Το αποκαλούν «λευκό χρυσό της Ελλάδας» και όχι άδικα. Από την αρχαιότητα το μάρμαρο (σ.σ.: από το αρχαιοελληνικό ρήμα «μαρμαίρω» που σημαίνει λάμπω) διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο όχι μόνο στην αρχιτεκτονική αλλά γενικότερα στην οικονομική ζωή του τόπου.

Ετσι και τώρα, ο «λευκός χρυσός» καταφέρνει να αποτελεί το προϊόν αιχμής της ελληνικής βιομηχανίας εξόρυξης, με μεγάλες εξαγωγές που ξεπερνούν το 90% των συνολικών εργασιών των επιχειρήσεων, σημαντικά περιθώρια κέρδους, μεγαλύτερους μισθούς και -φυσικά- διαχρονικό στήριγμα τοπικών κοινωνιών στην περιφέρεια.

Εξάλλου το brand που έχει χτιστεί από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα καθιστά το ελληνικό μάρμαρο από τα πλέον αναγνωρίσιμα στον κόσμο. Εξ ου και χρησιμοποιείται από μικρά μέχρι εμβληματικά έργα σε όλη την υφήλιο, μεταξύ των οποίων το ιερό τέμενος της Μέκκας, η όπερα της Σανγκάης και το αεροδρόμιο της Βαρκελώνης, όπου δεσπόζει το λευκό μάρμαρο Θάσου, το κτίριο της Γαλλικής Κρατικής Τηλεόρασης, το Μεγάλο Τζαμί του Αμπού Ντάμπι, τα κοινοβούλια αρκετών πρώην σοβιετικών δημοκρατιών, όπου χρησιμοποιήθηκε το μάρμαρο Βώλακα, καθώς και οι διάσημοι πύργοι Reflection στη Σιγκαπούρη με το μάρμαρο Ariston Δράμας.

Με αυτή την «προίκα» ο κλάδος της εξόρυξης και εμπορίας μαρμάρου στη χώρα μας δεν κατάλαβε και πολλά από την κρίση τα τελευταία χρόνια. Τουλάχιστον όχι το κομμάτι που πάντα ήταν προσανατολισμένο στις εξαγωγές, το οποίο συνέχισε συν τω χρόνω την ανοδική του πορεία φτάνοντας τα τελευταία χρόνια να εξάγει ετησίως σχεδόν 1,2 εκατομμύρια τόνους σε όγκο ή πάνω από 400 εκατ. ευρώ σε αξία προϊόντα – και μάλιστα με σημαντικά περιθώρια κέρδους. Αυτό καθιστά τη χώρα μας ως τη Νο 3 εξαγωγική δύναμη στον κλάδο, πίσω από την Ιταλία και την Τουρκία.

Συγκριτικά, οι εξαγωγές πριν από την κρίση κινούνταν στα επίπεδα των 400.000 τόνων τον χρόνο. Μεγαλύτερος πελάτης έχει αναδειχθεί μέσα στην κρίση η Κίνα, όπου απορροφώνται περίπου οι επτά στους δέκα τόνους μαρμάρου που εξάγεται. Το μεγαλύτερο κομμάτι αφορά ακατέργαστο μάρμαρο λόγω των υψηλών δασμών στους οποίους υπόκειται το επεξεργασμένο. Στη συνέχεια εταιρείες το διαμορφώνουν καταλλήλως ώστε είτε να χρησιμοποιηθεί στα διαρκώς αυξανόμενα πρότζεκτ που εκτελούνται στην αναπτυσσόμενη υπερδύναμη είτε για να εξαχθεί εκ νέου σε τρίτη χώρα, κυρίως στις ΗΠΑ. Μια παράμετρος βέβαια που πέρυσι είχε αρνητικό αντίκτυπο στην αναπτυξιακή πορεία του ελληνικού κλάδου, καθώς δεδομένων των σινοαμερικανικών εμπορικών αψιμαχιών η αυξητική τάση των κινεζικών εξαγωγών προς την αμερικανική αγορά ανεκόπη.

Από εκεί και έπειτα σημαντικό μερίδιο στις εξαγωγές κατέχουν οι ΗΠΑ (5,7%), τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (4,6%), η Κύπρος (2,3%), το Κατάρ (2%) και το Μεξικό (2%). Σε κάθε περίπτωση, η αλυσίδα που δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια και η οποία ξεκινά από τη χώρα μας εξακολουθεί να φέρνει σημαντικά οφέλη τόσο στις ίδιες τις επιχειρήσεις όσο και στους εργαζόμενους, που πλέον έχουν φτάσει περίπου τους 10.000 και θεωρούνται από τους καλύτερα αμειβόμενους στην ελληνική βιομηχανία.

