. Mπαλάνος. Η παρέμβαση του Ηλία Αγγελόπουλου, ωστόσο, υπήρξε καθοριστική, καθώς ήταν εκείνος που έπεισε τον Αφεντούλη να το χτίσει με μπετόν αρμέ.

Με βάση νέες μελέτες από το Παρίσι και την Hennebique, ο Αγγελόπουλος κατάφερε να ολοκληρώσει το (αρχικό) κτίριο, με πέντε ορόφους και υπόγεια, το 1907, μέσα σε μόλις επτά μήνες, δηλώνοντας ότι ήταν το πρώτο από άποψη αντοχής και ασφάλειας μεταξύ των αθηναϊκών οικοδομών, εντελώς άφλεκτο, με εξαίρεση την ξύλινη στέγη που ήταν επιλογή του Αφεντούλη και με πλείστα άλλα πλεονεκτήματα όπως «συνοχήν τελείαν, στερεότητα μεγάλην, οικονομίαν εν τη ολική δαπάνη ανερχομένην εις 20%, οικονομίαν χώρου ένεκα των λεπτοτάτων τοίχων, διάρκειαν απεριόριστον και ανέξοδον σχεδόν συντήρησιν, ως και αντοχήν εις πάσαν σεισμικήν δόνησιν», κατά την περιγραφή από τον ίδιο στα τεχνικά περιοδικά.
Το εμβληματικό αυτό κτίριο λειτούργησε τελικά αμέσως ως ξενοδοχείο «Γεώργιος» και περί το 1912 μετονομάστηκε σε «Ιλιον Παλλάς» μέχρι το 1926, ενώ αργότερα σε «Σπλέντιτ». Επί δεκαετίες στο ισόγειο επί της οδού Σταδίου στεγαζόταν η «Πανελλήνιος Αγορά». Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Κατοχή, περί το 1950, έγινε από τον αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Βουρέκα προσθήκη δύο ορόφων και ριζική εξωτερική και εσωτερική ανακαίνιση με διατήρηση του φέροντος οργανισμού. Εκτοτε λειτούργησε ως ξενοδοχείο «Athénée Palace», ενώ στο ισόγειο επί χρόνια ήταν οι κινηματογράφοι «Σπλέντιντ» και «Eσπερος». Στη συνέχεια έγινε κτίριο γραφείων, το οποίο από το 1937 εκμεταλλευόταν η εταιρεία ΑΔΕΞΑ Α.Ε.

Στη δεκαετία του 1980 εκεί ήταν γραφεία της αγγλικής τράπεζας Mπέρκλεϊ, ενώ αργότερα στεγάστηκαν πολλές εταιρείες και υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στο ισόγειο υπήρχαν καταστήματα που έγραψαν τη δική τους ιστορία, όπως του «Νησιώτη» με τα επάργυρα είδη. Το 2023 το εξαγόρασε η Eurobank από την οικογένεια του Σαουδάραβα επιχειρηματία Μόχσιν Μπαμουτζαλί, που από το 1980 ήλεγχε την ΑΔΕΞΑ Α.Ε.
Το κτίριο του 1907 ήταν η απαρχή μιας «επανάστασης» στον κόσμο των κατασκευών, με το μπετόν αρμέ να συνδέεται άμεσα με το κίνημα του μοντερνισμού στην αρχιτεκτονική και να χρησιμοποιείται ευρέως για την αντικατάσταση των υφιστάμενων χαμηλών κτισμάτων με νέα υψηλά και μεγαλεπήβολα.
Ενα ακόμη χαρακτηριστικό δείγμα, που και αυτό φέρει τη «σφραγίδα» του Αγγελόπουλου, μεταξύ άλλων συντελεστών, είναι το κτίριο στην οδό Γ’ Σεπτεμβρίου 146, ιδιοκτησίας της Εθνικής Τράπεζας, το πρώτο αρχειοστάσιο στην Ελλάδα -και σήμερα κτίριο του Ιστορικού Αρχείου της Εθνικής Τράπεζας- το οποίο ανεγέρθηκε το 1924.

