του Δημήτρη Μαρκόπουλου 

Είναι μια βιομηχανία που για άλλο πράγμα ξεκίνησε κι άλλο έγινε, αφού ο ιδρυτής της Σ. Μεντεκίδης άρχισε την πορεία του ως υπαξιωματικός της Αεροπορίας, κατόπιν ως ιδιοκτήτης καταστημάτων και κατέληξε βιομήχανος. Μια πορεία που σαφώς δεν τη λες και συμβατική.

Θεωρείται ανερχόμενη δύναμη στην αγορά του νερού, η οποία έχει μεγάλη διασπορά και σημαντικές δυνάμεις στη χώρα μας και μάλιστα σε πείσμα των αντιαναπτυξιακών καιρών επενδύει. Δεν είναι τυχαία τα πρόσφατα εγκαίνια στο εργοστάσιο του φυσικού μεταλλικού νερού Διός τα οποία πραγματοποίησε η εταιρεία Σ. Μεντεκίδης Α.Ε., παρουσία 800 και πλέον καλεσμένων. Οι παρευρισκόμενοι είχαν την ευκαιρία να ξεναγηθούν στη νέα υπερσύγχρονη γραμμή παραγωγής, στους νέους αποθηκευτικούς χώρους 3.000 τ.μ. και να ενημερωθούν για τα νέα αυτόματα συστήματα εμφιάλωσης και ποιότητας, τη νέα μονάδα CIP (αυτόματη μονάδα καθαρισμού και απολύμανσης), για τη δημιουργία των οποίων επενδύθηκαν περισσότερα από 7,5 εκατ. ευρώ.

37323259_1950132011723553_7612473754249068544_n.jpg

Εκεί ο πρόεδρος της εταιρείας και υιός του ιδρυτή της, Δημήτρης Μεντεκίδης, παρουσίασε τα επιτεύγματα της εταιρείας τα τελευταία 7 χρόνια, καθώς και τα οικονομικά στοιχεία της.

Ο τζίρος υπερτριπλασιάστηκε, αφού από 3,5 εκατ. ευρώ το 2011, το 2018 έκλεισε στα 11,5 εκατ. ευρώ, ενώ η πρόβλεψη για το 2019 είναι στα 12,5 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για μια πορεία αλματώδη που βασίστηκε σε υγιείς οικονομικά βάσεις και σε χρηστή διαχείριση. Σε εξωστρέφεια (η ομάδα είναι χορηγός της ΑΕΚ), αλλά και σε σωστό προγραμματισμό.

Στις σημαντικές επενδύσεις είναι αυτές στον μηχανολογικό εξοπλισμό των δύο εργοστασίων Διός και Σέλι, οι οποίες ξεπερνούν τα 23 εκατ. ευρώ και αφορούν την περίοδο 2012-2018. Το εργοστάσιο Διός είναι το πρώτο πράσινο εργοστάσιο εμφιάλωσης φυσικού μεταλλικού νερού στην Ελλάδα το οποίο χρησιμοποιεί ήπιας μορφής ενέργεια με την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών πάνελ. Δέσμευση της εταιρείας είναι ότι έως το 2025 το 25% της παραγωγής θα γίνεται από Recycle PET (ανακυκλωμένο πλαστικό), ενώ στόχος είναι η εταιρεία να ανήκει στις κορυφαίες του κλάδου εμφιάλωσης-ενυδάτωσης υγιεινών προϊόντων στην Ελλάδα. Με αυτά ο Βόλος τοποθετήθηκε στην αγορά των νερών μετά και την επιτυχία της επίσης βολιώτικης ΕΨΑ της οικογένειας Τσαούτου. Σε μια αγορά με 45 περίπου επιχειρήσεις κι ενώ το 2011 η εταιρεία κατείχε τη 15η θέση, σήμερα έχει αγγίξει την 4η θέση σε όγκο πωλήσεων.

Από την Αεροπορία στα ύψη των κερδών

Ομολογουμένως, ο Σάββας Μεντεκίδης ήταν ένας ευφυής επιχειρηματίας. Ενας άνθρωπος με ανησυχίες που ποτέ του δεν βολεύτηκε και που αναζητούσε την άνοδο και την επιτυχία. Γεννήθηκε στη Σπηλιά Κοζάνης σε μια περίοδο δύσκολη, μετά τον Πόλεμο και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου. Τελειώνοντας το Εξατάξιο Γυμνάσιο εντάχθηκε μέσω της ΣΤΥΑ στην Πολεμική Αεροπορία, ενώ το 1971 μετά από σειρά μεταθέσεων ήρθε στον Βόλο. Ηταν η περίοδος που ο στρατός εξασφάλιζε μια καλή πορεία και ήταν η λύση για τη νεολαία της χώρας που μαστιζόταν από την ανεργία και μαζικά μετανάστευε στο εξωτερικό. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και όντας υπεδραστήριος, ο ίδιος μαζί με τη σύζυγό του Νίτσα ασχολήθηκαν με καταστήματα διασκέδασης-καφέ («Disco Mirtali», «Bora-Bora», «Traffic») στον Βόλο, μένοντας στην κορυφή για 15 χρόνια. Η επιτυχία κι εκεί ήταν μεγάλη.

Θέλοντας να κάνει κάτι στη γενέτειρά του, το 1993 εγκαταλείπει σταδιακά τη διασκέδαση και επενδύει στον ανερχόμενο τομέα της εμφιάλωσης νερού ιδρύοντας την εταιρεία «ΣΕΛΙ».

Σύντομα θα ανέλθει και σε αυτό τον χώρο με διαρκείς επενδύσεις. Ο Σάββας Μεντεκίδης ήταν ενεργό μέλος και της Ενωσης Ποντίων Νέας Μαγνησίας την οποία στήριζε όσο μπορούσε, όπως και την ποδοσφαιρική ομάδα Νίκη Βόλου, ενώ αξιόλογο έργο πρόσφερε και στον τομέα της κοινωνικής αλληλεγγύης σε συλλόγους ατόμων με αναπηρίες. Πέθανε το 2017 σε ηλικία 72 ετών και τις τύχες της εταιρείας ανέλαβε ο γιος του Δημήτρης. Η πολιτική του πάντως είναι η ίδια με του πατέρα του. Διαρκείς επενδύσεις, οικονομικά ισόρροπη πορεία και πίστη στο προϊόν. Ηδη η οικογενειακή αυτή εταιρεία θεωρείται από τις πλέον ανερχόμενες στη Μαγνησία. Μια περιοχή που έχει επενδυτικά ξεχαστεί και απέχει από το βιομηχανικό κέντρο που πολλοί θυμούνται ότι υπήρξε σε άλλες δεκαετίες.