Ο Ντόναλντ Τραμπ σημείωσε νέα επικράτηση στη σύγκρουσή του με τα μέσα ενημέρωσης, όταν ο εθνικός ραδιοτηλεοπτικός φορέας του Ηνωμένου Βασιλείου ζήτησε συγγνώμη για παραπλανητική επεξεργασία δηλώσεών του και δύο στελέχη παραιτήθηκαν. Επιστρατεύοντας —ή απειλώντας να επιστρατεύσει— δικαστικές οδούς και κυβερνητική ισχύ, ο Τραμπ έχει ήδη αποσπάσει σημαντικές παραχωρήσεις από μεγάλα αμερικανικά δίκτυα· η κίνηση της British Broadcasting Corp. καταδεικνύει ότι η τακτική έχει διεθνή εμβέλεια.

Ο πρόεδρος του BBC, Σαμίρ Σαχ, αναγνώρισε ότι επεξεργασμένο απόσπασμα της ομιλίας του Τραμπ κοντά στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021 —προβλήθηκε στο Panorama λίγο πριν τις περσινές εκλογές— μετέδωσε λανθασμένα την εντύπωση άμεσης προτροπής σε βία. Το θέμα ανέδειξε πρώτο η Telegraph την περασμένη εβδομάδα. Σε επιστολή της Κυριακής, ο Τραμπ απείλησε με αγωγή ζητώντας τουλάχιστον 1 δισ. δολάρια αποζημίωση, απόσυρση του ντοκιμαντέρ και πλήρη επανόρθωση για τη «ζημία» που υποστήριξε ότι υπέστη.

Εντός ΗΠΑ, η συνταγή αποδίδει. Δύο από τα τέσσερα μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυαABC και CBS— κατέβαλαν πολυεκατομμύριους διακανονισμούς μετά από διαφωνίες του Προέδρου με την κάλυψή τους. Το ABC (ιδιοκτησίας Walt Disney Co.) απέσυρε προσωρινά τον Τζίμι Κίμελ από τον αέρα υπό κυβερνητική πίεση. Δεκάδες δημοσιογράφοι επέστρεψαν τις διαπιστεύσεις τους στο Πεντάγωνο τον προηγούμενο μήνα, αρνούμενοι περιορισμούς που, κατά την κυβέρνηση, στόχευαν στον «πολύ διαταρακτικό» Τύπο.

Η παρέμβαση επεκτάθηκε και στο εξωτερικό. Τον Σεπτέμβριο, ο Τραμπ είπε σε δημοσιογράφο της Australian Broadcasting Corp. που τον ρώτησε για επιχειρηματικές συναλλαγές ότι οι ερωτήσεις «βλάπτουν την Αυστραλία». Κατά τον Guardian, ο εθνικός φορέας μεταφέρθηκε αργότερα σε overflow room για συνέντευξη Τύπου του Προέδρου στο Ηνωμένο Βασίλειο. Παράλληλα, η κυβέρνηση πρότεινε κανονισμούς που θα υποχρεώνουν ξένα ΜΜΕ με ειδικές βίζες να ανανεώνουν καθεστώς κάθε 240 ημέρες, ενισχύοντας τον διοικητικό έλεγχο στην εργασία δημοσιογράφων και ανοίγοντας δρόμο για αντίποινα μέσω απορρίψεων παρατάσεων.

«Πρόκειται για δυσάρεστο μοτίβο που είδαμε πριν ακόμη ορκιστεί», σχολίασε η Κάθι Κίλι, κάτοχος της έδρας Lee Hills Chair in Free-Press Studies στη Σχολή Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Μιζούρι. «Είναι ο απόλυτος κακός νικητής». Η τελευταία κίνηση συνιστά, είπε, ενοχλητική αστική αγωγή που φιμώνει επιθετική δημοσιογραφία γύρω από τον ίδιο.

Το εσφαλμένο μοντάζ προσφέρει πολεμοφόδια στους αντιπάλους του μοντέλου χρηματοδότησης του BBC —το τέλος τηλεοπτικής άδειας που πληρώνουν ετησίως τα νοικοκυριά. Το σκάνδαλο μπορεί να δυσκολέψει τη διατήρησή του και, κατά τον Τομ Γουόρντ της Bloomberg Intelligence, να αποξενώσει διαφημιστές εκτός Βρετανίας. Στις 7 Νοεμβρίου, ο Τραμπ μίλησε με τον βουλευτή Νάιτζελ Φάρατζ (Reform UK, πρώτο στις δημοσκοπήσεις). «Οργισμένος είναι λίγο», είπε ο Φάρατζ στο LBC, επαναλαμβάνοντας ότι μεγάλο μέρος του κοινού θα αρνηθεί να πληρώνει το υποχρεωτικό τέλος.

Ο Τραμπ συνεχίζει χωρίς σημάδια κόπωσης, εφόσον πετυχαίνει να αναχαιτίζει αρνητική κάλυψη, να στερεί πόρους από αντίπαλες αίθουσες σύνταξης και να αναγκάζει παραδοχές λαθών. Σε παράλληλη πολυμέτωπη στρατηγική, η κυβέρνηση στοχοποιεί δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς: ελέγχει χορηγίες, ενώ μέσω Κογκρέσου προσπάθησε να καταργήσει τη χρηματοδότηση της Corporation for Public Broadcasting, που στήριζε NPR και PBS — συχνούς στόχους.

Πίεση ασκείται και στο Voice of America: ο Τραμπ επιδιώκει την κατάργησή του· τον περασμένο μήνα διέκοψε εκπομπές στο πλαίσιο του shutdown, εν μέσω ευρύτερης νομικής προσπάθειας διάλυσης του οργανισμού. Στο πλευρό του στάθηκε ο Μπρένταν Καρ, πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Επικοινωνιών (FCC), που στήριξε ανοιχτά την εκστρατεία κατά των mainstream media. Τον Σεπτέμβριο βρέθηκε στο επίκεντρο όταν απείλησε να ανακαλέσει άδειες εκπομπής θυγατρικών της Disney επειδή δεν έκοψαν το Jimmy Kimmel Live! μετά από επίμαχα σχόλια για τη δολοφονία του ακτιβιστή Τσάρλι Κερκ.

Σε ανάρτηση μετά την επιστροφή του Κίμελ στον αέρα από τη Disney, ο Τραμπ άφησε ανοιχτό νομικές ενέργειες κατά της εταιρείας και υπαινίχθηκε ότι η κριτική του παρουσιαστή θα μπορούσε να θεωρηθεί πληρωμένη πολιτική ομιλία υπέρ Δημοκρατικών. Λίγες εβδομάδες πριν την έναρξη της δεύτερης θητείας του Προέδρου, η Disney ήταν από τις πρώτες που συμβιβάστηκαν σε αγωγή για σχόλια του Τζορτζ Στεφανόπουλου (ABC News), καταβάλλοντας 15 εκατ. δολάρια σε μελλοντικό ίδρυμα Τραμπ και 1 εκατ. για νομικά.

Εν τω μεταξύ, ο Τραμπ είχε ήδη μηνύσει το CBS για τον τρόπο που το 60 Minutes επεξεργάστηκε δήλωση της Καμάλα Χάρις, υποστηρίζοντας εκλογική παρέμβαση. Το δίκτυο επέμεινε πως δεν αλλοίωσε τα λόγια και ότι οι περικοπές γίνονται για σαφήνεια· όμως η Paramount Global, που χρειαζόταν την έγκριση του Καρ για συγχώνευση με Skydance Media, πλήρωσε 16 εκατ. δολάρια και δεσμεύτηκε να δημοσιεύει απομαγνητοφωνήσεις συνεντεύξεων προεδρικών υποψηφίων.

Έκτοτε, το δίκτυο προχώρησε σε αλλαγές: όρισε διαμεσολαβητή για καταγγελίες κάλυψης· μετά την ανάληψη από τον Ντέιβιντ Έλισον τον Αύγουστο, η μετονομασμένη Paramount Skydance Corp. εξαγόρασε το εναλλακτικό Free Press και διόρισε τη Μπάρι Γουάις αρχισυντάκτρια του CBS News. Προχώρησε σε περαιτέρω αναδιατάξεις και νωρίτερα μέσα στον μήνα το 60 Minutes πήρε συνέντευξη από τον Τραμπ.

