Οι Μαυρολέοντες, οι Λιβανοί, οι Γουλανδρήδες, ο Ωνάσης και άλλοι παρευλάνουν μέσα από τις σελίδες του βιβλίου ειδωμένοι με την ματιά ενός ανθρώπου που πήγε κόντρα στο σύστημα μέχρι να υποκύψει στον εφοπλισμό

Του Διονύση Θανάσουλα

Αν προσπαθήσει κάποιος να εντρυφήσει στα «του οίκου» μιας ισχυρής ελληνικής εφοπλιστικής οικογένειας, πολύ δύσκολα θα βρει πρόσβαση.

Γνωστοί για την μυστικοπάθεια που τους διακρίνει εδώ και δεκαετίες, οι έλληνες εφοπλιστές δεν επιθυμούσαν ποτέ την οποιαδήποτε δημοσιότητα στα επαγγελματικά ή στα οικογενειακά τους μυστικά.

Γι’ αυτό ο Ηλίας Κουλουκουντής μπορεί και να φαντάζει ως ένας αποστάτης που αρνήθηκε να στηρίξει το άβατο της δυναστείας Κουλουκουντή, γράφοντας για τα πολύ καλά κρυμένα γεγονότα που σημάδεψαν την μυθιστορηματική ζωή του.

Ασυμβίβαστος, τολμηρός και επαναστάτης με αιτία είναι χαρακτηρισμοί που δύσκολα θα ταίριαζαν σε έναν έλληνα εφοπλιστή που φέρει το επίθετο Κουλουκουντής.
Κι όμως, ο γηραιός σήμερα Ηλίας Κουλουκουντής είναι όλα αυτά και κάτι παραπάνω όπως διαπιστώνεις δαβάζοντας το αυτοβογραφικό του βιβλίο «Απρόσιτες ακτές» το οποίο μόλις κυκλοφόρησε.

Είναι ίσως ο μόνος που τόλμησε να μεταφέρει στο χαρτί την ιστορία μιας κραταιάς ελληνικής εφοπλιστικής δυναστείας, χωρίς να φοβηθεί καθόλου να μιλήσει για όλα.
Ο αυταρχικός πατέρας Μιχάλης Κουλουκουντής και οι συνεχείς τσακωμοί, η εύθραστη μητέρα του που εισήχθη στο ψυχιατρείο, ο αδερφός του Τζόνης που αυτοκτόνησε, οι δύο γάμοι του, τα εφοπλιστικά προξενειά, τα σικ πάρτυ σε παλάτια της 5ης Λεωφόρου, δεν παρευλάνουν απλά μέσα από τις σελίδες του βιβλίου.
Δίνονται σε μια διάσταση που σπάνια κάποιος έχει την ευκαιρία να γνωρίσει από έναν άνθρωπο που για πολλά χρόνια θεωρούνταν το «μαύρο πρόβατο» μιας ισχυρής εφοπλιστικής οικογένειας.

2.jpg

 

Οι αναμνήσεις ξαναγυρίζουνε

Η φράση του Αντρέ Μαλρό στην εισαγωγή του βιβλίου σε προϊδεάζει μερικώς γι΄αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει.
«Η κληρονομιά δεν παραδίδεται. Πρέπει να κατακτηθεί» γράφει ο συγγραφέας-εφοπλιστής που πριν από τις «Απρόσιτες ακτές» είχε γράψει άλλα δύο βιβλία, με τελείως διαφορετικό θέμα.

«Οι γονείς μου ήταν Έλληνες εφοπλιστές» τονίζει στην δεύτερη παράγραφο και συνεχίζει: «Το σπίτι μας ήταν κοντά σε ένα γήπεδο του γκολφ και πολλά χρόνια αργότερα, όταν μετά τον θάνατο των γονιών μου ετοιμαζόμουν να το πουλήσω μια φίλη που με βοηθούσε μου είπε: «Τώρα καταλαβαίνω με τι μοιάζει αυτό το σπίτι. Είναι σαν υπερωκεάνιο».
Μετά από μια αναφορά στους αστούς συμμαθητές του,οι πατεράδες των οποίων πήγαιναν στην δουλειά με το τραίνο ο Ηλίας Κουλουκουντής ξεκινάει τις οικογενειακές αποκαλύψεις.
«Ο πατέρας μου δεν πήγαινε στην δουλειά του με το τραίνο, αλλά οδηγούσε ο ίδιος τοαυτοκίνητό του, μια Κάντιλακ, μέχρι το γραφείο του στο Νότιο άκρο του Μανχάταν. Η μητέρα μου έμενε στο σπίτι, άρα, τύποις, ήτανκι εκείνη νοικοκυρά όπως οι άλλες, με την διαφορά όμως ότι είχε μια ομάδα υπηρετών στην διάθεσή της. Περιτρυγυρισμένος από αυτή την κουστωδία υποσυινείδητα απέκτησα τη νοοτροπία μέλους πλούσιας οικογένειας.Ο πατέρας μου δεν το είπε ποτέ ανοιχτά, αλλά το μήνυμα ήταν σαφές-δεν ανήκαμε στην μεσαία τάξη».