Τη μελέτη και την εποπτεία της κατασκευής ανέλαβαν ο αρχιτέκτονας Νικόλαος Ζουμπουλίδης και ο μηχανικός Αριστείδης Μπαλάνος, η υλοποίηση ανατέθηκε στην τεχνική εταιρεία του Αλέξανδρου Ζαχαρίου, Ο Τέκτων, ενώ στην προσθήκη των δύο τελευταίων ορόφων συνεργάστηκε και ο Ηλίας Αγγελόπουλος.
Ο κύκλος της Ζυρίχης
Την ίδια εποχή που ο Αγγελόπουλος έφερνε για πρώτη φορά το μπετόν αρμέ στην Ελλάδα, έμπαιναν και οι βάσεις για μία από τις μεγαλύτερες βιομηχανικές μονάδες της χώρας, της τσιμεντοβιομηχανίας Τιτάν. Υπεύθυνοι ήταν τέσσερις νέοι, μέλη του περίφημου «Κύκλου της Ζυρίχης», μιας ομάδας επιχειρηματιών και βιομηχάνων που είχαν σπουδάσει στο Ομοσπονδιακό Πολυτεχνείο της Ζυρίχης.
Ηταν ο Ανδρέας Χατζηκυριάκος, που είχε σπουδάσει χημικός-μηχανικός και είχε διευθύνει τσιμεντοποιεία στην Ελβετία και την Ισπανία, ο Νικόλαος Κανελλόπουλος, που είχε σπουδάσει χημικός και διηύθυνε από το 1895 το σαπωνοποιείο Χαριλάου στην Ελευσίνα, ο Λεόντιος Οικονομίδης, επίσης χημικός που διηύθυνε τα Χρωματουργεία Πειραιώς, δηλαδή τη γνωστή σε όλους ΧΡΩΠΕΙ, και ο Αλέξανδρος Ζαχαρίου, που είχε σπουδάσει πολιτικός μηχανικός και είχε ιδρύσει στον Πειραιά μια εταιρεία εισαγωγής μηχανημάτων και εγκατάστασης ατμολεβήτων.
Το 1902 αυτοί οι τέσσερις νέοι ένωσαν τις δυνάμεις τους και τα κεφάλαιά τους προκειμένου να ιδρύσουν την εταιρεία «Χατζηκυριάκος, Ζαχαρίου και Σία», με την έδρα της να βρίσκεται στον Πειραιά, αλλά με το πρώτο εργοστάσιο να εγκαθίσταται στην προβλήτα της Ελευσίνας, ώστε τα πλοία της εποχής να μεταφέρουν τις πρώτες ύλες και το τσιμέντο. Ενα υλικό σχεδόν άγνωστο τότε στην Ελλάδα, όπου οι κατασκευές γίνονταν με πέτρα, ξύλο και σίδερο.
Εκεί άρχισε να γράφεται η ιστορία της παραγωγής του μπετόν αρμέ στη χώρα μας καθώς με την ανάμειξη πρώτων υλών όπως νερό, άμμος και χαλίκια παραγόταν το μπετόν και σε συνδυασμό με τον χάλυβα έβγαινε το οπλισμένο σκυρόδεμα, το νέο «μαγικό» υλικό με τα ασύγκριτα πλεονεκτήματα.
Το 1911 η εταιρεία μετονομάστηκε σε Τιτάν και… επιβεβαίωσε την επωνυμία της μέσα από την ταχύτατη γιγάντωσή της. Το εργοστάσιο της Ελευσίνας είχε αρχική παραγωγική δυναμικότητα 20.000 τόνων ετησίως. Η ζήτηση όμως ήταν τόσο μεγάλη ώστε γρήγορα έγινε η πρώτη επέκταση των εγκαταστάσεων. Μέσα σε μόλις μία δεκαετία η εταιρεία είχε εισαχθεί στο Χρηματιστήριο Αθηνών και η παραγωγή διπλασιάστηκε για να καλύψει τις ανάγκες τόσο της εγχώριας αγοράς όσο και των ξένων και κυρίως της Κωνσταντινούπολης και της Αιγύπτου. Στα πρώτα 20 χρόνια λειτουργίας του, ο Τιτάν προμήθευσε το σκυρόδεμα για όλα σχεδόν τα μεγάλα τεχνικά έργα που έγιναν με τη χρήση οπλισμένου σκυροδέματος στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, ενώ το 1933 ξεκίνησε τις εξαγωγές στη Βραζιλία.

Τη δεκαετία του 1950 η παραγωγή του εργοστασίου της Ελευσίνας αυξήθηκε κατακόρυφα φτάνοντας σε επίπεδα 15 φορές υψηλότερα, προκειμένου να καλύπτεται η συνεχής άνοδος των εξαγωγών, οι οποίες ήδη υπερέβαιναν το 50% των πωλήσεων. Ακολούθησε μια διαρκής ανοδική πορεία μέχρι να φτάσουμε στον ισχυρό πολυεθνικό όμιλο που κατατάσσεται σήμερα στις μεγαλύτερες τσιμεντοβιομηχανίες του πλανήτη.
Διαβάστε ακόμη
Αλέξανδρος Μανιατόπουλος: Σε κλοιό πλειστηριασμών για προσωπικά ακίνητα (pics)
Goldman Sachs: Ο Τραμπ προτιμά το πετρέλαιο στα 40-50 δολ το βαρέλι
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα