Του Κώστα Τσαούση

Δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η δεύτερη φορά που ο όμιλος των εταιρειών του Κωνσταντίνου Μπουτάρη καταλήγει σε συμφωνία με τις τράπεζες για την αναδιάρθρωση του τραπεζικού δανεισμού του.

Πάντως η τελευταία ανακοινώθηκε αμέσως μετά τις γιορτές και είναι μία από τις ρυθμίσεις νέας γενιάς όπου οι τράπεζες αποφεύγουν όπως ο διάβολος το λιβάνι οποιοδήποτε κούρεμα και επιλέγουν την οδό της μετάθεσης των υποχρεώσεων στο μέλλον. Η συμφωνία στην οποία κατέληξε με τις τέσσερις συστημικές τράπεζες (Alpha Bank, ETE, Eurobank και Πειραιώς) η Μπουτάρης & Υιός Ανώνυμη Εταιρία Συμμετοχών και Επενδύσεων (η holding που είναι και εισηγμένη, αν και σε καθεστώς επιτήρησης, στο Χρηματιστήριο Αθηνών) για τη θυγατρική της Ι. Μπουτάρης & Υιός Οινοποιητική προβλέπει:

Ρύθμιση του τραπεζικού της δανεισμού σε 15 έτη και χρηματοδότηση των βραχυπρόθεσμων αναγκών της εταιρείας, χαμηλό επιτόκιο για όλη τη διάρκεια της συμφωνίας, ρύθμιση των υποχρεώσεων προς το Δημόσιο και τους ασφαλιστικούς οργανισμούς σε αντίστοιχη διάρκεια, περίοδο χάριτος 1 έτους κατά την οποία θα πληρώνονται μόνο τόκοι, πώληση θυγατρικών εταιρειών και, τέλος, σταδιακή αποπληρωμή στο ακέραιο όλων των προμηθευτών της εταιρείας. Το αν θα αποδώσει τα προσδοκώμενα η συμφωνία, η οποία πάει για επικύρωση από το Πρωτοδικείο Ημαθίας στις 8 Φεβρουαρίου 2017, είναι ένα άλλο ζήτημα. Πάντως, η προϊστορία δεν είναι μαζί της. Οι προηγούμενες αποτυχίες έχουν διαμορφώσει μια αξεπέραστη… τεχνογνωσία που ήρθε να παίξει τον ρόλο της στην πρόσφατη συμφωνία ρύθμισης με τις τέσσερις τράπεζες.

Το χρονικό των ρυθμίσεων

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά. Το χρονικό των ρυθμίσεων -πολλές φορές κυριολεκτικά στο παρά πέντε- ξεκινάει τη δεκαετία του 1990. Πιο συγκεκριμένα, στο δεύτερο μισό της, μετά και την εξαγορά της εταιρείας Καμπά στα Μεσόγεια της Αττικής, αλλά και την έξοδο του πρωτότοκου αδελφού Γιάννη (σημερινού δημάρχου Θεσσαλονίκης) από την παραδοσιακή οικογενειακή επιχείρηση.

Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Μπουτάρης σε παλαιότερη συνέντευξή του είχε υποστηρίξει τα εξής: «Aγοράσαμε τον Καμπά πληρώνοντας αρκετά υψηλότερη τιμή, διότι η εκτίμηση της Εθνικής Τράπεζας, που ήταν η προηγούμενη ιδιοκτήτρια, ήταν ότι κατά ένα μεγάλο κομμάτι αγοράζουμε οικόπεδα, εννοώντας τους αμπελώνες του στην Κάντζα. Το οποίο ως ενός σημείου ήταν λογικό, αλλά καθώς δεν ήταν ακόμη νομοθετημένη η δυνατότητα οικοδόμησής τους, εκ των υστέρων μας δημιούργησε πρόβλημα. Από το 1994 ως το 1996 μπήκαμε σε μια περίοδο οικονομικών δυσκολιών, αρκετά μεγάλων, που σε ένα μεγάλο μέρος οφείλονται σε αυτό». («Wine Plus», τεύχος 22, Δεκέμβριος 2007). Βεβαίως, η εισηγμένη εταιρεία είχε πανηγυρίσει το 1991 την εξαγορά του 67% των μετοχών της Α. Καμπάς Α.Ε. (της παλαιότερης εταιρείας κρασιού στην Αττική) και την απόκτηση μέσω αυτής της εξαγοράς της τεράστιας ακίνητης περιουσίας της εταιρείας (η συνολική έκταση έφτανε σχεδόν τα 1.500 στρέμματα). Το 1995 η Μπουτάρης πούλησε την ακίνητη περιουσία και κράτησε τον οινοποιητικό κλάδο και τα σήματα της Καμπάς.

