Του Δημήτρη Μαρκόπουλου

Το γνωστό τραγούδι των Μάνου Λοΐζου – Λευτέρη Παπαδόπουλου «Δεν θα ξαναγαπήσω» είναι ξεκάθαρο. Μπορεί να έχει ερωτικό περιεχόμενο, όμως και μόνο η επίκληση του «Θεέ μου, τη δεύτερη φορά που θα ‘ρθω για να ζήσω» δίνει το ευρύτερο στίγμα της συνέχειας αλλά και της μεταμέλειας. Πρόκειται για το τραγούδι που εκφράζει όσο κανένα άλλο και την πορεία ενός από τους πλέον επιτυχημένους αλλά και αμφιλεγόμενους επιχειρηματίες, του Σάμι Φάις, ο οποίος στη δεκαετία του 2000 έζησε μια πρωτόγνωρη επιτυχία, κέρδισε, αλλά και ταυτόχρονα έχασε οδηγούμενος στη φυλακή για οικονομικά θέματα. Τώρα όμως κάνει ένα δυναμικό comeback με επενδύσεις που συζητούνται και δραστηριότητες που κινούν μια μουδιασμένη και ευρισκόμενη σε αφασία αγορά. Ο businessman βιώνει, λοιπόν, τη δική του «δεύτερη ζωή». Το ζητούμενο είναι να εξελιχθεί πολύ καλύτερα από την προηγούμενη.

Εξάλλου, σε λίγους δίνει ο Θεός -όπως και το τραγούδι αναγνωρίζει- μια δεύτερη ευκαιρία.

Ο επιχειρηματίας ήδη από τα 80s και πολύ περισσότερο τα 90s είχε δείξει την αξία του. Ηταν η περίοδος που η Elmec Sport πετύχαινε τη μία νίκη πίσω από την άλλη, καθιστώντας τον κομβικό παίκτη της αγοράς. Μια ανερχόμενη δύναμη. Οι δικαστικές του περιπέτειες, όμως, τον οδήγησαν σε απομόνωση, στις φυλακές, και το εποικοδόμημά του έτριζε από παντού. Επρεπε να έρθει η πρωτοφανής κρίση, το μαράζωμα άλλων ιστορικών επιχειρηματικών οικογενειών και η περιδίνηση της χώρας για να βρει ο ίδιος τη δεύτερη ευκαιρία που έψαχνε για να επιστρέψει… Η πιο πρόσφατη επιτυχία του έχει να κάνει με τις ρίζες της εβραϊκής οικογένειάς του. Μιλάμε για το deal της εξαγοράς μεριδίου της ιστορικής Στοάς Mοδιάνο στη Θεσσαλονίκη από το TAIΠEΔ με «όχημα» την One Outlet A.E. Η διαχρονική εμπορική γωνιά του εβραϊκού ελληνισμού πέρασε έτσι στα χέρια ενός ανθρώπου με γνώση της αξίας αυτής της περιοχής, ενώ προηγουμένως είχε εντάξει στο γκρουπ του και το εμπορικό σήμα της Puma, της γερμανικής πολυεθνικής της αθλητικής ένδυσης και υπόδησης που είχε περάσει κι αυτή τις δικές της περιπέτειες στη χώρα με ευθύνη του γερμανικού μάνατζμεντ.

Αρκετοί, εξαιτίας των παραπάνω κινήσεων, έφτασαν να μιλούν για «νεκρανάσταση» της Elmec Sport. Για το… rebound που ο Σάμι Φάις επιχειρεί να πάρει ώστε να αλλάξει την αρνητική εικόνα που οι δικαστικές περιπέτειές του δημιούργησαν. Λίγοι εξάλλου θυμούνται ότι ο ίδιος υπήρξε αυτοδημιούργητος και ότι σε ηλικία μόλις 20 ετών συνδύαζε τις σπουδές του με το εμπόριο κερδίζοντας πολλά χρήματα. Οι πιο πολλοί στέκονταν στις άλλες, στις πιο σκοτεινές ημέρες του.

