search icon

business stories

Taizoon Khorakiwala: Ο Ινδός εκατομμυριούχος που «σαρώνει» στα ελληνικά τρόφιμα

Ο επικεφαλής του SwitzGroup και οι επενδύσεις στην Ελλάδα σε Olympic Foods, CSM Hellas, Κρητών Αρτος, «Σαμούρη» και «Κουλουράδες»

«Πιστεύουμε στην ανάπτυξη μέσω της συνεργασίας. Εφαρμόζοντας τον συνδυασμό των δυνατοτήτων μας, πετυχαίνουμε τους στόχους μας». Αυτό είναι το «μότο» που χαρακτηρίζει την επιχειρηματική φιλοσοφία του Τaizoon Khorakiwala, του Ινδού εκατομμυριούχου επικεφαλής του SwitzGroup, ο οποίος «εισέβαλε» αθόρυβα, αλλά δυναμικά στην ελληνική αγορά τροφίμων πριν από τέσσερα χρόνια και έκτοτε ολοκλήρωσε με επιτυχία την απόκτηση πλειοψηφικού μετοχικού ποσοστού σε πέντε εταιρείες του κλάδου.

Ενας κλάδος που ούτως ή άλλως συγκεντρώνει ολοένα και περισσότερο το ενδιαφέρον ξένων και εγχώριων επενδυτικών κεφαλαίων. Ακολουθώντας πιστά μια πετυχημένη συνταγή, ο Khorakiwala εξαγοράζει μεσαίες υγιείς επιχειρήσεις με προοπτική και επιτυχημένο management, όχι όμως με τη λογική των funds, αλλά με μακροπρόθεσμο επενδυτικό ορίζοντα. Διατηρεί, κατά κανόνα, «παρούσα» τόσο μετοχικά (με μειοψηφικό ποσοστό) όσο και διοικητικά την προηγούμενη ιδιοκτησία και παρέχει χρηματοδοτική στήριξη. Ετσι, με το «φρέσκο χρήμα» και τη γενικότερη υποστήριξη σε επίπεδο διεθνούς δικτύωσης, ανοίγει νέες αναπτυξιακές προοπτικές για αυτές τις εταιρείες.

Κάπως έτσι το SwitzGroup έφτασε μετά από τέσσερις δεκαετίες να ελέγχει περισσότερες από 20 εταιρείες, να διατηρεί παρουσία σε 15 χώρες σε Ασία, Αυστραλία, Ευρώπη και Μέση Ανατολή, να απασχολεί πάνω από 5.000 άτομα και να καταγράφει ετήσια έσοδα της τάξης των 300 εκατ. δολαρίων.

Ο όμιλός του δραστηριοποιείται στις κατηγορίες του bakery, τις πρώτες ύλες ζαχαροπλαστικής, τα αυγά, τα μπισκότα, τα κρουασάν, τις κατεψυγμένες ζύμες, καθώς και σε αλυσίδες retail, όπως ζαχαροπλαστεία, καφέ και αρτοποιεία.

Το ποντάρισμα στην Ελλάδα

Ο Khorakiwala «ανακάλυψε» επενδυτικά την Ελλάδα στις αρχές του 2017. Παρά την οικονομική κρίση και τη γενικότερη αβεβαιότητα που μάστιζαν τότε τη χώρα, εκείνος είδε τη μεγάλη ευκαιρία για την επέκταση του ομίλου του, με το πλάνο του να προβλέπει την τοποθέτηση, μέσω εξαγορών πλειοψηφικών ποσοστών σε μικρομεσαίες εταιρείες στον κλάδο των τροφίμων, πάνω από 100 εκατ. ευρώ.

Μέχρι τώρα εκτιμάται ότι έχει επενδύσει σε ελληνικά assets περισσότερα από 80 εκατ. ευρώ, ενώ όπως όλα δείχνουν είναι έτοιμος να προχωρήσει και σε άλλες κινήσεις, με τις πληροφορίες να υπολογίζουν ότι θα διαθέσει ακόμη 40 εκατ. ευρώ για νέα «χτυπήματα» στον χώρο των τροφίμων. Παράλληλα, το SwitzGroup φέρεται να έχει επενδύσει στην εγχώρια αγορά ακινήτων, ενώ συμμετείχε στην αύξηση κεφαλαίου της Optima Bank, που ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 2021, αποκτώντας ποσοστό άνω του 2% στο μετοχικό κεφάλαιο της τράπεζας.