Την εποχή της πρώτης ρύθμισης, γύρω στο 1997, δεν είναι λίγοι οι παλαιοί τραπεζικοί που θυμούνται τον Κωνσταντίνο Μπουτάρη να τριγυρνά στα πιστωτικά ιδρύματα προκειμένου να βρει άκρη στις δυσκολίες και τα βάρη που είχε επωμιστεί. Μάλιστα, μια παλιά καραβάνα της τραπεζικής αγοράς θυμάται έντονα μια εικόνα: τον Κωνσταντίνο να έχει απομείνει μόνος αργά το βράδυ στο meeting room μιας αμερικανικής τράπεζας στο κέντρο της Αθήνας, σκυμμένος, έχοντας κρύψει το πρόσωπό του στις παλάμες του, χαμένος στις σκέψεις του.

Η αποχώρηση του Γιάννη

Η εποχή δύσκολη και σε προσωπικό επίπεδο. Ο αδελφός του Γιάννης είχε αποχωρήσει από το οικογενειακό σχήμα το 1996 και τον επόμενο χρόνο, το 1997, κάνει το επόμενο, δικό του βήμα. Και να πώς περιγράφεται αυτό το βήμα στο site της οινοποιητικής εταιρείας που διατηρεί με τους δύο του γιους: «Η Κυρ-Γιάννη ιδρύθηκε το 1997 από το Γιάννη Μπουτάρη, μια από τις ξεχωριστές μορφές της ελληνικής οινοποιίας, όταν εκείνος αποχώρησε από την οικογενειακή οινοποιητική εταιρεία που είχε δημιουργήσει ο παππούς του το 1879». Στο ίδιο site διαβάζουμε: «Επειτα από περισσότερα από 30 χρόνια στον έλεγχο και τη διαχείριση της εταιρείας Μπουτάρη -της κορυφαίας ελληνικής εταιρείας κρασιού- ο Γιάννης αποφάσισε να προχωρήσει στην απόσχιση δύο από τους καλύτερους αμπελώνες που ανήκαν στον Ομιλο και να δημιουργήσει την Κυρ-Γιάννη».

o2.jpg

Ο Κωνσταντίνος Μπουτάρης στη συνέντευξη που προαναφέραμε («Wine Plus») λέει τα εξής για την αποχώρηση του αδελφού του: «Ο Γιάννης αποχώρησε από την οικογενειακή επιχείρηση και ανέλαβα πλέον όλη την εταιρεία. Τότε προσπάθησα να αξιοποιήσω το πολύ ισχυρό όνομα και το ήθος που είχαμε στην αγορά. Κάναμε μια συμφωνία με το τραπεζικό σύστημα που μας είχε στηρίξει ως εκείνη τη στιγμή, για να καταφέρουμε να προχωρήσουμε παρακάτω. Πουλήσαμε τα κτήματα του Καμπά -κρατώντας όμως το brand- και κάναμε δύο μαρκετινικές κινήσεις για να βγούμε από το αδιέξοδο. Λανσάραμε την μπίρα Μύθος, ως πρώτη ελληνική μπίρα, και την ίδια χρονιά, το 1997, αλλάξαμε τις συσκευασίες και παρουσιάσαμε την καινούρια σειρά των προϊόντων μας, Μοσχοφίλερο κυρίως και Αγιωργίτικο. Μας είπανε τρελούς τότε, αλλά αποδείχτηκε ότι είχαμε απόλυτο δίκιο. Διότι ο μεν Μύθος τράβηξε όλη την μπίρα προς τα επάνω, η δε Μπουτάρης Οινοποιητική άρχισε να κινεί τα καινούρια της προϊόντα». Το ποιος και γιατί δικαιώθηκε το δείχνει ο χρόνος.

