του Στέλιου Μορφίδη

Η φυγή στο εξωτερικό άλλης μιας εμβληματικής -ίσως της εμβληματικότερης- βιομηχανίας της χώρας προσγειώνει ανώμαλα το κυβερνητικό επιτελείο που προσπαθεί να περάσει το μήνυμα «business as usual»

«Δεν θα εκπλαγώ αν μέχρι το τέλος αυτής της δεκαετίας όλοι οι μεγάλοι παίκτες με σημαντική δραστηριότητα στο εξωτερικό θα φύγουν από τη χώρα». Η εκτίμηση αυτή γνωστού χρηματιστηριακού στελέχους προ εξαετίας, όταν Coca-Cola HBC και ΦΑΓΕ αποφάσιζαν τη μεταφορά της έδρας τους στο εξωτερικό, φαίνεται να επιβεβαιώνεται. Μετά και την απόφαση της -Τιτάν, με 116 χρόνια ζωής στην πλάτη της, να μεταφέρει την έδρα της στις Βρυξέλλες, από τις μεγάλες ιδιωτικές βιομηχανίες με κεφαλαιοποίηση άνω των 750 εκατ. ευρώ που επιμένουν Ελλάδα απέμειναν μόλις δύο: η Motor Oil και η Μυτιληναίος!

Στο μεσοδιάστημα έχουν κουνήσει μαντίλι, μεταξύ άλλων, οι επίσης εμβληματικές ΒΙΟΧΑΛΚΟ και S&B (άλλοτε Αργυρομεταλλευμάτων & Βαρυτίνης). Η πρώτη με μεταφορά της έδρας της στις Βρυξέλλες και η δεύτερη με την πώλησή της στον γαλλικό όμιλο Imerys.

Το σοκ με την αποχώρηση του Τιτάνα, ωστόσο, είναι μεγαλύτερο. Και αυτό καθώς έρχεται σε μια περίοδο που η Ελλάδα αντί να υποδέχεται, όπως έχει ανάγκη, νέες επενδύσεις, βλέπει να φεύγει και το παλιό χρήμα, σε αναζήτηση καλύτερης πρόσβασης σε αγορές και χρηματοδότησης, μακριά από το ρίσκο, καθώς και σε ευνοϊκότερο φορολογικό καθεστώς, αφού πλέον ο διεθνής ανταγωνισμός επιβάλλει μια πιο αναγνωρίσιμη επιχειρηματική ταυτότητα και συμμετοχή στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Αποκαλυπτικά για το έλλειμμα επενδύσεων στη χώρα είναι τα τελευταία στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., σύμφωνα με τα οποία το σύνολο των επενδύσεων (ακαθάριστος σχηματισμός παγίων) το 2007 ήταν 60 δισ. και το 2016 μειώθηκε στα 21-22 δισ. ευρώ.

Η αποχώρηση έρχεται επίσης μια στιγμή που, σύμφωνα με το κυβερνητικό αφήγημα, «τα χειρότερα έχουν περάσει και η χώρα περνάει σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης και κανονικότητας». Μόνο που το τελευταίο βρίσκεται σε φάση κατάρρευσης από την πρώτη μέρα κιόλας που ολοκληρώθηκε το τρίτο πρόγραμμα χρηματοδοτικής υποστήριξης από τον ESM. Οι πιέσεις στα ομόλογα είναι συνεχείς, το Χ.Α. κλυδωνίζεται διαρκώς υπό το βάρος σεναρίων για τον κίνδυνο μιας νέας τραπεζικής ανακεφαλαιοποίησης και του σκανδάλου της Folli-Follie και η επενδυτική εμπιστοσύνη βάλλεται από τις παλινωδίες της κυβέρνησης που δεν θέλει να εφαρμόσει τα μέτρα που η ίδια ψήφισε, λόγω της προεκλογικής περιόδου που έχει ξεκινήσει.