Πάντως, η πορεία του Σάμι Φάις ξεκίνησε με λίγα χρήματα. Συγκεκριμένα με όσα του έδωσε ο πατέρας του, γνωστός επιχειρηματίας κι αυτός. Επέστρεψε στην Ελλάδα, τη δεκαετία του ’80, μετά τις σπουδές του στις ΗΠΑ. Προηγουμένως είχε έρθει σε επαφή με μάνατζερ από μια αναδυόμενη, όχι όμως και πανίσχυρη εταιρεία αθλητικών ειδών. Ηταν η Nike. Μια εταιρεία που μέχρι τη δεκαετία του ’80 έτρωγε τη σκόνη της Adidas και των άλλων ισχυρών brands και που τότε αποφάσισε να κινηθεί δυναμικά – και μάλιστα σε διεθνές επίπεδο. Με ένα καλό συμβόλαιο εισαγωγής αθλητικών υποδημάτων, ο Φάις ξεκινά τη δραστηριότητά του στη χώρα μας. Είναι η εποχή που η Ελλάδα αλλάζει, που μιμείται τα παγκόσμια trends και που μετά το αμπέχονο και τα ρούχα της επανάστασης κινείται σε πιο casual ρυθμούς. Ποιος δεν θυμάται τα λευκά αθλητικά παπούτσια που μονοπωλούσαν το ντύσιμο στα σχολεία ή στις ταινίες τύπου «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα» που διαφήμιζαν ένα πιο ανέμελο και καθημερινό look; Αυτή την τάση διείδε ο Σάμι Φάις και επένδυσε τα χρήματά του σε ένα φορτίο.

 

Η πρώτη επιτυχία θα φέρει και τις άλλες. Κάπως έτσι θα ιδρυθεί η Elmec Sport. Μια εταιρεία δυναμική, που έδινε το τέμπο των εξελίξεων και κέρδιζε συνεχώς. Σύντομα θα προχωρήσει το πρότζεκτ του «Factory Outlet», που πέτυχε από το Μοσχάτο να κάνει μεγάλη επιτυχία με τη σειρά του, απέκτησε το πλειοψηφικό πακέτο στο εμπορικό κέντρο «attica», στην οδό Πανεπιστημίου, ενώ μέσω της θυγατρικής του Hπειρωτική Eμπορική εξαγόρασε το 2001 και το ιστορικό «Μινιόν» με σχέδιο να το αναβιώσει. Ομως, άλλα πράγματα σκεφτόταν ο ίδιος και άλλα τελικά του επιφύλαξε η ζωή – ή ενδεχομένως ο ίδιος ο επιχειρηματικός μεγαλοϊδεατισμός του, που λίγο έλειψε να τον τινάξει στον αέρα. Ηταν η περίοδος των Μακεδονικών Kλωστηρίων (MAKΛΩ) και του ανοδικού -στα όρια της τρέλας- Χρηματιστηρίου.

Οταν όλη η Ελλάδα βρισκόταν μπροστά στις οθόνες και στο ταμπλό του Χρηματιστηρίου, ο επιχειρηματίας έδειξε να έχει χάσει όχι απλώς τη μάχη αλλά και τον πόλεμο. Με καταγγελίες για χειραγώγηση μετοχών παρέα με την αδελφή του Λούσι, την εταιρεία Tέλεσις Χρηματιστηριακή και τον Βασίλη Ζούλοβιτς, έφτασε να απολογείται ακόμα και για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Ο ίδιος οδηγήθηκε στη φυλακή και σε μια περιπέτεια που παρ’ ολίγον να τον τινάξει στον αέρα. Τελικά αθωώθηκε με βούλευμα. Ολοι όμως ξέρουν ότι αυτή η περίοδος άλλαξε για πάντα τη θεώρηση των πραγμάτων για τον επιχειρηματία. Τον έκανε πιο σοφό αλλά και πιο εσωστρεφή, καθώς δύσκολα πλέον θα κατέφευγε σε λύσεις και ανθρώπους που γνώριζε παλιά.

Στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, λοιπόν, όλοι, παρότι ήταν ελεύθερος, τον είχαν ξεγράψει. Στενοί του φίλοι μιλούσαν πλέον για τον «εισοδηματία Σάμι», έναν άνθρωπο που δύσκολα θα ξανάμπλεκε στο επιχειρείν και που το μόνο που επιδίωκε ήταν η «νιρβάνα» του. Ελεγαν ότι ήθελε να περάσει ήσυχα τον χρόνο του παρέα με τη σύζυγό του Μαρία Καλάβρια και τα παιδιά του. Στην παραπάνω εικόνα συνέβαλε η πώληση του πλειοψηφικού πακέτου της Elmec αντί 80 εκατ. ευρώ στον Θανάση Λασκαρίδη (ο οποίος εν συνεχεία δέχτηκε την πρόταση της οικογένειας Kουτσολιούτσου). Ωστόσο, και κοινωνικά ο ίδιος άλλαξε πολλές συνήθειές του, ενώ δεν είναι λίγοι αυτοί που αναφέρουν ότι από party animal στράφηκε σε πιο… γήινες συνήθειες.

«Ενας φίλος ήρθε απόψε απ’ τα παλιά»

Διαθέτοντας ρευστότητα που κατά μερικούς ανέρχεται τα 150 εκατ. ευρώ και κατ’ άλλους φτάνει ακόμα πιο ψηλά, το 2012, κι ενώ η χώρα βουλιάζει στην ανυποληψία και τα οικονομικά προβλήματα, επιλέγει να ριχτεί ξανά στη μάχη. Η απόφασή του αυτή δεν ήταν εύκολη. Πολλοί άνθρωποι του στενού περιβάλλοντός του τον προέτρεπαν να μην επιδιώξει να εμπλακεί ξανά σε περιπέτειες. Του υπενθύμιζαν τα όσα τράβηξε καθώς και το αρνητικό κλίμα στην αγορά. Ωστόσο, όπως λένε και οι παλιότεροι, έξις δευτέρα φύσις. Ετσι για τον άνθρωπο που έχτισε μια αυτοκρατορία το να δημιουργήσει άλλη μία έδειχνε εύκολο. Και τελικά, όπως αποδείχθηκε, ήταν. Παρακολουθώντας στενά λοιπόν τις περιπέτειες της γερμανικής Puma και τη δικαστική διαμάχη με την οικογένεια Γλου με ευθύνη των Γερμανών, αποφάσισε να κινηθεί επιθετικά.

«Τι Nike, τι Puma», σκέφτηκε, και όντως πήρε το ισχυρό σήμα υπό την ευθύνη του για την Ελλάδα. Η επιτυχία ήταν άμεση και σύντομα από τα κεντρικά στη Γερμανία αποφάσισαν να του δώσουν και την Kύπρο και τη Bουλγαρία. Σαν να μην έφταναν τα παραπάνω, θα αναλάβει τις τύχες και της επίσης γερμανικής Adidas, της σουηδικής Tretorn (εμπόριο αθλητικής μπάλας και αξεσουάρ), της Prince και της περίφημης στον χώρο της μόδας ισπανικής Mango. Και ενώ παραδοσιακές επιχειρηματικές οικογένειες που μέχρι το 2010 ανθούσαν, όπως οι Φωκάδες και οι Πετζετάκιδες, διαλύονταν, ο Φάις, που βρισκόταν σε δεινότερη θέση, ξεκινούσε από καλύτερη βάση. Σύντομα στο πορτφόλιό του προστέθηκε η κορυφαία αμερικανική εταιρεία Under Armour και το brand μοτοσικλετών της Indian ως αναγέννηση της Harley-Davidson.