«Ο Πρόεδρος δεν μπορεί να χαλαρώσει τον αγώνα κατά των FakeNews», είπε ο Ντάνιελ Σερ του Center for American Rights. «Η λογοδοσία του BBC είναι θετική, αλλά ο στόχος είναι δίκαιες, τεκμηριωμένες ειδήσεις χωρίς κομματική παραπληροφόρηση». Ο Τραμπ δεν δίστασε να κινηθεί και κατά φιλικών μέσων: μήνυσε για 10 δισ. δολάρια τη Wall Street Journal (Όμιλος Μέρντοκ) για δημοσίευμα περί ανάρμοστου σημειώματος γενεθλίων προς τον Τζέφρι Έπσταϊν. «Έχουμε πλήρη εμπιστοσύνη στην ακρίβεια των ρεπορτάζ μας», απάντησε εκπρόσωπος της μητρικής.

Σε άλλη υπόθεση δυσφήμισης, διεκδικεί 15 δισ. δολάρια από τους New York Times για την κάλυψη των εκλογών 2025, υποστηρίζοντας ότι λειτουργεί ως «εκφραστής» των Δημοκρατικών. Μήνυσε επίσης τη Des Moines Register για δημοσκόπηση που —κατά τον ισχυρισμό του— υπερέβαλε το προβάδισμα της Χάρις στην πολιτεία· πέτυχε νομική νίκη ώστε η υπόθεση να συνεχιστεί σε πολιτειακό αντί ομοσπονδιακό δικαστήριο. «Αξιολογούμε την απόφαση», είπε η Λαρκ-Μαρί Άντον της εφημερίδας, εκφράζοντας βέβαιη εμπιστοσύνη σε δίκαιη κρίση στην Αϊόβα.

Τα ΜΜΕ πασχίζουν να ανταποκριθούν στις επιταγές της κυβέρνησης, ανέφερε η Κριστίνα Μπελαντόνι του USC Annenberg. Οι συμβιβασμοί υποδηλώνουν ότι «δεν αξίζει να δαπανάς χρόνο και χρήμα κόντρα στον Τραμπ στα δικαστήρια», αλλά ίσως δημιουργούν προηγούμενο μεγαλύτερης πολιτικής επιρροής. «Ανησυχώ ότι σε πέντε χρόνια το τοπίο των ΜΜΕ θα έχει αλλάξει δραστικά, και οι αγωγές συνεισφέρουν σε αυτό».

Η πολυμέτωπη πίεση κατά των οργανισμών και η προτίμηση προς ευνοϊκά μέσα αναδεικνύουν διάθεση για επιθετικές τακτικές που οδηγούν σε αλλαγές κάλυψης και ανακατατάξεις ηγεσιών. Όμως, το όριο ανάμεσα σε συντακτική κρίση και κατάχρηση αυτής θολώνει. Κάποια δίκτυα, όπως ABC και CBS, προτίμησαν συμβιβασμούς παρότι νομικοί έβλεπαν στέρεες βάσεις υπό το Πρώτο Τροποποίημα. Στην περίπτωση του BBC, η ουσία ήταν διαφορετική: «Οι συντάκτες αλλοίωσαν το νόημα των πραγματικών δηλώσεων του Τραμπ», σημείωσε ο Άνταμ Πένεμπεργκ της Σχολής Δημοσιογραφίας NYU. «Όταν το BBC παραποιεί νόημα, πλήττει όχι μόνο τη δική του αξιοπιστία, αλλά και του επαγγέλματος συνολικάπροδοσία της βασικής εμπιστοσύνης πάνω στην οποία στηρίζεται η δημοσιογραφία».

Διαβάστε ακόμη

Brain regain: «Επιστροφή με bonus» σε όσους γυρίζουν στην Ελλάδα

Στροφή των καταθετών σε εναλλακτικές επιλογές (πίνακες)

Metron Αυτοματισμοί: Ενα case study τοπικής βιομηχανίας με διεθνή παρουσία

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα