Μια νέα τάση αναδύεται στον κόσμο της πολυτέλειας. Καθώς η παγκόσμια οικονομική ανασφάλεια αυξάνεται, οι καταναλωτές μειώνουν τις δαπάνες τους σε πολυτελή είδη, όπως επώνυμα παπούτσια ή τσάντες. Η εταιρεία συμβούλων Bain προβλέπει ότι φέτος οι πωλήσεις πολυτελών προϊόντων θα σημειώσουν πτώση 2% έως 5%.

Παρόλα αυτά, οι πλούσιοι δεν φαίνεται να πτοούνται και συνεχίζουν να επενδύουν σε πολυτελή ταξίδια, κρατήσεις σε πεντάστερα ξενοδοχεία, εισιτήρια πρώτης θέσης και εμπειρίες υψηλού κύρους.

Η McKinsey εκτιμά ότι οι συνολικές δαπάνες σε πολυτελείς ταξιδιωτικές εμπειρίες θα αγγίξουν τα 390 δισ. δολάρια το 2028, αυξημένες από τα 239 δισ. το 2023.

Το ερώτημα που απασχολεί τους ειδικούς είναι αν η άνθηση στον πολυτελή τουρισμό μπορεί να διατηρηθεί. Οι προβλέψεις για το 2025 είναι απαισιόδοξες, λόγω αυστηρότερης μεταναστευτικής πολιτικής στις ΗΠΑ, εμπορικών εντάσεων και γενικής γεωπολιτικής αστάθειας, οι οποίες επηρεάζουν την καταναλωτική εμπιστοσύνη.

Ωστόσο, μέχρι στιγμής, οι πολυτελείς ταξιδιωτικές υπηρεσίες στηρίζουν τον κλάδο. Σύμφωνα με την CoStar, τα έσοδα ανά δωμάτιο σε ξενοδοχεία υψηλών προδιαγραφών αυξάνονται σε σχέση με πέρυσι. Παράλληλα, η Chase Travel της JP Morgan κατέγραψε άνοδο άνω του 20% στις κρατήσεις πρώτης θέσης το καλοκαίρι του 2024, ενώ η αγορά ιδιωτικών τζετ αναμένεται να σημειώσει αύξηση 7,3% το 2025, με την παράδοση περίπου 820 νέων αεροσκαφών.

Αρκετοί παίκτες της βιομηχανίας πολυτελών ειδών στρέφονται προς τις ταξιδιωτικές εμπειρίες για να επωφεληθούν από αυτήν την τάση. Η Bulgari και η Armani έχουν δημιουργήσει δικά τους ξενοδοχεία, ενώ η LVMH – ιδιοκτήτρια των Louis Vuitton και Fendi – επένδυσε πρόσφατα σε πολυτελή τρένα και σε ένα υπερπολυτελές γιοτ 230 μέτρων, που θα λανσαριστεί το 2026 σε συνεργασία με την Accor.

Παράλληλα, οι Dolce & Gabbana και Burberry αξιοποιούν ξενοδοχειακά δίκτυα για να ανοίξουν προσωρινά καταστήματα και εποχιακά beach clubs, φέρνοντας τις μάρκες τους πιο κοντά στον τουρισμό υψηλών απαιτήσεων. Η στροφή από την κατανάλωση προϊόντων στις εμπειρίες γίνεται όλο και πιο εμφανής. Καθώς τα επώνυμα ρούχα και οι τσάντες είναι πλέον προσβάσιμα και μαζικά, η αίσθηση του αποκλειστικού χάνεται. Αντιθέτως, πολυτελείς διακοπές με τιμές που αγγίζουν χιλιάδες ευρώ την ημέρα παραμένουν ένα προνόμιο για λίγους.

Όπως αναφέρει ο Economist, οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται σήμερα στον χώρο των πολυτελών ταξιδιών ενδέχεται να επαναλάβουν τα λάθη των brand πολυτελείας της δεκαετίας του 2000. Τότε, αρκετοί οίκοι άνοιξαν την αγορά τους σε καταναλωτές με μεσαία οικονομική επιφάνεια, οι οποίοι όμως μείωσαν δραστικά τις αγορές τους όταν οι συνθήκες επιδεινώθηκαν.

Σύμφωνα με τη McKinsey, ακόμη και οι βαθύπλουτοι περιορίζουν σταδιακά τις δαπάνες τους σε πανάκριβα καταλύματα – με την αξία τους να φτάνει ακόμη και τα 30 εκατ. δολάρια.

Η ανάγκη για μια «εικόνα πολυτέλειας» έχει περάσει και στη μαζική αγορά. Η EasyJet Holidays λάνσαρε πρόσφατα πακέτα διακοπών που περιλαμβάνουν πολυτελή ξενοδοχεία, προτεραιότητα στα αεροδρόμια και δείπνα υψηλής γαστρονομίας, αποδεικνύοντας ότι η έννοια της πολυτέλειας μπορεί να προσαρμοστεί σε μεγαλύτερο κοινό.

Η επιθετική επέκταση απειλεί να πλήξει την αποκλειστικότητα. Στην προσπάθειά τους να ικανοποιήσουν τη ζήτηση, αρκετοί οίκοι μόδας παρήγαγαν μαζικά προϊόντα, αλλοιώνοντας τη μοναδικότητά τους. Αντίστοιχα, η CoStar εκτιμά ότι τα πολυτελή ξενοδοχειακά δωμάτια θα αυξηθούν από 1,8 εκατομμύρια σήμερα σε περίπου 2,2 εκατομμύρια το 2030 – ρυθμός μεγαλύτερος από άλλους κλάδους φιλοξενίας.

Ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα είναι οι αυξήσεις τιμών. Μετά την πανδημία, τα brands βασίστηκαν στην τάση των «εκδικητικών αγορών» και ανέβασαν σημαντικά τις τιμές. Τα πολυτελή ξενοδοχεία ακολουθούν την ίδια στρατηγική. Παρόλο που η πληρότητα έχει μειωθεί ελαφρώς σε σχέση με το 2024, οι υψηλότερες τιμές έχουν οδηγήσει σε αύξηση των συνολικών εσόδων. Ο Federico Marchetti, πρώην CEO του ομίλου Yoox Net-a-Porter, επισημαίνει ότι οι εύποροι πελάτες δεν ανέχονται να αισθάνονται πως τους εκμεταλλεύονται.

Το παράδειγμα της Hermès και των Boutique Ξενοδοχείων

Σε αντίθεση με τις μαζικές στρατηγικές, η Hermès δείχνει ότι υπάρχει και άλλος δρόμος. Η εταιρεία, που παραμένει υπό οικογενειακή διοίκηση, διατηρεί μικρή παραγωγή, ανεβάζει σταδιακά τις τιμές και κρατά σταθερά την αίσθηση της αποκλειστικότητας.

Ανάλογη προσέγγιση εφαρμόζει ο ξενοδοχειακός όμιλος Rocco Forte. Με μόλις 15 ξενοδοχεία, επικεντρώνεται στην ποιότητα, προσαρμόζοντας τις τιμές με βάση τα έξοδα και επενδύοντας στην εκπαίδευση του προσωπικού, ώστε κάθε πελάτης να αισθάνεται μοναδικός. Σε μια εποχή που ο όρος «πολυτέλεια» φαίνεται να χάνει το νόημά του, ίσως η αυθεντικότητα και η προσωπική εξυπηρέτηση είναι η πραγματική απάντηση.

Διαβάστε ακόμη 

BofA: Νέες τιμές στόχοι για τις ελληνικές τράπεζες και θετική εικόνα για το 2026-2027

Karri: Το πρώτο smartphone για παιδιά ηλικίας 5 έως 13 ετών

Estée Lauder: Η ιστορία της γυναίκας που έκανε την ομορφιά επιχείρηση

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα