«Η Ελλάδα είναι για εμάς στρατηγικός προορισμός». Η δήλωση σε καιρό πανδημίας και στο πιο δύσκολο καλοκαίρι που έχει βιώσει ο ελληνικός τουρισμός έρχεται από τον κ. Ζαν-Σαρλ Ντελγκαντό, εκ των επιτελικών στελεχών για την ευρύτερη περιοχή της Νότιας Ευρώπης του ξενοδοχειακού κολοσσού της Accor.

Ο όμιλος, από τους μεγαλύτερους παγκοσμίως, έχοντας στην ομπρέλα του σχεδόν 5.100 ξενοδοχεία και 748.000 δωμάτια, έχει μακρά παρουσία στη χώρα μας, ενώ έχει ήδη εξασφαλίσει την παρουσία του σε δύο από τις νέες μεγάλες στρατηγικές επενδύσεις, σε Μύκονο και Αιτωλοακαρνανία, για τις οποίες δόθηκε πρόσφατα (μέσα στον Ιούλιο) το πράσινο φως από τη Διυπουργική Επιτροπή. Μάλιστα στη Μύκονο ο όμιλος φέρνει στην Ελλάδα δύο από τα πλέον βαριά και πολυτελή ονόματα του χαρτοφυλακίου του όπως είναι τα Raffles και Fairmont στην επένδυση των 104 εκατ. ευρώ που θα υλοποιηθεί από το επενδυτικό σχήμα της White Mulberry. Στο Βαρκό Αιτωλοακαρνανίας, απέναντι από τη Λευκάδα, η Accor, με το brand Βanyan Τree, θα βάλει την υπογραφή της στην πεντάστερη ξενοδοχειακή μονάδα που περιλαμβάνεται στο σύνθετο τουριστικό κατάλυμα με τουριστικές κατοικίες, μία ακόμη στρατηγική επένδυση ύψους 107 εκατ. ευρώ που σχεδιάζεται από την RND Investments Greece, στην οποία συμμετέχουν ολλανδικά κεφάλαια..

Υπογραφή σε πέντε νέα ξενοδοχεία

Μέχρι σήμερα το χαρτοφυλάκιο της Αccor στην Ελλάδα περιλαμβάνει τέσσερις ξενοδοχειακές μονάδες, με ακόμα πέντε να έχουν ήδη δρομολογηθεί, εγκαινιάζοντας ήδη από τον ερχόμενο Σεπτέμβριο την άφιξη νέων brands στην ξενοδοχειακή σκηνή της χώρας, όπως επισημαίνει ο κ. Ντελγκαντό. Συγκεκριμένα, η Accor δραστηριοποιείται στην Ελλάδα, και δη στην Αθήνα, με ένα ξενοδοχείο του brand Sofitel στο αεροδρόμιο, ένα ξενοδοχείο «Novotel» στο κέντρο και ένα ξενοδοχείο του brand ibis Styles, ενώ ένα ακόμη ξενοδοχείο του brand ibis Styles λειτουργεί στο Ηράκλειο. «Στα επόμενα, πιο άμεσα βήματα του ομίλου συμπεριλαμβάνονται, κατ’ αρχάς, το πρώτο ξενοδοχείο του brand MGallery στην καρδιά της Αθήνας από την 1η Σεπτεμβρίου (σ.σ.: κατόπιν συμφωνίας με τον όμιλο Λάμψα της «Μεγάλης Βρεταννίας» και του «King George», που έχει μισθώσει με μακροχρόνια παραχώρηση το ακίνητο της οδού Κριεζώτου) και ένα ακόμη ξενοδοχείο του brand Mercure στη Ρόδο, στο πρώην “Alexia Premier City Hotel”, από το φθινόπωρο. Πιο μακροπρόθεσμα είναι τα projects για τις δύο πρώτες μονάδες στην Ελλάδα των brands Raffles και Fairmont στη Μύκονο, καθώς και ξενοδοχείο “Βanyan Τree” στον κόλπο του Βαρκού στην Αιτωλοακαρνανία. Εχουμε μια εξειδικευμένη ομάδα ανάπτυξης για τη Νότια Ευρώπη και η Ελλάδα για εμάς αποτελεί στρατηγικό προορισμό για leisure ταξιδιώτες».