Παρότι γεννήθηκε στο Λονδίνο η πρώτη γλώσσα που μίλησε ο ασυμβίβαστος εφοπλιστής ήταν τα ελληνικά και στο δεύτερο κιόλας κεφάλαιο αποκαλύπτει τα πρώτα μυστικά, αναφερόμενος στον γάμο των γονιών του.

«Ήμουν λιγότερο από ενάμιση χρονών ότανη μητέρα μου μεπήγε στην ιδιαίτερη πατρίδα της την Σύρο,όπου ζήσαμε με τον πατέρα της στο μεγάλο σπίτι που είχε χτίσει έξω από την Ερμούπολη, ενώ ο δικός μου πατέρας παρέμεινε στο Λονδίνο.

Η επίσημη δικαιολογία για το ταξίδι, ήταν ότι η μητέρα μου ήθελε να με δείξει στον πατέρα της, αλλά η επίσκεψη κράτησε σχεδόν δύο χρόνια».
Η μητέρα του Νίτσα μπορεί να παντρεύτηκε τον Μιχάλη Κουλουκουντή αλλά «χρόνια μετά, στο Ράι, μια φορά που είχαμε μείνει μόνοι μας στο τραπέζι, μετά το φαγητό, μου είπε ότι προτού αρραβωνιαστεί τον πατέρα μου είχε αγαπήσει έναν άλλο άντρα».

Το 1946 η μητέρα του αρρωσταίνει και για τα επόμενα τέσσερα χρόνια εισάγεται σε ψυχιατρική κλινική και υποβάλλεται πιθανότατα σε ηλεκτροσόκ, χωρίς την χορήγηση αναισθητικού, όπως γράφει ο Κουλουκουντής.

Μπαίνοντας στην εφηβεία σπουδάζει εσωτερικός στο Philips Exceter Academy και εκεί εντρυφεί ενδελεχώς στην λογοτεχνία διαβάζοντας Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ.
Την τελευταία χρονιά καλείται να μιλήσει στην Ημέρα των Αποφοίτων, μπροστά σε χίλια εκατό άτομα και με τους γονείς του παρόντες στην τελετή.
Εκείνη την ημέρα η κόντρα με τον πατέρα του κορυφώνεται όταν ο Μιχάλης Κουλουκοντής ακούει τον διάδοχό του να λέει μεταξύ άλλων: «Όταν ένας νέος δεν κατορθώνει να κερδίσει την αναγνώριση των γονιών του, την αναζητά αλλού» και «Η ουσία είναι ότι δεν μας αγαπάτε ως ανθρώπους. Μας αγαπάτε επειδή είμαστε παιδιά σας».
Εκτός από τους γονείς και τα αδέρφια του την εκρηκτική ομιλία του νεαρού Ηλία παρακολούθησαν και τα δύο αδέρφια του πατέρα του, που έριξαν κι άλλο λάδι στην φωτιά.
Άλλωστε τα «μπράβο» σε μια εφοπλιστική δυναστεία σπανίζουν όπως τονίζει αφοπλιστικά ο συγγραφέας.

«Κανένας όμως από τους Κουλουκουντήδες δεν είχε ακούσει παρόμοια φράση στα παιδικά του χρόνια. Πέντε αδέρφια σε μια ελληνική εφοπλιστική οικογένεια πολύ δύσκολα θα αισθάνονταν στοργή και στήριξη ο ένας προς τον άλλο».