Αμηχανία

Μάλιστα η κυβέρνηση παραμένει αμήχανη για τη νέα αποχώρηση, όπως εξάλλου εμφανίστηκαν και οι προηγούμενες από αυτήν σε ανάλογες περιπτώσεις, συμπεριφερόμενη στη γραμμή ότι «δεν αλλάζει κάτι» αφού δεν θα επηρεαστεί η παραγωγή στα εργοστάσια του Τιτάνα στη χώρα.

Ενδεικτική είναι η πρώτη επίσημη τοποθέτηση, όπως ήρθε μέσα από μια ανακοίνωση του υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης μετά τη συνάντηση του κ. Γιάννη Δραγασάκη με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Τιτάν Δημήτρη Παπαλεξόπουλο, σύμφωνα με την οποία «οι δύο πλευρές αντάλλαξαν απόψεις για την ελληνική οικονομία, η οποία βρίσκεται πλέον σε τροχιά ανάκαμψης, και τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος, όπου θα έχει θετικές επιδράσεις στην επιχειρηματική δραστηριότητα, στις επενδύσεις και την απασχόληση»! 

Εν ολίγοις, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, σαν να μην τρέχει τίποτα, βρήκε την ευκαιρία να συζητήσει με τον διευθύνοντα σύμβουλο της ιστορικής βιομηχανίας, που του εξήγησε γιατί μεταφέρει την έδρα στο Βέλγιο, «απόψεις για την ελληνική οικονομία»!

Η Τιτάν μπορεί ανεπίσημα να επικαλείται το κόστος χρήματος για την αποχώρηση από την Ελλάδα, αλλά επειδή το ίδιο και μεγαλύτερο κόστος χρηματοδότησης είχε και τα προηγούμενα χρόνια, η πραγματικότητα είναι ότι η άγρια φορολογία, οι έκτακτες εισφορές και οι εκτός οικονομικής πραγματικότητας ασφαλιστικές εισφορές έχουν δημιουργήσει ένα περιβάλλον αντιεπιχειρηματικό και ασφυκτικό, όπου όποιος έχει τη δυνατότητα και μπορεί, φεύγει από τη χώρα.

Στο μεταξύ, οι υπουργοί μπορούν να μιλούν για την οικονομία που ανακάμπτει, ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση σφυρίζει αδιάφορα, με κάποια στελέχη της μάλιστα να χαίρονται με τη φυγή της Τιτάν απλώς για να το «χτυπήσουν» στους κυβερνητικούς στα τηλεπαράθυρα και μη.

Η θλιβερή πραγματικότητα

Η πραγματικότητα όμως είναι ότι οι ιστορικές ελληνικές εταιρείες φεύγουν γιατί δεν τις συμφέρει να παραμένουν επιχειρηματικά στην Ελλάδα. Οι μέτοχοι του Τιτάνα, οι οικογένειες Κανελλόπουλου και Παπαλεξόπουλου, δεν έκαναν κάτι διαφορετικό από τους Δαυίδ, που μετέφεραν την έδρα της πρώην Coca-Cola 3Ε στην Ελβετία. Ή την οικογένεια Στασινόπουλου που μετέφερε τη ΒΙΟΧΑΛΚΟ στις Βρυξέλλες ή την οικογένεια Φιλίππου που διάλεξε για τη ΦΑΓΕ το Λουξεμβούργο, ή την οικογένεια Κυριακόπουλου που προτίμησε να πουλήσει την πάλαι ποτέ Αργυρομεταλλευμάτων και Βαρυτίνης σε Γάλλους και να περιοριστεί σε ρόλο μετόχου σε έναν μεγαλύτερο ξένο όμιλο κ.ο.κ.

