Στην εποχή όπου η εξωστρέφεια των επιχειρήσεων λογίζεται ως αναγκαιότητα και μονόδρομος όχι μόνο για τη δική τους ανάπτυξη, αλλά και για την ελληνική οικονομία, μια εταιρεία με έδρα στη Θεσσαλονίκη έχει καταφέρει αθόρυβα αλλά σταθερά να δείξει ότι τα προϊόντα της ελληνικής γης μπορούν να βρουν θέση στα σούπερ μάρκετ μεγάλων και δύσκολων αγορών, όπως αυτή των ΗΠΑ. Η Pelopac, της οποίας το όνομα μπορεί να μη λέει πολλά στον Ελληνα καταναλωτή αφού δεν βρίσκει προϊόντα της στην Ελλάδα, έχει καταφέρει να ακολουθήσει μια ενδιαφέρουσα και πετυχημένη διαδρομή που φτάνει 40 χρόνια πίσω, ανοίγοντας εμπορικούς δρόμους για τα μεσογειακά είδη διατροφής κυρίως στην άλλη άκρη του Ατλαντικού.

Σήμερα μάλιστα είναι από τους βασικούς εξαγωγείς ελληνικών προϊόντων διατροφής, με αιχμή την ελιά σε διάφορες παραλλαγές και συνταγές, προωθώντας την ως σνακ σε τυποποιημένα σακουλάκια, αλλά και γενικά προϊόντα antipasti, όπως ονομάζονται, με μεσογειακές συνταγές.
Ολα φτιαγμένα και τυποποιημένα στο εργοστάσιο της Pelopac στη Σίνδο Θεσσαλονίκης, όπου απασχολείται και η πλειονότητα του ανθρωπίνου δυναμικού της, που αισίως έχει φτάσει στα 180 άτομα.

«Εξάγουμε το 100% της παραγωγής μας», λέει ο κ. Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας. Οπως εξηγεί, το 70% των πωλήσεων κατευθύνεται στην αμερικανική αγορά. «Περίπου το 12% των εσόδων μας προέρχεται από τη Βρετανία, το 10% από την Αυστραλία και από όλες τις υπόλοιπες αγορές στις οποίες εξάγουμε, όπως η Γερμανία, η Δανία, η Ιταλία και η Σουηδία, είναι το ποσοστό είναι μονοψήφιο. Συνολικά στέλνουμε μικρές και μεγάλες ποσότητες σε 40 χώρες. Βέβαια πιθανόν κάποιος να εντοπίσει προϊόντα μας και αλλού, αφού οι πελάτες για τους οποίους παράγουμε διαθέτουν εκτεταμένα δίκτυα. Για παράδειγμα, γνωστοί μου Αμερικανοί μού έλεγαν ότι εντόπισαν προϊόντα μας στην Καραϊβική»!

Δημιούργημα μηχανικού

Τα προϊόντα της Pelopac είναι αναγνωρίσιμα, με δεδομένο ότι το μεγαλύτερο κομμάτι των αμερικανικών εξαγωγών αφορά ένα γνωστό brand, το Peloponnese, με το οποίο συνδέεται η ιστορία της εταιρείας. Κοινώς, Πελοπόννησος. Το συγκεκριμένο αποδίδεται στον ιδρυτή της εταιρείας Σωτήρη Κιτριλάκη, ο οποίος από πετυχημένος μηχανικός και επιστήμονας στον χώρο της υψηλής τεχνολογίας στις ΗΠΑ με ενδιαφέρουσες ερευνητικές συμμετοχές -από το πυρηνικό πρόγραμμα δορυφόρων της NASA έως την ανάπτυξη της πρώτης τεχνητής καρδιάς με πυρηνική ενέργεια- βρήκε τον προορισμό του στην ελληνική διατροφή και τον αγροτουρισμό. Είχε προηγηθεί στις αρχές του ’80 η πώληση της εταιρείας που είχε συγκροτήσει με συναδέλφους του και η οποία ειδικευόταν στην ανάπτυξη ιατρικών μηχανημάτων.