 

4_kato_aristera_kai_4_kato.jpg

Το πάρτυ των Γουλανδρήδων και ο Ωνάσης

Λίγο αργότερα, ο πατέρας του που έχει τιμωρήσει τα δύο μικρότερα αδέρφια του, ξεσπάει όταν ο πρωτότοκος προσπαθεί να τους προστατεύσει και του λέει με «σκληρή βραχνή φωνή: «Αν δεν σου αρέσει εδώ,βρες κάπου αλλού να μείνεις».
«Στην ουσία ήταν ο σουλτάνος, ένας απόλυτος άρχων. Ιδέες όπως η ελευθερία της γνώμης δεν είχαν καμία αξία για εκείνον» γράφει ο Κουλουκουντής που το καλοκαίρι του 1954 ανακαλύπτει πόσο πλούσιους συγγενείς έχει.

«Ο ξαφνικός πλούτος με άφησε άφωνο. Στα πάρτι που πηγαίναμε δεν υπήρχε ούτε πολύ ποτό, ούτε πολύ κουβέντα αλλά άφθονο φαγητό. Η ποσότητα ακόμα και ενός μπουφέ μπορούσε να ταίσει σε βαθμό σκασμού ολόκληρο τον πλυθησμό της Σομαλίας».

Στο Λονδίνο θα έχει την πρώτη του σεξουαλική επαφή σε ηλικία δεκάξι ετών με μια πόρνη μετά από μια βόλτα με τον ξάδερφό του Έντι στο τότε αρκετά κακόφημο Σόχο.
Όταν μπαίνει στο Harvard για σπουδές ανακαλύπτει το κρασί.

«Αγόρασα μια κάσα με κρασιά του Ρήγνου και την κουβάλησα πάνω στον ώμο μου σαν χαμάλης μέχρι τον κοιτώνα. Άνοιξα ένα μπουκάλι και το ήπια. Μετά άνοιξα κι άλλο και το ήπια κι αυτό, κατόπιν άλλο και ούτω καθεξής όλο το βράδυ.το επόμενο πρωί που χρειαζόμουν επειγόντως φυσικό χυμό,το μόνο που υπήρχε στο ψυγείο ήταν κρασί».

Γοητευτικός φοιτητής πλέον δέχεται ένα κάλεσμα σε πάρτι από τον Βασίλη και την Ελίζα Γουλανδρή, φίλους των γονιών του, το οποίο δινόταν προς τιμή της ανηψιάς τους, Έφης.
«Κορίτσια με φουσκωτές τουαλέτες και αγόρια με σμόκιν έμπαιναν στο ασανσέρ που ήταν όλομποαζερί και ανέβαιναν στον όροφο των Γουλανδρή, όπου ο μπάτλερ τους άνοιγε την πόρτα,μια υπηρέτρια έπαιρνε τα παλτά τους και τους οδηγούσε στον προθάλαμο της αίθουσας χορού, όπου η θέα του Σέντραλ Παρκ από ψηλά τους έκοβε την ανάσα».
Υπήρχε ζωντανή ορχήστρα για τον χορό, η πολυτέλεια που γνώριζε η ήδη ο Ηλίας Κουλουκουντής από τα ελληνικά πάρτι και ένα τραπέζι γεμάτο έλληνες γύρω από την βιβλιοθήκη στην άλλη πλευρά της αίθουσας που φορούσαν γυαλιά ηλίου, έπαιζαν χαρτιά και κάπνιζαν πούρα.

«Ένας χοντρός άνδρας μεγαλύτερης ηλικίας καθόταν με το ζεύγος Γουλανδρή και κάπνιζε το πούρο του. Δεν χόερψε ούτε μια φορά με την Έφη και δεν της μίλησε καθόλου όλο το βράδυ. Όμως κατά την διάρκεια εκείνης της ίδιας βραδιάς, η κυρία Γουλανδρή ανήγγειλε τον αρραβώνα της Έφης μετον χοντρό κύριο. Ακόμα και οι Αμερικανοί φίλοι μου έμειναν άναυδοι. Μπρος στα ίδια μας τα μάτια, η όμορφη Έφη, είχε πουληθεί σε έναν φαλακρό και ηλικιωμένο γνωστό της θείας της».

Ο Ηλίας Κουλουκουντής γράφει ωμά αυτό που αισθάνεται σε κάθε παράγραφο του βιβλίου του που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ποταμός», περιγράφοντας άγνωστες μέχρι σήμερα ιστορίες.

Μια από αυτές έχει πρωταγωνιστή τον ίδιο και τον μυθικό Σμυρνιό Αριστοτέλη Ωνάση, ο οποίος τον κρατούσε αγκαλιά πολλές φορές όταν ήταν παιδάκι, αφού ήταν φίλος του πατέρα του.

«Ο πατέρας μου και ο Ωνάσης συνήθιζαν να κάθονται ως αργά στο Russian Tea Room-αίθουσα του ξενοδοχείου St. Moritz-όπου εμφανιζόταν μια όμορφη τραγουδίστρια από την Αργεντινή και μια βραδιά, σύμφωνα με τον πατέρα μου, ο Ωνάσης γύρισε σπίτι χωρίς σώβρακο.
«Ηλία! Ηλία!» άκουσα μια φωνλή πίσω μου στο St. Moritz, στις 6 Δεκεμβρίου του 1968. Γυρνάω και ποιν να δω; Τον Ωνάση. Ξαφνιάστηκα και του είπα στα ελληνικά: «Γειά σας, τι κάνετε;»

Κια τότε με περίμενε άλλη μια έκπληξη. Ο Ωνάσης δεν είπε τίποτε, έκανε απότομη στροφή και σαν το φάντασμα του πατέρα του Άμλετ, απομακρύνθηκε».
Όταν ο Κουλουκουντής ρώτησε την μητέρα του γιατί ο Έλληνας Κροίσος έφυγε έτσι απότομα πήρε πληρωμένη απάντηση: «Σε γνώριζε από απο παιδάκι κι εσύ του φέρθηκες υπεροπτικά. Του μίλησες στον πληθυντικό και αυτό στα ελληνικά ακούγεται τόσο ψυχρό…»

Ευτυχίες και τραγωδίες

Ο Ηλίας Κουλουκουντής προσπάθησε σε ένα βιβλίο να χωρέσει τις αναμνήσεις μιας μυθιστορηματικής ζωής όπως η δική του.
Μέσα από τα κεφάλαια παρευλάνουν βαρετά δείπνα στην Αθήνα, η επίσκεψή του στο Άγιο Όρος και η Alfa Romeo δώρο του πατέρα του για το πτυχίο από το Ηarvard, που τον ταλαιπώρησε χρόνια.
Περιγράφει την δουλειά στη ναυτιλιακή εταιρία της οικογένειας, την παραίτηση μετά από έναν φοβερό καυγά με τον πατέρα του και την απόφασή του να παντρευτεί χωρίς να τον ρωτήσει.

Γράφει για τις καθημερινές επισκέψεις του στον ψυχαναλητή, μια «καυτή» περιπέτεια με μια ελληνίδα αεροσυνοδό στο Κάιρο και φυσικά για τις γυναίκες που σημάδεψαν την ζωή του.

Αποκαλύπτει μόνο τα αρχικά της κοπέλας από γνωστή εφοπλιστική δυναστεία που η μητέρα του προσπάθησε να του προξενέψει, αναλύει όμως τρυφερά την γνωριμία του με την Λούσυ Πλατ, την δεύτερη γυναίκα του μετά την ελληνίδα Ελένη Μυλωνά.

Αυτή που του χάρισε την κόρη του Ντήλια και τον βοήθησε στην επανένταξη του αδερφού του Τζόνι Κουλουκουντή, ο οποίος νοσηλεύθηκε για χρόνια σε ψυχιατρικά ιδρύματα.
Ήταν αυτός που τον πάντρεψε με την Λούσι, λίγο καιρό πριν αυτοκτονήσει πηδώντας από το μπαλκόνι του, μην αντέχοντας το διαζύγιο με την σύζυγό του.
Γυρνώντας από το Λονδίνο και την Νέα Υόρκη, μέχρι το Μόντε Κάρλο και την Σιγκαπούρη, ευτύχησε να συναντήσει και να γνωρίσει από κοντά μυθικές φιγούρες της ελληνικής ναυτιλίας.

Έζησε την απώλεια της Λούσυ του από καρκίνο, η οποία τον άφησε την πρωτοχρονιά του 1990, δούλεψε στους Κουλουκουντήδες με ετήσιο μισθό πέντε χιλιαδες δολάρια τον χρόνο, πριν έρθει η στιγμή που άνοιξε τα δικά του φτερά για να ακούσει τον πατέρα του να τον αποκαλεί Ιούδα.

Όπως άλλωστε γράφει χαρακτηριστικά προς το τέλος του συναρπαστικού του πονήματος « Όλη μου την ζωή έψαχνα τον πατέρα μου και όταν επιτέλους τον βρήκα, αυτός ο πατέρας ήμουν εγώ»…

6_i_kato_foto.jpg