«Ολα ξεκίνησαν από τον τρόπο και το κόστος χρηματοδότησης. Δεν μπορούσαμε να αντλήσουμε τα απαραίτητα κεφάλαια από το ελληνικό χρηματιστήριο», είχε δηλώσει ο κ. Οδυσσέας Κυριακόπουλος λίγο μετά τη μεταφορά της έδρας της S&B στο Λουξεμβούργο. Ενδεικτική είναι επίσης η δήλωσή του με αφορμή την έκδοση ομολόγου που ακολούθησε:

«Αν και το ομόλογο εκδόθηκε στο Λουξεμβούργο, η εταιρεία πλήρωσε την αβεβαιότητα που επικρατούσε τότε στην ελληνική οικονομία, παρά το γεγονός ότι το 95% του τζίρου μας προέρχεται από τις αγορές του εξωτερικού».

Και οι αποφάσεις όλων αυτών των ιστορικών μεγάλων βιομηχανιών δικαιώθηκαν. Στελέχη της ΒΙΟΧΑΛΚΟ δηλώνουν ότι πλέον το κόστος δανεισμού της εταιρείας έχει μειωθεί, έχει γίνει πιο ευέλικτο λόγω της πρόσβασης σε νέα χρηματοδοτικά εργαλεία και οι ίδιοι μπορούν να διακρίνουν τη δυνατότητα, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν, πρόσβασης και στις κεφαλαιαγορές. Ακόμη, η Coca-Cola HBC ήδη από το 2016 είχε καταφέρει να εκδώσει με επιτυχία ομόλογο ύψους 600 εκατ. ευρώ με επιτόκιο 2,99%. Επίσης, η εισαγωγή της στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου, το οποίο έχει υψηλή ρευστότητα, ενίσχυσε και τη ρευστότητα της εταιρείας.

Αντίστοιχα είναι τα οφέλη που προσδοκά και η Τιτάν με την απόφαση για μεταφορά της έδρας της στo Bέλγιο και την είσοδο της νέας μητρικής εταιρείας Titan Cement International SA στο Χρηματιστήριο Euronext των Βρυξελλών. Η διοίκηση της εταιρείας δήλωσε στους αναλυτές: «Σκεφτόμασταν εδώ και πολύ καιρό τη μεταφορά της έδρας και τώρα αποφασίσαμε ότι θα κόστιζε σημαντικά στον όμιλο η συνέχιση της υπάρχουσας κατάστασης».

Η φυγή στο εξωτερικό, ωστόσο, δεν είναι μόνο επιλογή των εμβληματικών εταιρειών, αφού εκτιμάται ότι δεκάδες χιλιάδες μικρομεσαίες και μεσαίες επιχειρήσεις τα τελευταία χρόνια έχουν αποδημήσει σε γειτονικές χώρες, τα Βαλκάνια ή την Κύπρο, κυρίως για φορολογικούς λόγους. Επίσης, πολύ μεγαλύτερη είναι η φυγή από τη χώρα επιχειρηματιών και εφοπλιστών σε ατομική-φορολογική βάση, καθώς πληθώρα πλουσίων Ελλήνων μετακόμισε σε Λονδίνο, Μονακό, Ελβετία και Κύπρο!

Ηχηρό καμπανάκι

Σε κάθε περίπτωση, όλο αυτό το «business drain» φαντάζει σήμερα μονόδρομος για την αναπτυξιακή προοπτική των μεγάλων πολυεθνικών της χώρας. Εναν δρόμο που δεν αποκλείεται να τον ακολουθήσουν και άλλες εταιρείες με έκθεση στον διεθνή ανταγωνισμό. Ταυτόχρονα όμως εμπεριέχει και έναν αρνητικό συμβολισμό για την ελληνική οικονομία και το αντιαναπτυξιακό περιβάλλον της χώρας που πρέπει να ηχήσει ως προειδοποιητικό καμπανάκι πρώτα απ’ όλα για τους πολιτικούς, ανεξαρτήτως παράταξης, και φυσικά για όλους όσοι εμπλέκονται στη χάραξη και εφαρμογή πολιτικών για την προσέλκυση και διατήρηση επενδύσεων. Αλλωστε, η απόφαση της Τιτάν, όπως και των περιπτώσεων που προηγήθηκαν, δείχνει ότι έμπειρες ομάδες management δεν έχουν την πεποίθηση ότι υπάρχουν στον ορίζοντα προοπτικές σημαντικών αλλαγών προς το καλύτερο, ανεξαρτήτως κυβέρνησης.