«Τότε επέστρεψε στην Ελλάδα. Ανήσυχο πνεύμα όμως, δεν έκατσε και πολύ. Σκέφτηκε να ξεκινήσει μια επιχείρηση που θα εισάγει ελληνικά τρόφιμα, λάδι, ελιές, τυρί κ.ο.κ., στις ΗΠΑ με στόχο να τα πουλάει όχι στην Ομογένεια, όπως ήταν έως τότε ο κανόνας, αλλά στους Αμερικανούς», εξιστορεί ο κ. Κωνσταντινίδης. «Η χρονική στιγμή ήταν η κατάλληλη γιατί τότε ξεκινούσε το “κίνημα των foodies”, όπως είχε ονομαστεί. Δηλαδή το κίνημα των καταναλωτών που δεν τους ενδιέφερε η αμερικανοποίηση των γεύσεων αλλά τα αυθεντικά προϊόντα κάθε περιοχής. Ηταν μια εποχή που ο κόσμος άρχισε να ταξιδεύει αρκετά εκτός συνόρων και να έρχεται σε επαφή με νέες εμπειρίες. Αυτό εξάλλου ήταν και η βάση ώστε αργότερα να αναπτυχθούν σημαντικά οι λεγόμενες “έθνικ αγορές”».

Το 1983 ξεκίνησε το brand Peloponnese συνεργαζόμενο κυρίως με τρίτους προμηθευτές. Επειδή όμως η πελατεία στις ΗΠΑ συνεχώς αυξανόταν, το μοντέλο αυτό δεν μπορούσε να προχωρήσει οικονομικά. Ετσι, το 1993 ιδρύθηκε η Pelopac, ένας συνδυασμός του brand Peloponnese και της κατάληξης «pac», που οι Αμερικανοί χρησιμοποιούν στα ονόματα των εταιρειών για να υπογραμμίσουν τη δραστηριότητα της τυποποίησης και συσκευασίας. Η πρώτη μεγάλη συμφωνία ήρθε στα μέσα του ’90 με τη Hormel Foods, η οποία εξαγόρασε το brand αναλαμβάνοντας τη διανομή και την προώθησή του επί αμερικανικού εδάφους. Η Pelopac έκτοτε διατηρεί την αποκλειστικότητα στην παραγωγή. Είναι ένα μοντέλο win-win το οποίο μέχρι σήμερα συνεχίζει να αποδίδει, κάτι που ακολουθεί η εταιρεία από τη Βόρεια Ελλάδα και στις εμπορικές της σχέσεις με άλλους πελάτες.

Το μοντέλο

«Η στόχευσή μας είναι αποκλειστικά εξαγωγική. Παράγουμε για κάποια από τα κορυφαία brands και τις ιδιωτικές ετικέτες αλυσίδων λιανικής ανά τον κόσμο και εξάγουμε. Αυτό είναι το μοντέλο λειτουργίας μας, το οποίο είναι εντελώς διαφορετικό από το να είχαμε, π.χ., και εμπορική δραστηριότητα στην Ελλάδα», εξηγεί ο κ. Κωνσταντινίδης, ο οποίος ανέβηκε στο μετοχικό άρμα της εταιρείας από το 1996, ενώ κάποια χρόνια αργότερα ανέλαβε και τα ηνία της.

Το 85% της δουλειάς που γίνεται στο εργοστάσιο αφορά κυρίως την ελιά. «Σε διάφορες συσκευασίες και συνταγές: σε βάζα για τα ράφια του σούπερ μάρκετ, σε πλαστικά δισκάκια για τα ψυγεία, σε σακουλάκια για snacking, σε μεγαλύτερες συσκευασίες για το HORECA. Είναι απλές, εκπυρηνωμένες, με κάθε είδους γέμισμα. Κάνουμε όμως και άλλα προϊόντα. Μπορούμε να παράγουμε, π.χ., ένα μεγάλο εύρος από spreads. Γενικά παράγουμε αρκετά προϊόντα για την κατηγορία “antipasti”, όπως λέγεται. Διάφορα προϊόντα με βάση την πιπεριά, σε συνδυασμό με ελιές, αγκινάρα, τυρί κ.ά. Με διαφορά όμως τα προϊόντα ελιάς είναι η ναυαρχίδα μας και είναι και μια κατηγορία στην οποία γενικά η Ελλάδα πρωταγωνιστεί. Αυτή τη στιγμή, αν δεν κάνω λάθος, η ελληνική ελιά κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο σε εξαγωγές παγκοσμίως από οποιαδήποτε άλλη».

Κλειδί για την επιτυχία, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι η δημιουργία εμπορικών σχέσεων που θα δοκιμαστούν στον χρόνο. «Η δουλειά έχει χτιστεί πάνω σε κάποιες αξίες: την ομαδικότητα, τη στενή συνεργασία με προμηθευτές και πελάτες, την αξιοπιστία με την οποία έχουμε κερδίσει την εμπιστοσύνη των πελατών μας και την ευελιξία. Στην αμερικανική αγορά όπου ρίξαμε από την αρχή το μεγαλύτερο βάρος παράγοντας ένα brand πρωτοπόρο, παλιό και καθιερωμένο, έχουμε ήδη καλή φήμη. Αναγνωριζόμαστε ως ένας πολύ αξιόπιστος προμηθευτής ποιοτικών ελληνικών και μεσογειακών προϊόντων. Και αυτό σίγουρα αποτελεί μια βάση για την επέκταση των συνεργασιών μας. Από εκεί και πέρα συνεχίζουμε να συμμετέχουμε σε εκθέσεις ανά τον κόσμο όπου συνήθως γίνονται γνωριμίες, οι οποίες ώσπου να μετουσιωθούν σε στέρεες συνεργασίες μπορεί να περάσουν και χρόνια».

Με δεδομένο ότι η Pelopac έχει μεγάλη έκθεση στην αμερικανική αγορά, τον ρωτάμε αν φοβάται την απειλή επιβολής δασμών για την οποία μιλά ανοιχτά ο νέος Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ. «Προφανώς είναι κάτι που μας απασχολεί. Ωστόσο, έως σήμερα δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο. Ξέρετε, υπάρχει και το ρητό που με εκφράζει και λέει: “Εχω περάσει πολλά χρόνια να ανησυχώ για πράγματα που δεν συνέβησαν προχθές”, οπότε θα έλεγα πως απλά υπάρχει ένας συγκρατημένος προβληματισμός. Επικεντρωνόμαστε στις δουλειές μας, αλλά είμαστε και προετοιμασμένοι να ανταποκριθούμε σε οτιδήποτε προκύψει», απαντά ο κ. Κωνσταντινίδης.

Το snacking

Στη βάση αυτή το στρατηγικό σχέδιο ανάπτυξης της Pelopac κινείται γύρω από τρεις άξονες, όπως εξηγεί. «Ο πρώτος άξονας θέτει ως στόχο τη μεγαλύτερη ανάπτυξη μέσα από τις υφιστάμενες συνεργασίες μας. Επειδή πραγματικά πολλοί από τους συνεργάτες μας είναι leaders στον χώρο τους, θεωρώ ότι υπάρχει ακόμα πολύ μεγάλο περιθώριο ανάπτυξης για εμάς. Ο δεύτερος άξονας αφορά νέες συνεργασίες, διεύρυνση του πελατολογίου μας αλλά και τις χώρες στις οποίες έχουμε παρουσία. Και έπειτα είναι και η ανάπτυξη που προσδοκούμε μέσα από νέα προϊόντα και κατηγορίες προϊόντων. Για παράδειγμα, τον τελευταίο χρόνο υπάρχει μια τάση του snacking. Αυτό είναι κάτι που κοιτάμε περισσότερο πλέον και θεωρούμε ότι μπορεί να γίνει βασικός πυλώνας ανάπτυξης.

Ηδη κάνουμε σακουλάκια ελιάς μικρότερου μεγέθους που έχουν αυτό τον ρόλο. Προ κορωνοϊού είχαμε κάνει κάποια βήματα αναπτύσσοντας σειρά προϊόντων που απευθύνονταν κυρίως στο ταξιδιωτικό catering και είχαν δυναμική. Ηταν κάποια snack boxes με συνδυασμό spreads, ελιάς και κράκερ, τα οποία πωλούνται σε αεροπορικές εταιρείες. Δυστυχώς, μετά την έκρηξη της πανδημίας επήλθε μεγάλη αναταραχή στο συγκεκριμένο κομμάτι της αγοράς και δεν κατάφερε να αναπτυχθεί τόσο. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθεί να υπάρχει μια δυναμική την οποία και εξετάζουμε. Δεν σας κρύβω ότι το snacking πιθανόν να εξελιχθεί στο μέλλον στον μεγαλύτερο οδηγό ανάπτυξης της εταιρείας», αναφέρει ο κ. Κωνσταντινίδης.