Εν αρχή η Olympic Foods

Η αρχή έγινε με την εξαγορά πλειοψηφικού ποσοστού στην Olympic Foods της οικογένειας Μπενάκη, μια εταιρεία με 32 χρόνια διαδρομή στην αγορά των πρώτων υλών ζαχαροπλαστικής και αρτοποιίας. Η εταιρεία αντιπροσωπεύει ορισμένα από τα μεγαλύτερα διεθνή brands του χώρου και έχει ανοίξει σημαντικούς εξαγωγικούς ορίζοντες στην Eυρώπη, τη Mέση και Απω Aνατολή και σε χώρες της Λατινικής Aμερικής.

Oι συζητήσεις μεταξύ των δύο πλευρών ξεκίνησαν από τους πρώτους μήνες του 2017 και το deal ολοκληρώθηκε το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς, οδηγώντας στην απόκτηση ποσοστού 60% από το SwitzGroup. Η συναλλαγή έγινε μέσω διασυνοριακής συγχώνευσης μεταξύ της Brilliano Ltd και της Olympic Foods ΑΕΒΕ, με το υποκατάστημα στην Ελλάδα της Brilliano να μετονομάζεται στη συνέχεια σε Olympic Foods Hellas.

Ενδεικτικό της φιλοσοφίας του SwitzGroup είναι ότι τη θέση του επικεφαλής της εταιρείας διατήρησε ο Νικόλαος-Ελευθέριος-Γεώργιος Μπενάκης. Ο ίδιος μάλιστα τοποθετήθηκε πρόεδρος του Δ.Σ. και της Αρτιζάν Ελλάς, δηλαδή της δεύτερης εταιρείας που εξαγόρασε το SwitzGroup στη χώρα μας. Πρόκειται για την πρώην CSM Hellas, μέλος του πολυεθνικού ομίλου CSM Bakery Solutions, που δραστηριοποιείται στη διάθεση πρώτων υλών αρτοποιίας-ζαχαροπλαστικής καθώς και κατεψυγμένων προϊόντων. Η πορεία της ξεκίνησε πριν από έξι δεκαετίες όταν η ΕΛΑΪΣ, δημιούργησε το «ΑΡΤΙΖΑΝ», το πρώτο οργανωμένο επαγγελματικό τμήμα στην Ελλάδα στον χώρο της αρτοζαχαροπλαστικής, λανσάροντας εμπορικές επωνυμίες όπως Φυτίνη, Φρέσκο, Sol, Παλμίνη κ.ά. Το 2000 εξαγοράστηκε από την CSM και το 2018 πέρασε στα χέρια του Khorakiwala όταν η αμερικανο-ολλανδική πολυεθνική αποφάσισε να αποεπενδύσει από την Ελλάδα και την Τουρκία. Η συναλλαγή αφορούσε το 100% της CSM Hellas και εξαγοράστηκε από την Olympic Foods Ltd, ενώ στη συνέχεια η εταιρεία μετονομάστηκε σε Artizan Hellas, αποτελώντας σήμερα έναν από τους πιο ισχυρούς παίκτες στην αγορά πρώτων υλών λιπαρών, αρτοποιίας, ζαχαροπλαστικής και κατεψυγμένων προϊόντων.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια της φετινής χρονιάς η Artizan Hellas προχώρησε στην εξαγορά του 100% της εταιρείας Palbania Ltd και του 50% της Quistar Trading Ltd. Προς αυτό τον σκοπό συνήψε δάνειο ύψους 7,2 εκατ. ευρώ με την Optima Bank και έκανε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ύψους 3,6 εκατ. ευρώ.

Το επόμενο «χτύπημα» του Ινδού επιχειρηματία αφορούσε τη δημοφιλή εταιρεία παραδοσιακών αρτοσκευασμάτων «Κρητών Αρτος», όταν στις αρχές του 2019 απέκτησε μέσω εξωχρηματιστηριακής συναλλαγής ποσοστό άνω του 60%.

Η «Κρητών Αρτος» δημιουργήθηκε από τον Μανώλη Δαμιανάκη το 2004 με «όχημα» μια παλιά οικογενειακή βιοτεχνία παραγωγής κρητικών παραδοσιακών αρτοσκευασμάτων. Εναν χρόνο μετά η εταιρεία εγκαταστάθηκε σε ιδιόκτητες σύγχρονες κτιριακές υποδομές, με ανανεωμένο μηχανολογικό εξοπλισμό, ενώ διεύρυνε την προϊοντική γκάμα. Από τον Φεβρουάριο του 2009, η μετοχή της διαπραγματεύεται στην Εναλλακτική Αγορά του Χρηματιστηρίου Αθηνών.

Σήμερα η εταιρεία διαθέτει τα προϊόντα της -επώνυμα και ιδιωτικής ετικέτας- σε όλες τις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ, ενώ ενισχύει την εξωστρέφειά της, με πάνω από το 20% του κύκλου εργασιών να αφορά εξαγωγές σε ΗΠΑ, Γερμανία, Κίνα, Αυστραλία, Ην. Βασίλειο, Κύπρο κ.α.
Και εδώ το SwitzGroup μπορεί να προχώρησε σε ανασυγκρότηση της διοίκησης, αλλά εμπιστεύθηκε τη θέση του επικεφαλής στον ιδρυτή της εταιρείας Μανώλη Δαμιανάκη.

Η επόμενη «στάση» του Khorakiwala ήταν στην εταιρεία συσκευασμένων υλικών ζαχαροπλαστικής «Σαμούρη», ένα deal που μπορεί να γνωστοποιήθηκε πριν από λίγες ημέρες, ωστόσο έχει κλείσει από τον περασμένο Ιανουάριο. Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1974 και παρέχει μέσω 2.500 σημείων πώλησης 50 προϊόντα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως συστατικό ή βάση για δημιουργίες ζαχαροπλαστικής. Μετά την απόκτηση πλειοψηφικού ποσοστού από το SwitzGroup, η «Σαμούρη» -το τιμόνι εξακολουθούν να κρατούν οι αδελφές Αριάννα και Ελενα Σαμούρη– ενισχύει τη θέση της στην αγορά οικιακής ζαχαροπλαστικής, με νέες εγκαταστάσεις, εξοπλισμό, εργατικό δυναμικό, νέα προϊόντα και σημεία διανομής, καθώς και προοπτική εξαγωγών.

Η «απογείωση» για τους «Κουλουράδες»

Το πιο ηχηρό deal, ωστόσο, του Ινδού επιχειρηματία ήταν αυτό με την αλυσίδα «Κουλουράδες», που έγινε γνωστό το καλοκαίρι. Το SwitzGroup απέκτησε το 70% της εταιρείας, με το 30% και το management να διατηρούν οι ιδρυτές της, με επικεφαλής τον Δημήτρη Γρίβα.

Οι «Κουλουράδες» είναι ένα από τα πιο ξεχωριστά success stories στον χώρο των τροφίμων τα τελευταία χρόνια. Με αφετηρία έναν οικογενειακό φούρνο στον Πειραιά ξεκίνησε το 2016 η ανάπτυξη της αλυσίδας που μέσα σε 5 χρόνια έχει δημιουργήσει δίκτυο 147 εταιρικών και franchise καταστημάτων.
Η εταιρεία κάνει τζίρο 35 εκατ. ευρώ, με υψηλά περιθώρια κέρδους και έχει μηδενικό δανεισμό, ενώ διευρύνει διαρκώς την προϊοντική της γκάμα. Με βάση τα τελευταία στοιχεία (για τον Σεπτέμβριο του 2021), η αλυσίδα πουλάει καθημερινά περισσότερα από 250.000 κουλούρια, εξυπηρετώντας πάνω από 120.000 μοναδικούς πελάτες.

Αν και το ύψος της συναλλαγής δεν έγινε γνωστό, μετά τη συμφωνία με το SwitzGroup πραγματοποιήθηκε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ύψους 5 εκατ. ευρώ, ενώ έχουν τεθεί φιλόδοξα πλάνα με στόχο το δίκτυο των «Κουλουράδων» να φτάσει τα 250 καταστήματα σε Ελλάδα και εξωτερικό.

Στο πλαίσιο αυτό, ο σχεδιασμός προβλέπει την πανελλαδική επέκταση, με τη δημιουργία σημείων πώλησης σε κάθε μεγάλη πόλη της χώρας μέσα στην επόμενη τριετία, καθώς μέχρι τώρα η αλυσίδα αναπτύσσεται κυρίως στην Αττική. Παράλληλα θα δημιουργηθούν δύο νέα εκπαιδευτικά κέντρα -πέραν του υφιστάμενου στην Αθήνα- στη Θεσσαλονίκη και στο Ηράκλειο της Κρήτης. Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι το πλάνο διεθνούς επέκτασης. Ετσι, έχει ήδη δρομολογηθεί το άνοιγμα καταστημάτων στη Βαλένθια της Ισπανίας και στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας, ενώ θα ακολουθήσουν η Νέα Υόρκη, η Τουρκία, οι βαλκανικές χώρες και η Κύπρος.

Ο μόνος στόχος επί ελληνικού εδάφους που δεν πέτυχε ο Taizoon Khorakiwala είναι αυτός για την απόκτηση της εταιρείας «Παγωτά Δωδώνη», που κουβαλάει 30 εκατ. κόκκινα δάνεια και για την οποία οι τράπεζες αναζητούν λύση εδώ και αρκετά χρόνια.