Τρεις στις τέσσερις μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου βρίσκονται στη Μακεδονία. Οι δύο εξ αυτών έχουν έδρα τον Νομό Δράμας και η τρίτη διαθέτει ισχυρή θυγατρική εκεί. Πρόκειται για τις FHL Κυριακίδης, Παυλίδης Μάρμαρα – Γρανίτες και Stone Group International αντίστοιχα. Η τέταρτη είναι η εισηγμένη στο Χ.Α. Ικτίνος με έδρα την Αθήνα.

Ηλίας Κυριακίδης
FHL Κυριακίδης
Ο leader του κλάδου

Ο επί πολλά χρόνια leader του κλάδου Ηλίας Κυριακίδης πήρε τη στρατηγική απόφαση το 2017 να βγάλει από το Χρηματιστήριο Αθηνών την FHL Η. Κυριακίδης Μάρμαρα – Γρανίτες ΑΒΕΕ (με το αζημίωτο) ξεκινώντας μια νέα εποχή για την εταιρεία και τον όμιλο συνολικά. Οι δραστηριότητες συνέχισαν αυξανόμενες, κάτι που αποτυπώθηκε στα οικονομικά μεγέθη και την κερδοφορία. Σύμφωνα με τον τελευταίο δημοσιευμένο ισολογισμό που αφορά την οικονομική χρήση 2018, οι πωλήσεις της εταιρείας έφτασαν τα 128,52 εκατ. ευρώ και τα κέρδη μετά τους φόρους στα 48,5 εκατ. ευρώ. Τα δε EBITDA ήταν 79,76 εκατ. ευρώ. Τα ίδια κεφάλαια της εταιρείας είχαν αυξηθεί στα 114,9 εκατ. και το σύνολο των υποχρεώσεων στα 89,4 εκατ. ευρώ.

Από το 1991, όταν ξεκίνησε τη δραστηριότητα της από μία ομάδα επενδυτών υπό τον κ. Κυριακίδη, η ομώνυμη εταιρεία κατάφερε να εξελιχθεί στο βαρύ πυροβολικό του κλάδου προωθώντας κυρίως τα λευκά μάρμαρα που εξήγαγε από τα διάφορα λατομεία της, κυρίως σε Δράμα και Θάσο. Στα χρόνια της κρίσης οι εξαγωγές της εταιρείας, κυρίως προς την Κίνα πολλαπλασιάστηκαν. Πλην της Κίνας σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα έχει η εταιρεία στη Μέση Ανατολή, στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης, στη Σιγκαπούρη, στη Νότια Κορέα και την Ινδονησία. Στα εμβληματικά έργα στα οποία συμμετείχε συγκαταλέγονται το Μεγάλο Τζαμί του Αμπού Ντάμπι, το Εθνικό Κοινοβούλιο και ένα συνεδριακό κέντρο στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν, καθώς και οι προσκυνηματικοί τόποι στη Μέκκα και τη Μεδίνα της Σαουδικής Αραβίας.

Ο όμιλος FHL αποτελείται από διάφορα λατομεία, τη βασική έδρα με το εργοστάσιο επεξεργασίας μαρμάρου στην Προσοτσάνη Δράμας, το εργοστάσιο ξηρών κονιαμάτων και κολλών Marmodom, καθώς και τη διεθνών μεταφορών εταιρεία Αετός. Επίσης διαθέτει τέσσερις εταιρείες στο εξωτερικό, μία στην Ιταλία (Marmi Bianchi), μία στο Ουζμπεκιστάν (FHL Kiriakidis Marble LLC), μία στη Βραζιλία (FHL DO Brasil Marmores) και μία στην Κύπρο (FHL Kiriakidis Marbles – Granites).