Για την ελληνική αγορά, πάντως, ούτε κουβέντα. «Το στήσιμό μας είναι ξεκάθαρα εξαγωγικό και δεν θα μπορούσαμε να μπούμε εύκολα σε μια διαδικασία να κυκλοφορήσουμε τα προϊόντα μας στην Ελλάδα. Θα έπρεπε να στηθούν τμήμα πωλήσεων, προμηθειών, αποθήκες… Αυτά απαιτούν μεγάλες επενδύσεις. Και έπειτα, ο ανταγωνισμός είναι τεράστιος και τα περιθώρια μικρά», επισημαίνει ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Pelopac.

Ούτως ή άλλως, το υφιστάμενο μοντέλο που είναι απολύτως προσανατολισμένο στις εξαγωγές είναι πετυχημένο, όπως μαρτυρά και η οικονομική πορεία της εταιρείας. Σύμφωνα με τον κ. Κωνσταντινίδη, το 2024 οι πωλήσεις της αυξήθηκαν στα 28,5 εκατ. ευρώ από 22,2 εκατ. το 2023 παραμένοντας σε κερδοφόρα τροχιά. «Γενικά πέρυσι, αν και είχαμε μια καταστροφική σοδειά ελιάς, οι επιδόσεις μας ήταν καλές, ουσιαστικά ανακάμπτοντας από μία πολύ κακή χρήση του 2023, κυρίως λόγω εσωτερικών ζητημάτων. Για φέτος πάλι είμαι συγκρατημένα αισιόδοξος παρά τα όσα ακούγονται στο διεθνές περιβάλλον. Πρωτίστως, κοιτάμε να παραμείνουμε στα τρέχοντα επίπεδα δουλειάς και επιδόσεων με μια μικρή ανάπτυξη».

Τα μεγέθη

Πάντως, το καλό 2024 φάνηκε και στο μέγεθος του ανθρώπινου δυναμικού της εταιρείας. Συνολικά προστέθηκαν 20 άτομα από πέρυσι τέτοιο καιρό, με αποτέλεσμα να έχει φτάσει στα 180. Επίσης, ο αριθμός των παραγωγών που εμμέσως συνδέονται με την Pelopac, αφού η εταιρεία δεν κάνει πρωτογενή επεξεργασία αλλά έχει προμηθευτές γι’ αυτό, έχουν αυξηθεί, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του κ. Κωνσταντινίδη, σε 500.

«Η δυναμική του παραδείγματος της μεσογειακής διατροφής στον κόσμο συνεχίζει να ενισχύεται;» τον ρωτάμε και μας απαντά ότι «η τάση εξακολουθεί να είναι ανοδική. Πριν από 4-5 χρόνια είχαμε μια μελέτη για τις τάσεις της αμερικανικής αγοράς που υπογράμμιζε ότι αυτή η τάση θα είχε τη μεγαλύτερη άνοδο έναντι των υπολοίπων. Αυτό εξακολουθεί να ισχύει. Απλώς βλέπουμε ότι εντάσσεται ή αφομοιώνεται από άλλες τάσεις και μόδες που προκύπτουν. Για παράδειγμα, πολύς κόσμος επιλέγει τα προϊόντα μας διότι είναι vegan ή vegetarian. Επίσης, είναι μη γενετικά τροποποιημένα, οπότε και λόγω αυτού υπάρχει μεγάλη ζήτηση. Τα φυσικά, παραδοσιακά, αυθεντικά προϊόντα πάντα θα έχουν ζήτηση».

Διαβάστε ακόμη

Παζάρι 100 ημερών για τις παροχές της ΔΕΘ

Πώς η ΔΕΗ «φυτεύει» φωτοβολταϊκά στα ορυχεία της Δυτικής Μακεδονίας

Νησί του Πάσχα: Ταξίδι σε έναν τόπο γεμάτο μυστήριο

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα