«Το ούζο είναι παραπάνω απ’ το να είναι τα πάντα», δηλώνει ο άνθρωπος που φέρει πίσω του μια τεράστια οικογενειακή κληρονομιά που έχει τις ρίζες της στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και στη δική του 50χρονη επαγγελματική πορεία – Η διαδρομή από τα οικογενειακά «Ούζο Καλογιάννη» και «Ούζο 12» ως το «Ούζο Πλωμαρίου Ισιδώρου Αρβανίτου», που εξάγεται σήμερα σε 38 χώρες

του Στέλιου Μορφίδη

Το όνομα του Νίκου Καλογιάννη στην αγορά των αποσταγμάτων έχει λάβει διαστάσεις μύθου. Από τη μία η οικογενειακή κληρονομιά, που φτάνει πίσω πέντε γενιές ξεκινώντας απ’ την Κωνσταντινούπολη, και από την άλλη το προσωπικό στίγμα που έχει αφήσει με αποστάγματα που είτε υπέγραψε, είτε επέκτεινε και προώθησε κάνοντάς τα μεγάλες επιτυχίες έχουν συντελέσει στην καθολική αναγνώριση και τον σεβασμό στο πρόσωπό του.

Από τα οικογενειακά Ούζο Καλογιάννη και Ούζο 12 ως το Ούζο Πλωμαρίου Ισιδώρου Αρβανίτου, που διάγει μια περίοδο ακμής ταξιδεύοντας σήμερα σε 38 χώρες, τις ποικιλίες του τσίπουρου Δεκαράκι, αποτέλεσμα της συνεργασίας του με την οικογένεια Βασδαβάνου, η 50χρονη επαγγελματική πορεία του κ. Καλογιάννη είναι πλούσια σε εμπειρίες και επιτυχίες που άλλαξαν και αλλάζουν έναν ολόκληρο κλάδο. Ο ίδιος θα μπορούσε να επαναπαυτεί όταν πούλησε το Ούζο 12 στην Ποτοποιία Μεταξά. Πήρε την απόφαση ωστόσο να τα επανεπενδύσει αρχικά σε μια εισαγωγική εταιρεία που έμαθε στους Ελληνες, μεταξύ άλλων, το διάσημο ουίσκι Famous Grouse. Εκανε όμως και άλλες επενδύσεις, εκτός χώρου, όπως στη Β. και Μ. Σκαρμούτσος Α.Ε. που έχει την αποκλειστική διάθεση των παιδικών ειδών της Chicco σε Ελλάδα και Κύπρο ή σε μια άλλη εταιρεία με χημικά προϊόντα. Τις τελευταίες, όπως λέει στο «business stories», τις είδε περισσότερο ως ευκαιρία ή «απλώς έτυχαν». «Η μεγάλη μου αγάπη και η διαρκής ενασχόλησή μου είναι τα αποστάγματα», συμπληρώνει και το πρόσωπό του φωτίζεται. Η συναισθηματική σύνδεση φαίνεται και στην ερώτηση τι είναι το ούζο γι’ αυτόν. «Ενα προϊόν με το οποίο έχω μεγαλώσει. Είναι σαν να με ρωτάτε πώς είναι το σπίτι, η γειτονιά σου ή το νησί σου. Αυτό είναι. Το ούζο είναι παραπάνω απ’ το να είναι τα πάντα», απαντά.

ouzo1.jpg

Το Ούζο Πλωμαρίου

Τη δεκαετία του ’90 και αφού κλείνει και ο κύκλος της εισαγωγικής, που θα περάσει σε χέρια πολυεθνικής, ο Νίκος Καλογιάννης έχει επιλέξει το επόμενο στοίχημα του, και αυτό είναι το Ούζο Πλωμαρίου Ισιδώρου Αρβανίτου. Ενα στοίχημα που κερδίζει, αφού από μια μικρή βιοτεχνία που ήταν όταν την εξαγόρασε σήμερα θεωρείται από τις μεγαλύτερες του κλάδου και από τις πλέον εξωστρεφείς.