Ειδικά όσον αφορά το έργο της Μυκόνου, ο κ. Ντελγκαντό το χαρακτηρίζει «ένα ιδιαίτερα φιλόδοξο project που απαιτούσε τον χαρακτηρισμό του ως στρατηγική επένδυση από την ελληνική κυβέρνηση, προκειμένου να υπάρξει μεγαλύτερη διασφάλιση στη διαδικασία αδειοδοτήσεων για την έναρξη της κατασκευής». Το συγκεκριμένο project εγκρίθηκε πρόσφατα από την ελληνική κυβέρνηση ως στρατηγικό επενδυτικό πλάνο και η ολοκλήρωσή του έχει προγραμματιστεί για το 2024. «Παράλληλα βρισκόμαστε εν μέσω διάφορων διαπραγματεύσεων στην Ελάδα, τις οποίες όμως δεν είμαστε σε θέση να κοινοποιήσουμε επί του παρόντος. Θα θέλαμε πάντως να κεφαλαιοποιήσουμε την επερχόμενη έναρξη λειτουργίας της ναυαρχίδας μας ΜGallery στην Αθήνα, ώστε να προχωρήσουμε στην ανάπτυξη και resort hotels με το brand MGallery, καθώς πιστεύουμε ότι υπάρχει πρόσφορο έδαφος για επενδύσεις σε πιο επώνυμα θέρετρα (branded resorts) σε σημαντικούς τουριστικούς προορισμούς στην Ελλάδα».
Σημειωτέον ότι η Accor διαθέτει επί του παρόντος χαρτοφυλάκιο 39 brands, ξενοδοχείων πόλης και resorts, τα οποία καλύπτουν όλη την γκάμα των πελατών και τα πορτοφόλια, από τα πιο οικονομικά μέχρι τα υπερπολυτελείας (ultra luxury). Επιπλέον, ο όμιλος αναπτύσσεται μέσω συμβολαίων διαχείρισης ή δικαιόχρησης (franchising), χωρίς να δεσμεύεται επενδυτικά με το real estate των ξενοδοχειακών μονάδων.

Ο ελληνικός τουρισμός εν μέσω COVID-19

Εν μέσω πανδημίας, έστω κι αν είναι ακόμη νωρίς για συμπεράσματα, ο κ. Ντελγκαντό κρίνει ότι η χώρα μας λειτούργησε υποδειγματικά από πολύ νωρίς.
«O κλάδος της φιλοξενίας ήταν ένας από αυτούς που δέχτηκαν μεγάλο πλήγμα ήδη από την αρχή της κρίσης και η παρουσία της Accor σε 110 προορισμούς σε όλο τον κόσμο με περισσότερα από 39 brands και 5.000 ξενοδοχειακές μονάδες κατέστησε ήδη από την αρχή της κρίσης αναγκαίο τη στενή παρακολούθηση της κατάστασης σε όλες τις αγορές στις οποίες δραστηριοποιούμαστε. Η Ελλάδα έλαβε μέτρα από πολύ νωρίς και κατάφερε να διαχειριστεί την πανδημία υποδειγματικά, καταγράφοντας έναν σχετικά μικρό αριθμό ασθενών και σαφώς λιγότερες απώλειες συγκριτικά με άλλες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, αλλά και παγκοσμίως. Αυτό ενδεχομένως της έδωσε και ένα προβάδισμα στη διαχείριση της κρίσης, καθώς και στην επανεκκίνηση της τουριστικής δραστηριότητας.
Σε κάθε περίπτωση, είναι πολύ νωρίς για να βγάλουμε συμπεράσματα. Τα μηνύματα άλλωστε που λαμβάνουμε από διάφορες αγορές σε όλο τον κόσμο ποικίλλουν, καθώς υπάρχουν αφενός προορισμοί που παρουσιάζουν θετικά δείγματα για την πορεία της φετινής σεζόν, αφετέρου άλλοι που ακόμα πλήττονται βαριά από την πανδημία. Τα μέτρα που υιοθετήθηκαν στην Ελλάδα φαίνεται ότι επέδρασαν θετικά στον έλεγχο της κατάστασης, ενώ η συγκρατημένη και σταδιακή επαναφορά σε κάποιους ρυθμούς κανονικότητας δημιούργησε ένα αίσθημα ασφάλειας στον επισκέπτη που φαίνεται να της έδωσε ένα προβάδισμα έναντι άλλων προορισμών. Μην ξεχνάμε ωστόσο ότι η κατάσταση παραμένει εξαιρετικά ρευστή με τις αρχικές αισιόδοξες προβλέψεις και προσδοκίες για αφίξεις και πληρότητες να έχουν ήδη ανατραπεί».