Μια πολυεθνική με έδρα πλέον τις Βρυξέλλες

Η τσιμεντοβιομηχανία Τιτάν δραστηριοποιείται σε 14 χώρες, διαθέτει 13 εργοστάσια τσιμέντου, 3 μονάδες άλεσης τσιμέντου, 70 λατομικές μονάδες αδρανών υλικών, 125 μονάδες παραγωγής έτοιμου σκυροδέματος, 25 σταθμούς διανομής τσιμέντου και αδρανών υλικών, 10 μονάδες παραγωγής τσιμεντόλιθων, μία μονάδα ξηρών κονιαμάτων, 6 μονάδες επεξεργασίας ιπτάμενης τέφρας και 2 μονάδες διαχείρισης αποβλήτων και δευτερογενών καυσίμων.

Σύμφωνα με τις ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις της, το 2017 κατέγραψε από τις 255 βιομηχανικές και συναφείς μονάδες της έσοδα 1,506 δισ. ευρώ έναντι 1,509 δισ. ευρώ το 2016.

Τα έσοδά της προήλθαν κατά 248,7 εκατ. ευρώ από την Ελλάδα και τη Δυτική Ευρώπη (16,5% των συνολικών), 873,2 εκατ. από τη Βόρεια Αμερική (58%), 225,7 εκατ. από τη Νοτιοανατολική Ευρώπη (15%) και κατά τα υπόλοιπα 158,2 εκατ. από την Ανατολική Μεσόγειο (10,5%).

Επίσης, το 56,1% των εσόδων της (845 εκατ. ευρώ) προήλθε από την παραγωγή τσιμέντου, 43,4% (653,3 εκατ. ευρώ) από την παραγωγή έτοιμου σκυροδέματος, αδρανών υλικών και τσιμεντόλιθων και το υπόλοιπο 0,5% (7,5 εκατ. περίπου) από λοιπές δραστηριότητές της.

Τα ενοποιημένα κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) παρουσίασαν μείωση της τάξεως του 1,9% (-5,2 εκατ. ευρώ), καθώς ανήλθαν σε 273,4 εκατ. ευρώ και ήταν ίσα προς το 18,2% των εσόδων, έναντι αντίστοιχου ποσοστού 18,5% (278,6 εκατ. ευρώ) έναν χρόνο πριν. Τα κέρδη αυτά προήλθαν κατά 18,3 εκατ. ευρώ από την Ελλάδα και τη Δυτική Ευρώπη (6,7% των συνολικών), 185,1 εκατ. από τη Βόρεια Αμερική (67,7%), 56,9 εκατ. από τη Νοτιοανατολική Ευρώπη (20,8%) και κατά τα υπόλοιπα 13,1 εκατ. περίπου από την Ανατολική Μεσόγειο (4,8%).

Η ελληνική μητρική εταιρεία κατέγραψε το 2017 έσοδα 233,8 εκατ. ευρώ (-10,9% σε σύγκριση με το 2016) και EBITDA 14,8 εκατ. ευρώ

Στα τέλη του 2017 η τσιμεντοβιομηχανία απασχολούσε 5.432 εργαζομένους, έναντι 5.482 τα τέλη του 2016, εκ των οποίων 1.157 στην Ελλάδα και τη Δυτική Ευρώπη (21,3% του συνολικού αριθμού εργαζομένων), 2.198 στη Βόρεια Αμερική (40,5%), 1.253 στη Βουλγαρία, στη Σερβία και σε άλλες χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης (23,1%) και 824 στην Αίγυπτο και σε άλλες περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου (15,1%).