Πώς και επέλεξε τη συγκεκριμένη; «Νομίζω ότι όλα έχουν ως αφετηρία το μαγαζί του παππού μου στον Πειραιά στην οδό Ζησιμοπούλου 11», λέει στο «b.s». «Ηταν ένα μικρό αποστακτήριο και συνάμα μαγαζί που πωλούσε το Ούζο Καλογιάννη. Μου άρεσε πολύ να είμαι εκεί από μικρό παιδί. Από τότε το κόλλησα το μικρόβιο. Δύο καταστήματα πιο πέρα υπήρχε ένα άλλο μικρό μαγαζάκι που πωλούσε το Ούζο Πλωμαρίου. Οπότε στο μυαλό μου από μικρό παιδί θεωρούσα ότι αυτό ήταν ο ανταγωνιστής μας. Οταν θέλησα λοιπόν να ξαναμπώ, αυτή τη φορά μόνος μου, στον χώρο το πρώτο πράγμα που σκέφθηκα ήταν αυτό», συμπληρώνει. Εξάλλου το Πλωμάρι είχε ποιότητα, ιστορία και παράδοση στα αγνά υλικά και τον τρόπο απόσταξης. «Εμαθα πολλά απ’ το Πλωμάρι».

Οι επενδύσεις, όπως λέει, ήταν διαρκείς. «Εχουμε φτιάξει στο νησί ένα καταπληκτικό αποστακτήριο, από τα καλύτερα της Ευρώπης. Ο χώρος σε έκταση μπορεί να έχει παραμείνει ίδιος αλλά σκεφτείτε ότι μεγαλώσαμε σε αριθμό καζανιών. Από δύο που ήταν όταν ξεκινήσαμε, πλέον τα έχουμε αυξήσει σε 18», λέει ο κ. Καλογιάννης. Μαζί με την επέκταση της εταιρείας αυξάνονταν όμως και οι θέσεις εργασίας. Σήμερα η επιχείρηση απασχολεί 80 άτομα και, σύμφωνα με τον κ. Καλογιάννη, αποτελεί τον μεγαλύτερο εργοδότη της Λέσβου.

Κρίση και εξαγωγές

Παρά την οικονομική κρίση που συρρίκνωσε την κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών στη χώρα, το Ούζο Πλωμαρίου Ισιδώρου Αρβανίτου συνέχισε την ανοδική του πορεία. «Δεν υπάρχουν μυστικές συνταγές επιτυχίας, παρά μόνο μία πραγματικότητα: υπεύθυνη δουλειά, προσήλωση στον στόχο, σεβασμός στον καταναλωτή. Αυτά σε συνδυασμό φυσικά με την ποιότητα του προσφερόμενου προϊόντος. Επίσης, βλέποντας ότι το ούζο είναι ένα απόσταγμα που δοκιμάζουν οι τουρίστες το καλοκαίρι όταν επισκέπτονται τη χώρα μας και το αγαπούν, στραφήκαμε στις διεθνείς αγορές και δικαιωθήκαμε. Σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής μας, πάνω από το 58%, εξάγεται με μεγάλη επιτυχία σε περισσότερες από 40 χώρες σε όλο τον κόσμο», λέει.

Ενδεικτικά, μερικές χώρες που απολαμβάνουν το Ούζο Πλωμαρίου είναι οι ΗΠΑ, Γερμανία, Κύπρος, Αυστραλία, Καναδάς, Βουλγαρία, Γαλλία, Ιράκ, Τουρκία, Ισραήλ, Ολλανδία, Ελβετία, Αυστρία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Βέλγιο, Ρουμανία, Φινλανδία, Σουηδία, Ρωσία, Αγγλία, Εσθονία, Κίνα, Ιαπωνία, Χιλή και Σιγκαπούρη.

«Το Ούζο Πλωμαρίου αποκτά παρουσία σε όλο και περισσότερες αγορές, ακόμα και στα πιο απομακρυσμένα μέρη της Γης. Βρίσκεται σε αλυσίδες τροφίμων και ποτών, σημεία λιανικής πώλησης και εστιατόρια. Από την Ισλανδία μέχρι το Κονγκό και την Ιαπωνία και από τα μικρά μπιστρό της Νέας Υόρκης και του Παρισιού μέχρι τα μεγάλα εμπορικά κέντρα όπως η Galeries Lafayette ή αλυσίδες σούπερ μάρκετ ποτών στην Ευρώπη και την Αυστραλία», λέει ο κ. Καλογιάννης.

Ολο αυτό αντικατοπτρίζεται και στα οικονομικά μεγέθη της εταιρείας. Με βάση τον τελευταίο δημοσιευμένο ισολογισμό, το 2017 ο κύκλος εργασιών έφτασε τα 12,68 εκατ. ευρώ και τα καθαρά κέρδη αυξήθηκαν στα 479.474 ευρώ. Το 2018, σύμφωνα με τον κ. Καλογιάννη, συνεχίστηκε η ανοδική πορεία τόσο στην Ελλάδα όσο, κυρίως, και στο εξωτερικό. «Για το 2019 είμαστε αρκετά αισιόδοξοι, καθώς οι ενδείξεις που έχουμε ως τώρα είναι ικανοποιητικές», σημειώνει.

«Ο κύριος στόχος είναι η ανάπτυξη του Ούζου Πλωμαρίου ως διεθνές brand name», υπογραμμίζει ο κ. Καλογιάννης και προσθέτει: «Θέλουμε να προαγήγει την ελληνικότητα του ούζου και βέβαια την ταύτιση του Ούζου Πλωμαρίου με το εθνικό μας ποτό, κάτι που έχουμε σε μεγάλο βαθμό κατακτήσει. Θέλουμε να δώσουμε την ευκαιρία στο ούζο να πάρει τη θέση που του αξίζει στη διεθνή αγορά ποτών. Και σιγά-σιγά, ήδη διαπιστώνουμε με ικανοποίηση πως το κατακτούμε. Εισπράττουμε την αγάπη του κόσμου που αναζητά και προτιμά το Ούζο Πλωμαρίου εκτός των εθνικών συνόρων και αυτό μας γεμίζει με υπερηφάνεια για το απόσταγμα που παράγουμε με μεράκι, ακολουθώντας την ίδια παραδοσιακή συνταγή που πρωτοέφτιαξε ο δημιουργός του, Ισίδωρος Αρβανίτης».

Ποικιλία

Το Ούζο Πλωμαρίου θεωρείται η ναυαρχίδα της εταιρείας. Ωστόσο υπάρχουν και άλλα προϊόντα. «Τα τελευταία χρόνια έχουμε λανσάρει στην αγορά το πρώτο σούπερ premium Ούζο Πλωμαρίου Αδολο, το οποίο κατακτά μια σημαντική θέση στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Μάλιστα το Ούζο Πλωμαρίου Αδολο κατέκτησε τον τίτλο Newcomer Of The Year 2018 στη Γερμανία, στην κατηγορία των πρωτοεμφανιζόμενων ποτών, σύμφωνα με την έρευνα που έγινε από το κλαδικό περιοδικό “Getränke Zeitung”. Η διάκριση αυτή είναι ιδιαίτερα τιμητική, καθώς επιλέχθηκε ανάμεσα σε δεκάδες brands παγκόσμιας διάθεσης και αναγνωρισιμότητας, επιβεβαιώνοντας έτσι τον premium χαρακτήρα του, αλλά και το έντονο ενδιαφέρον των Γερμανών καταναλωτών προς το εθνικό ποτό της Ελλάδας. Επίσης ένα πρότυπο προϊόν μας είναι η M Dry Mastiha, το πρώτο dry spirit απόσταγμα που δεν είναι λικέρ, δηλαδή περιέχει πολύ λιγότερη ζάχαρη και το οποίο σημειώνει εντυπωσιακή πορεία», τονίζει. Οσο για το αν υπάρχει μυστική συνταγή στο ούζο απαντά: «Υπάρχει μυστική συνταγή στον μουσακά της μαμάς ή της γιαγιάς σας; Εμείς κρατάμε τις συνταγές μας. Καλλιεργούμε τους σπόρους μόνοι μας και ό,τι αγοράζουμε θα πρέπει να είναι της καλύτερης ποιότητας. Εξάλλου ακόμα και εάν έχεις καλή συνταγή, εάν τα συστατικά δεν είναι καλά τότε και πάλι θα χαλάσει».