Οι τάσεις στα ταξίδια

Παρά τη ρευστή κατάσταση, ο COO της Accor επισημαίνει ότι αρχίζουν να φαίνονται κάποια σημάδια ανάκαμψης για το καλοκαίρι που διανύουμε, ειδικότερα στην περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού αλλά και στην Ευρώπη. Με τις ευρωπαϊκές χώρες να μειώνουν τους ταξιδιωτικούς περιορισμούς, ο εσωτερικός τουρισμός και τα ξενοδοχεία πιο οικονομικών κατηγοριών φαίνεται ότι ανακάμπτουν πιο γρήγορα. «Ευρωπαϊκές πόλεις που στηρίζονται κυρίως στον εγχώριο τουρισμό, όπως το Αμβούργο, η Στουτγκάρδη, η Μόσχα, η Βαρσοβία κ.ά., θα ανακάμψουν συντομότερα συγκριτικά με εκείνες των οποίων το μεγαλύτερο ποσοστό των επισκεπτών προέρχεται από χώρες του εξωτερικού, όπως η Πράγα, η Βουδαπέστη, το Δουβλίνο, η Βαρκελώνη, οι Βρυξέλλες κ.λπ.».
Οσον αφορά τις νέες τάσεις που κυριαρχούν σε σχέση με τα ταξίδια και τη διαμονή λόγω κορωνοϊού, η πρώτη είναι ότι η υγεία και η ασφάλεια αναδεικνύονται στην άμεση προτεραιότητα των επισκεπτών, εξ ου και τα εξειδικευμένα πρωτόκολλα που υιοθετούν οι μεγάλοι όμιλοι ώστε να δεσμεύονται απέναντι στους επισκέπτες ότι το ξενοδοχείο όπου διαμένουν έχει πιστοποιηθεί ως ασφαλές. Επιπλέον, από την πλευρά της, η Accor έχει συνεργαστεί με την AXA για να προσφέρει ιατρική βοήθεια στους επισκέπτες των 5.000 ξενοδοχείων παγκοσμίως, εφόσον παραστεί ανάγκη.
«Επιπλέον, διαπιστώνουμε ότι το ενδιαφέρον των ταξιδιωτών μετατοπίζεται σε εγχώριους προορισμούς, ακόμη και πολύ κοντινούς στον τόπο κατοικίας τους, με στόχο την αποφυγή μαζικών μετακινήσεων. Το 80% των ροών της Accor στην Ευρώπη προέρχεται από τον εσωτερικό τουρισμό και πάντως εντός των πιο στενών ευρωπαϊκών συνόρων».

Η στρατηγική εν μέσω πανδημίας

Τα ξενοδοχεία του ομίλου Accor συνεχίζουν τη σταδιακή επανεκκίνηση και ήδη από τις αρχές Αυγούστου λειτουργεί το 81%, περισσότερα από 4.000 ξενοδοχεία, ενώ μέχρι το τέλος του μήνα αναμένεται να έχει αποκατασταθεί η λειτουργία του 90% των μονάδων του ομίλου. Περισσότερα από 1.000 ξενοδοχεία σε σύνολο 3.000 στην Ευρώπη έχουν πιστοποιηθεί και θεωρούνται ασφαλή. «Παρατηρούμε επίσης θετικές τάσεις στα ποσοστά πληρότητας των ανοιχτών ξενοδοχείων, ενώ το έσοδο ανά διαθέσιμο δωμάτιο έχει αρχίσει ήδη να βελτιώνεται από τον Ιούνιο».
Σύμφωνα με τον κ. Ντελγκαντό, το επενδυτικό πλάνο και οι στόχοι της Accor δεν άλλαξαν παρά την τρέχουσα κατάσταση. Το χαρτοφυλάκιο του ομίλου στα τέλη Ιουνίου του 2020 αποτελούνταν από 747.805 δωμάτια (5.099 ξενοδοχεία), ενώ επιπλέον 206.000 δωμάτια (1.197 ξενοδοχεία) αφορούν τα νέα projects σε εξέλιξη. «Η στρατηγική ανάπτυξης της Accor είναι μακροπρόθεσμη και ακόμη και εν μέσω αυτής της κρίσης συνεχίσαμε να υπογράφουμε συμφωνίες για νέα ξενοδοχεία. Στην Ευρώπη υπάρχει ακόμη σημαντική ροή για νέες συμφωνίες και η ανάπτυξη παραμένει δυναμική. Πολλοί νέοι πιθανοί συνεργάτες, όπως ανεξάρτητοι ιδιοκτήτες ή ξενοδόχοι που αναζητούν νέα εργαλεία και πλατφόρμες και θέλουν να επανατοποθετηθούν στην αγορά, δείχνουν τώρα έντονο ενδιαφέρον για να γίνουν μέρος του δικτύου ενός μεγάλου ξενοδοχειακού ομίλου όπως η Accor». Μάλιστα, εκτιμάται ότι κάποια rebrandings θα γίνουν γρηγορότερα απ’ ό,τι αναμενόταν, προ της κρίσης του κορωνοϊού, προς την κατεύθυνση ενός πιο επώνυμου τουριστικού προϊόντος.

Ο αντίκτυπος της κρίσης στα αποτελέσματα του ομίλου είναι εμφανής από τη στιγμή που τα ενοποιημένα έσοδα για το α’ εξάμηνο του 2020 ανήλθαν σε 917 εκατ. ευρώ, μειωμένα κατά 48,8% σε συγκρίσιμο επίπεδο και κατά 52,4% σε σύγκριση με το α’ εξάμηνο του 2019. Τα κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων του α’ εξαμήνου (EBITDA) ήταν αρνητικά, στα 227 εκατ. ερυώ. Από την άλλη πλευρά, κατά τη διάρκεια του α’ εξαμήνου του 2020 η Accor άνοιξε 86 ξενοδοχεία, δηλαδή 12.000 δωμάτια, «αποτυπώνοντας την ελκυστικότητα του ομίλου στους ιδιοκτήτες ξενοδοχείων», όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι επιτελείς της. Συνολικά, η Accor κατάφερε να αντιμετωπίσει την κρίση χάρη στον πρόσφατο μετασχηματισμό της σε ένα πιο ελεύθερο μοντέλο από βαριά περιουσιακά στοιχεία και με διαθέσιμη ρευστότητα 4 δισ. ευρώ, εφαρμόζοντας παράλληλα δραστικά μέτρα, μεταξύ αυτών και η απόσυρση της πρότασής της για καταβολή μερίσματος για το 2019, ύψους 280 εκατ. ευρώ.