Το SwitzGroup συμμετείχε στον τελευταίο διαγωνισμό, όπου έδωσαν το «παρών» ηχηρά ονόματα του εγχώριου επιχειρείν. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, στην τελική ευθεία έφτασε η κοινοπραξία Γιώτης-Γρηγόρης Μικρογεύματα προσφέροντας τίμημα 8 εκατ. ευρώ, με τον Khorakiwala να κάνει ρελάνς -εκτός προθεσμίας, όπως αναφερόταν τότε- με 9 εκατ. ευρώ. Στη συνέχεια όμως φέρεται να αποστασιοποιήθηκε, με αποτέλεσμα ο διαγωνισμός να καταλήξει άγονος. Είναι άγνωστο εάν σε περίπτωση νέου διαγωνισμού θα επανέλθει.

Οι οικογενειακές ρίζες

Ο 65χρονος Taizoon Khorakiwala κατάγεται από ισχυρή επιχειρηματική οικογένεια της Ινδίας. Ο πατέρας του Fakhruddin ήταν γνωστός επιχειρηματίας, αλλά και «σερίφης» της Βομβάης. Πρόκειται για μια μη πολιτική θέση εξουσίας που απονέμεται για ένα έτος σε επιφανείς πολίτες, ενώ από το 2000 μέχρι τον θάνατό του διετέλεσε και πρύτανης του Jamia Millia Islamia, του Εθνικού Ισλαμικού Πανεπιστημίου που εδρεύει στο Νέο Δελχί.

Ο Fakhruddin T. Khorakiwala δημιούργησε αρχικά τον όμιλο πολυκαταστημάτων Akabarallys στη Βομβάη, ενώ στην πορεία επεκτάθηκε στη φαρμακοβιομηχανία μέσω του ομίλου Wockhardt, που εξελίχθηκε στην 5η μεγαλύτερη φαρμακευτική επιχείρηση της Ινδίας. Εφυγε από τη ζωή τον Ιούλιο του 2011 σε ηλικία 93 ετών αφήνοντας πίσω τρεις γιους. Τον Taizoon που δημιούργησε τον όμιλο SwitzGroup, τον Habil που ανέλαβε πρόεδρος του ομίλου Wockhardt, ο οποίος πλέον έχει παρουσία σε περισσότερες από 20 χώρες, και τον Hunaid.

Ο Taizoon Khorakiwala πήρε τα ηνία της οικογενειακής επιχείρησης SwitzGroup τον Iανουάριο του 1980, όταν ήταν ακόμη μια μικρή αρτοβιοτεχνία με 12 άτομα προσωπικό. Και αυτός είναι που πιστώνεται την εξέλιξή της σε έναν ισχυρό πολυεθνικό όμιλο, ο οποίος εδρεύει σήμερα στο Ντουμπάι. Πολυταξιδεμένος και κοσμοπολίτης, με διεθνείς προσλαμβάνουσες, έχει χτίσει μια στενή ομάδα έμπιστων συνεργατών που αναζητά ευκαιρίες σε καίριες αγορές για την περαιτέρω επέκταση του ομίλου. Είναι παντρεμένος με τη Φιλιππινέζα Edith Alba Khorakiwala, η οποία εργαζόταν στην Asia Development Bank στη Μανίλα. Γνωρίστηκαν τυχαία στο αεροδρόμιο της Μπανγκόκ και τα διαφορετικά «πιστεύω» τους -εκείνος μουσουλμάνος και αυτή καθολική- δεν στάθηκαν εμπόδιο στη σχέση τους. Αντίθετα, «μπόλιασαν» τη φιλοσοφία της φιλελεύθερης οικογένειάς τους και του σπιτιού τους -ένα τριώροφο ρετιρέ στην κεντρική Βομβάη- που είναι ανοιχτό για όλους.

Ο Taizoon και η Edith έχουν τέσσερα παιδιά, εκ των οποίων τα δύο έχουν ενεργή παρουσία στον όμιλο. Ο Adel Khorakiwala, αφού πέρασε από διάφορες θυγατρικές, είναι τα τελευταία χρόνια Executive Director του SwitzGroup.

Ο Adam Khorakiwala, που σπούδασε στο φημισμένο αμερικανικό Πανεπιστήμιο Στάνφορντ, υπήρξε συνιδρυτής της Zico Learning και ιδρυτής της mGuru, μιας εταιρείας που κατασκευάζει εφαρμογές εκμάθησης για κινητά και tablet για μαθητές. Παράλληλα, είναι υπεύθυνος τεχνολογίας και επενδύσεων στο SwitzGroup.

 

Exit mobile version