ouzo3.jpg

Συνεργασίες και τσίπουρο

Τα τελευταία χρόνια ο κ. Καλογιάννης έχει επενδύσει και συνεργάζεται και με άλλες γνωστές ποτοποιίες, όπως την Ποτοποιία Χ. Θωμόπουλος ή εκείνη της οικογένειας Βασδαβάνου. Η συνεργασία με την τελευταία γέννησε και τις μονοποικιλιακές γεύσεις του τσίπουρου Δεκαράκι. «Το καλοκαίρι του 2018 το Δεκαράκι, εκτός από το Μοσχάτο, απέκτησε ακόμη 2 νέες μονοποικιλιακές γεύσεις, το Δεκαράκι Μαλαγουζιά και το Δεκαράκι Ροδίτη», λέει ο κ. Καλογιάννης. «Από την πρώτη στιγμή έτυχαν θερμής υποδοχής από τους καταναλωτές που αναγνωρίζουν την αυθεντικότητά τους και τον διαφορετικό, φίνο και αρωματικό χαρακτήρα τους. Από τα θετικά σχόλια των καταναλωτών επιβεβαιώνεται ότι τα μονοποικιλιακά αποστάγματα Δεκαράκι ήρθαν να καλύψουν ένα κενό που υπήρχε μέχρι χθες στην αγορά», συμπληρώνει.

Ασταμάτητος

Ο ίδιος είναι ασταμάτητος. Παρά τα 79 του χρόνια, εξακολουθεί να έχει νεανική ορμή. Κυνηγά τους μεγάλους στόχους που έχει θέσει για την Ούζο Πλωμαρίου Ισιδώρου Αρβανίτου, συνδράμει σε νέες προσπάθειες και προσπαθεί να ανακαλύψει ή να πειραματιστεί με νέα πράγματα. «Δεν μπορώ να σταματήσω. Εχω μια συνήθεια, μια παράδοση που είναι συνδεδεμένη με αυτή τη δουλειά και δεν μπορώ να την αποχωριστώ», λέει. Τι του δίνει ώθηση; «Η κληρονομιά μου στην παραγωγή των αποσταγμάτων και η ευθύνη να τη συνεχίσω προσφέροντας στους καταναλωτές ποιοτικά προϊόντα, και φυσικά η υποχρέωση απέναντι στους συνεργάτες μου που για μένα είναι ακόμα μια οικογένεια».
Μάλιστα χαρακτηρίζει όσα έχει φτιάξει στη διαδρομή του «παιδιά» του, τα οποία σε λίγα χρόνια θα κληθεί να διαχειριστεί ο γιος του που ολοκληρώνει τις σπουδές του.

«Το λαθρεμπόριο και το χύμα ποτό, το μεγαλύτερο πρόβλημα»

Στη συζήτηση όμως στεκόμαστε και στις μεγάλες προκλήσεις του κλάδου μιας και ο ίδιος εκτελεί χρέη προέδρου του Συνδέσμου Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων & Αλκοολούχων Ποτών (ΣΕΑΟΠ). Εκτός απ’ τις προσπάθειες που γίνονται στα μπαρ ώστε να προωθηθεί το ελληνικό απόσταγμα, ο κ. Καλογιάννης στέκεται στο ζήτημα των χύμα αλκοολούχων ποτών και το λαθρεμπόριο. «Είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα για τον κλάδο. Τα χύμα αλκοολούχα ποτά σε πολύ μεγάλο ποσοστό εισάγονται από γειτονικές χώρες χωρίς έλεγχο και στη συνέχεια βαπτίζονται ελληνικά, καταλαμβάνοντας μερίδιο στην αγορά των εμφιαλωμένων και ελεγμένων αποσταγμάτων. Αυτή η εικόνα προφανώς επηρεάζει την ταυτότητα του πολύ δημοφιλούς ελληνικού ποτού στον τουρισμό μας, καθώς ο ξένος επισκέπτης συχνά καταναλώνει αποστάγματα κακής ποιότητας που δεν έχουν ελεγχθεί ποτέ. Ωστόσο ο καταναλωτής θα πρέπει να γνωρίζει ότι ένα αγνώστου προελεύσεως απόσταγμα μπορεί να είναι σαφώς περισσότερο οικονομικό, όμως καθώς δεν έχει ελεγχθεί, δεν πληροί και τις προδιαγραφές για κατανάλωση. Τα χύμα αποστάγματα είναι συχνά επικίνδυνα για την υγεία, περιέχουν αλκοόλ αγνώστου προελεύσεως και δεν υπόκεινται σε έλεγχο από τους αρμόδιους φορείς. Τα εμφιαλωμένα, επώνυμα προϊόντα παράγονται από ελληνικές πρώτες ύλες και υπόκεινται σε εξονυχιστικούς ελέγχους έτσι ώστε ο καταναλωτής να είναι σίγουρος ότι πίνει απόσταγμα άριστης και ελεγμένης ποιότητας».