Μέσα σε τρία χρόνια η αγορά αντιλαμβάνεται ότι οι δρόμοι των δύο αδελφών δεν είναι απλώς και μόνο «νυχτερινοί», όπως έλεγε ο τίτλος μιας παλαιότερης ταινίας. Το 1996 ο Γιάννης Μπουτάρης αγοράζει ένα παλαιό οινοποιείο στο χωριό Αγιος Παντελεήμονας. Το κτίριο αυτό, η «Παράγκα», γίνεται το οινοποιείο του Κτήματος Κυρ-Γιάννη στο Αμύνταιο. Την επόμενη χρονιά, όταν δημιουργείται η εταιρεία Κυρ-Γιάννη, βγαίνει και η πρώτη σοδειά που οινοποιείται εξ ολοκλήρου στο νέο οινοποιείο. Δύο χρόνια μετά, το 1999, ο Στέλιος Μπουτάρης, γιος του Γιάννη, αναλαμβάνει τη διοίκηση της Κυρ-Γιάννης.

Στην άλλη πλευρά του λόφου, ο Κωνσταντίνος, με τις δυο του κόρες -πολύ μικρότερες από τα αγόρια του Γιάννη-, αγωνίζεται να κρατήσει με νύχια και με δόντια την άλλοτε κραταιά οικογενειακή επιχείρηση. Η τελευταία έχει περάσει από 40 κύματα διαφορετικών επιλογών. Εναν χρόνο μετά την εξαγορά της Καμπάς, το 1992, γίνεται άλλο ένα βήμα διαφοροποίησης. Πρόκειται για την εξαγορά του 67% των μετοχών της ζυθοποιίας Henninger Hellas, η οποία μετονομάζεται σε Ζυθοποιία Βορείου Ελλάδος. Παράλληλα, εξασφαλίζεται η αποκλειστική αντιπροσώπευση και διανομή του νερού Evian. Τον επόμενο χρόνο η νέα ζυθοποιία επιτυγχάνει συμφωνία με την Tuborg International για την αποκλειστική παραγωγή, προώθηση και διανομή της μπίρας Tuborg στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια.

Οι παραδοσιακοί «κρασάδες» από τη Νάουσα γίνονται και ζυθοποιοί. Οταν γεννιέται ο Μύθος (η πρώτη μπίρα που αμφισβητεί τη μονοκρατορία της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας) ο πρωτότοκος Γιάννης έχει επιστρέψει στα πράγματα που ξέρει πολύ καλύτερα, στη γη της Δυτικής Μακεδονίας, ανάμεσα σε αμπελώνες. Ο Κωνσταντίνος με τον Μύθο ανά χείρας αρχίζει να παλεύει με τα θεριά, κάτι που φυσικά δεν είναι καθόλου εύκολο. Το όνειρο της μπίρας που δίνει χρόνο ζωής στην επιχείρηση τελειώνει 5 χρόνια μετά την πρώτη παραγωγή του Μύθου. Το 2002 η Scottish & Newcastle (δεύτερη σε μέγεθος ζυθοποιία στην Ευρώπη σύμφωνα με στοιχεία της εποχής) εξαγοράζει το 46,53% των μετοχών της Μύθος, όπως στο μεταξύ έχει μετονομαστεί η Ζυθοποιία Βορείου Ελλάδος.

Η συμφωνία του Κωνσταντίνου Μπουτάρη με τις τράπεζες προβλέπει, μεταξύ άλλων, την πώληση των θυγατρικών του ομίλου. Το ποιες και το πότε αναλύεται στη μελέτη που συνοδεύει το επιχειρηματικό σχέδιο αναδιάρθρωσης και εξυγίανσης που εκπονήθηκε από την εταιρεία συμβούλων επιχειρήσεων Deloitte & Touche. Το πώς και το πότε απομένει να φανεί στην πορεία…

Κάπως έτσι μια διαδρομή 138 χρόνων βρίσκεται σε σημείο καμπής. Το μέλλον της εξαρτάται από τη δυνατότητα προσαρμογής του εγγονού Κωνσταντίνου και των θυγατέρων του, της Μαρίνας και της Χριστίνας, στα νέα δεδομένα. Ποια είναι αυτά; Η επιστροφή στα θεμελιώδη της αμπελουργικής και οινοποιητικής παράδοσης στη χώρα μας. Μεταξύ αυτών, η ύπαρξη μικρών εξωστρεφών μονάδων με επικεφαλής ανθρώπους που αγαπούν το αμπέλι και το κρασί. Η εποχή των επιχειρηματικών ομίλων, τουλάχιστον σε αυτόν τον κλάδο παραγωγικής δραστηριότητας, έχει περάσει ανεπιστρεπτί.