Χριστόφορος Παυλίδης
Παυλίδης Μάρμαρα – Γρανίτες
Πωλήσεις 121,6 εκατ. το 2018

Πίσω από τον δεύτερο μεγαλύτερο παίκτη του κλάδου, την Παυλίδης Μάρμαρα – Γρανίτες, βρίσκεται η οικογένεια Παυλίδη, επίσης από τη Δράμα. Με αθόρυβη αλλά ουσιαστική δουλειά από το 1980 που ιδρύθηκε, η οικογενειακή επιχείρηση μετεξελίχθηκε σε έναν σύγχρονο όμιλο όταν το 2012 ανέλαβαν τα ηνία τα παιδιά του ιδρυτή, Ευκλείδη Παυλίδη. Ο Χριστόφορος, ο οποίος από το 1998 έχει δημιουργήσει και το οινοποιείο Κτήμα Παυλίδη, έχει αναλάβει διευθύνων σύμβουλος, η Χριστίνα τη θέση της προέδρου και ο Κυριάκος θέση αντιπροέδρου. Ο μετασχηματισμός της εταιρείας θα συνοδευτεί και από μια σειρά εξαγορών, με σημαντικότερη την απόκτηση της Mermeren Kombinat το 2017, μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες των Σκοπίων που παράγει το φημισμένο λευκό μάρμαρο Sivec, το οποίο έχει χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή πολλών σημαντικών έργων σε όλο τον κόσμο. Επρόκειτο για μια κίνηση που ισχυροποίησε την Παυλίδης στην παγκόσμια αγορά. Το 2018, σύμφωνα με τα τελευταία δημοσιευμένα οικονομικά στοιχεία, οι συνολικές πωλήσεις του ομίλου έφτασαν τα 121,6 εκατ. ευρώ και αυτές της μητρικής στα 108,4 εκατ. ευρώ, ενώ τα κέρδη μετά τους φόρους ήταν στα 52,8 εκατ. και 41,2 εκατ. ευρώ, τα ίδια κεφάλαια έφτασαν τα 162,4 εκατ. και 141,6 εκατ. ευρώ και, τέλος, το σύνολο των υποχρεώσεων ήταν 55 εκατ. ευρώ και 52 εκατ. ευρώ αντίστοιχα. Ο όμιλος έχει 810 εργαζομένους και η μητρική 401 άτομα.

Πάνω από το 90% του κύκλου εργασιών προέρχεται από εξαγωγές σε περισσότερες από 45 χώρες, με κυριότερες αγορές εκείνες της Κίνας, των χωρών της Νοτιο ανατολικής Ασίας και του Κόλπου, της Αμερικής, αλλά και της Ευρώπης. Μεταξύ των σημαντικών διεθνών πρότζεκτ όπου συμμετείχε είναι το υψηλότερο συγκρότημα πολυτελών κατοικιών της Νέας Υόρκης, στο 432 της Park Avenue, αλλά και άλλα εμβληματικά κτίρια της πόλης (οίκος Chanel, το 280 της Park Avenue, το 111 Murrey κ.ά.). Επίσης τα κτίρια Oceanfront, Reflection Towers και Marina One στη Σιγκαπούρη. Στην Ελλάδα συμμετείχε στην ανακαίνιση του «Αστέρα» της Βουλιαγμένης, στις επεκτάσεις του μετρό σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, καθώς και στο επιβλητικό κτίριο του ομίλου Αγγελικούση που βρίσκεται πίσω από το Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος.

Τα λατομεία της εταιρείας βρίσκονται στη βόρεια Ελλάδα αλλά και σε γειτονικές χώρες. Παράγει περίπου 330.000 τόνους ακατέργαστων όγκων μαρμάρου ανά έτος, ενώ στις βιομηχανικές εγκαταστάσεις των 30.000 τ.μ., σε οικόπεδα εκτάσεως 100 στρεμμάτων στη Βιομηχανική Περιοχή της Δράμας, γίνεται η επεξεργασία των όγκων μαρμάρου και η παραγωγή τελικού κομμένου προϊόντος.

Ευάγγελος Χαϊδάς
Ικτίνος
Εξαγωγές σε 90 χώρες

Τρίτος μεγαλύτερος παίκτης στον κλάδο είναι η Ικτίνος, η εταιρεία που ίδρυσε ο Ευάγγελος Χαϊδάς το 1974 και η οποία είναι εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Με έδρα την Αθήνα, όπου βρίσκονται και οι δύο μονάδες κοπής και επεξεργασίας, η εταιρεία διαθέτει οκτώ λατομεία εκμετάλλευσης μαρμάρων στη βόρεια Ελλάδα, ένα νέο λατομείο στην Πελοπόννησο και δύο μονάδες κοπής και επεξεργασίας στην Αθήνα.
Τα μάρμαρα της Ικτίνος ταξιδεύουν σε 90 χώρες καθιστώντας την εταιρεία αποκλειστικά εξαγωγική, αφού το 95% της παραγωγής της πωλείται σε ξένες αγορές. Το 40% των εξαγωγών κατευθύνεται στην Κίνα, ενώ αξιοσημείωτες πωλήσεις έχει επίσης σε Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ΗΠΑ, Μεξικό, Σιγκαπούρη, Ινδονησία και Ινδία.