mango5.jpg

mango2.jpg

Έμφαση στο real estate

Από τις πλέον σημαντικές τοποθετήσεις του Σάμι Φάις ήταν και η επένδυση στο real estate. Πολύ γρήγορα κατανόησε ότι οι αξίες στην Ελλάδα του κραχ έχουν πέσει και με τη ρευστότητα που είχε εξασφαλίσει πέτυχε πολύ καλές συμφωνίες. Κορωνίδα στο συγκεκριμένο αυτό deal ήταν η ενέργεια και πιο συγκεκριμένα τα ηλιακά πάρκα σε Σάμο – Κέρκυρα, ενώ έκλεισε και δουλειές σχετικές με την αντιπροσώπευση σκαφών αναψυχής και μοτοσικλετών ή το ηλεκτρονικό εμπόριο.

O όμιλος διαθέτει μεγάλες εκτάσεις σε Κρήτη και Εύβοια με δυνατότητες δόμησης αντίστοιχα 34.000 τ.μ. και 40.000 τ.μ., τα σχέδια όμως είναι προς το παρόν παγωμένα. Στην υπόθεση δε του εμπορικού κέντρου «One Salonica», η συμμαχία με άλλους Ελληνες επιχειρηματίες (αδελφοί Παπαέλληνα) και αραβικά κεφάλαια αποδίδει σε μια πόλη που έχει δεδομένα προβλήματα. Σε όλη αυτή την πορεία βέβαια ο businessman είχε τα δικά του στηρίγματα. Τη σύζυγό του Μαρία και τα δύο τους παιδιά: τον γιο και την κόρη τους που μπορεί να είναι ακόμα μικρά, όμως, σύμφωνα με γνώστες των εσωτερικών του ομίλου, γι’ αυτά δουλεύει. «Αν δεν ήταν αυτά τα παιδιά, ίσως να μην είχε εμπλακεί ξανά με δουλειές και να ιδιώτευε», αναφέρει άνθρωπος που τον γνωρίζει καλά. Mακριά από τις καθημερινές επιχειρηματικές σκοτούρες και μετά τις πολλές ώρες δουλειάς, το προσωπικό καταφύγιο του Σάμι Φάις είναι η οικογένειά του.

H σύζυγός του Mαρία Kαλάβρια, που τον στήριξε στα δύσκολα την εποχή της προφυλάκισής του, και τα δύο παιδιά τους, με τα οποία φροντίζει να περνά όσο περισσότερο χρόνο μπορεί. Η σύζυγός που προέρχεται από τον χώρο του μόντελινγκ και σήμερα έχει τη δική της εταιρεία μόδας καθώς και έναν χώρο ομορφιάς. Ο ίδιος ο Σάμι Φάις βλέπει το μέλλον με αισιοδοξία, μιλώντας για επερχόμενη ανάκαμψη εντός του 2017, καθώς η χώρα έφτασε στον πάτο. Τα σχέδιά του για το Μοδιάνο είναι να αναβιώσει την ιστορική αγορά τροφίμων και να την αναβαθμίσει προσελκύοντας ποιοτικά brands. «Μια εμπορική στοά τόσο κεντρική και τόσο ιστορική δεν υπήρχε περίπτωση να μπορούσε να βρεθεί τα προηγούμενα χρόνια… Θα τη διατηρήσουμε ως μια αγορά τροφίμων, θα επενδύσουμε συνολικά 7 εκατ. ευρώ για να την ανακαινίσουμε και να την αναβαθμίσουμε και θα φέρουμε τα καλύτερα brands της αγοράς τροφίμων όπως κάναμε και στο “One Salonica”», έχει τονίσει. Παράλληλα, σύμφωνα με πληροφορίες, ετοιμάζεται για ένα ακόμα μεγάλο deal με διεθνή φίρμα που επίσης θα φέρει από τη Δυτική Ευρώπη στη χώρα μας εντός των αρχών του 2017.

mango3.jpg

Αναδημοσίευση από ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ (25/12/2016)