Η Ικτίνος στη μακρόχρονη πορεία της έχει πραγματοποιήσει μεγάλα έργα παγκοσμίως, μερικά εκ των οποίων είναι τα ξενοδοχεία της Wynn στο Λας Βέγκας, στη Βοστόνη και στο Μακάο, το κτίριο της Γαλλικής Κρατικής Τηλεόρασης, το Dubai Mall, το Δημοτικό Θέατρο στη Λίμα του Περού κ.ά.
Το 2018 ο όμιλος, με δραστηριότητα επίσης στον χώρο της ενέργειας, του real estate και του τουρισμού, είχε κύκλο εργασιών 60,45 εκατ. ευρώ. Η μητρική είχε πωλήσεις 53,1 εκατ. ευρώ (εκ των οποίων 50,7 εκατ. στο εξωτερικό) και κέρδη μετά φόρων 12 εκατ. ευρώ. Τα ίδια κεφάλαια της εταιρείας έφτασαν τα 43,8 εκατ. ευρώ και το σύνολο των υποχρεώσεων της σε 52 εκατ. ευρώ.

Το 2019, όπως αποκάλυψε ο κ. Χαϊδάς, κατά την πρόσφατη γενική συνέλευση των μετόχων υπήρξε κάμψη των πωλήσεων της εταιρείας στα 41 εκατ. ευρώ, αν και προβλέπει επαναφορά φέτος στα οικονομικά μεγέθη του 2018.
Οι εργαζόμενοι της εταιρείας έχουν φτάσει πλέον τους 445.

Γιάννης Αντωνιάδης
Stone Group International – Marmor S.G.
Συνεχής ανάπτυξη
μετά τις εξαγορές

Από τις ανερχόμενες δυνάμεις θεωρείται η Stone Group International – Marmor S.G. S.A. της οικογένειας Αντωνιάδη. Αν και μετράει ήδη 40 χρόνια ζωής, η εταιρεία καταγράφει σημαντική ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια, με άρμα πάντα τις εξαγωγές, αλλά και έπειτα από ένα μπαράζ εξαγορών που την έχουν καταστήσει έναν από τους μεγάλους παίκτες της χώρας. Διαθέτει τρεις θυγατρικές, τη Μάρμαρα Βερμίου, την Καρμάρ Λατομική και τη Marmor UK, ενώ συμμετέχει με ποσοστό 50% στην Μπύρος Ελληνικά Μάρμαρα. Διαθέτει 9 ιδιόκτητα λατομεία, τα περισσότερα στην περιοχή της Δράμας και 5 παραγωγικές μονάδες, απασχολώντας συνολικά 344 εργαζόμενους.
Η εταιρεία εξάγει πάνω από το 90% της παραγωγής της σε 80 χώρες.

Σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις που αφορούν το 2018, ο κύκλος εργασιών του ομίλου έφτασε τα 31,9 εκατ. ευρώ, όντας διπλάσιος σε σχέση με το 2009. Οι πωλήσεις στο εξωτερικό έφτασαν τα 28,3 εκατ. ευρώ (13,5 εκατ. ευρώ στην Ασία, 9 εκατ. στην Αμερική, 3,7 εκατ. στην Ευρώπη και από περίπου 1 εκατ. ευρώ σε Αφρική και Ωκεανία). Τα κέρδη μετά τους φόρους ήταν 3,7 εκατ. ευρώ για τον όμιλο και 2,2 εκατ. ευρώ για τη μητρική εταιρεία, τα ίδια κεφάλαια 24,1 εκατ. και 20,2 εκατ. ευρώ και το σύνολο των υποχρεώσεων ήταν 25,7 εκατ. και 22,4 εκατ. ευρώ αντίστοιχα.

Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1981 στη Θεσσαλονίκη και το 1990 πραγματοποίησε τις πρώτες εξαγωγές σε Ρωσία, Κύπρο και Βέλγιο. Το 2004 ανέλαβε πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ο Γιάννης Αντωνιάδης, ο οποίος εμφύσησε νέα πνοή στον όμιλο, δίνοντας μεγάλο βάρος στην εξωστρέφεια και στην επέκταση των εργασιών στο εξωτερικό. Δεύτερη γενιά της οικογένειας Αντωνιάδη που ίδρυσε την εταιρεία, ο κ. Αντωνιάδης είναι σήμερα βασικός μέτοχος της Marmor S.G. με 50,73% και αυτός που κατάφερε να μεταμορφώσει μια παραδοσιακή οικογενειακή επιχείρηση σε διεθνή όμιλο.