Ως παιδί δύο μεταναστών στις ΗΠΑ, ο Tony Xu πολύ σπάνια έτρωγε στα McDonald’s. Και αυτό όχι γιατί οι γονείς του ήταν υπέρμαχοι της υγιεινής διατροφής, αλλά επειδή ακόμη και τα γεύματα των μερικών δολαρίων τους ήταν ακριβά. Μερικές δεκαετίες αργότερα, ο Xu, πλέον συνιδρυτής και CEO της μεγαλύτερης εταιρείας παράδοσης φαγητού στις ΗΠΑ, έχει γίνει δισεκατομμυριούχος μεταφέροντας Happy Meals σε δεκάδες εκατομμύρια πελάτες.

Η οικογένεια Xu κατέφτασε στις ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του 80’, αφότου ο πατέρας του Tony έγινε δεκτός ως μεταπτυχιακός φοιτητής αεροναυτικής στο πανεπιστήμιο του Ιλινόι. Η μητέρα του, που πίσω στην Κίνα εργαζόταν ως γιατρός, ήταν εξίσου μορφωμένη, μα οι αμερικανικές αρχές δεν αναγνώριζαν την ιατρική της άδεια. Θα έπρεπε να κάνει τρεις διαφορετικές δουλειές ταυτόχρονα, για να τελειώσει την ιατρική και στην νέα της πατρίδα, περνώντας το… γονίδιο της εργατικότητας και στον μικρό γιο της.

Εκείνος άρχισε να βγάζει τα πρώτα του λεφτά δίπλα στην μητέρα του, πλένοντας πιάτα στο εστιατόριο όπου δούλευε. Έπειτα, στα εννιά του, ίδρυσε την πρώτη του «επιχείρηση», προσφέροντας υπηρεσίες περιποίησης του γκαζόν. Αλλά με όσες διαφορετικές εργασίες να καταπιανόταν, η εκπαίδευση ήταν πάντα η πρώτη προτεραιότητα.

Έτσι, πρώτα πήρε ένα πτυχίο βιομηχανικής μηχανικής από το φημισμένο πανεπιστήμιο UC Berkeley και έπειτα, ολοκλήρωσε την ακαδημαϊκή του καριέρα με ένα MBA στο Harvard. Εκεί, ως μέρος μίας εργασίας, ο Xu και τρεις συμφοιτητές του θα δημιουργούσαν την εταιρεία που μέσα σε λίγα χρόνια θα γινόταν η DoorDash.

Οι τέσσερις φίλοι είχαν κληθεί να φτιάξουν μία εφαρμογή που θα μπορούσε να φάνει χρήσιμη σε μικρές επιχειρήσεις. Τελικά, την ιδέα τους την έδωσαν μερικοί τοπικοί εστιάτορες, οι οποίοι δεν είχαν τις απαραίτητες υποδομές για να εξυπηρετήσουν όλες τις διαδικτυακές παραγγελίες τους. Χωρίς να χάσουν χρόνο, οι τέσσερις φίλοι έγραψαν τον κώδικα για την ιστοσελίδα τους μέσα σε μόλις μία ημέρα και ανάρτησαν τους καταλόγους οκτώ καταστημάτων της περιοχής σε μορφή PDF.

Πολύ σύντομα, λάμβαναν παραγγελίες στα τηλέφωνα τους και από την στιγμή που δεν είχαν άλλους υπαλλήλους, έπρεπε οι ίδιοι να γίνουν όχι μόνο προγραμματιστές, αλλά και διανομείς. Η φήμη του PaloAltoDelivery.com, όπως ονόμασαν την ιστοσελίδα, γρήγορα εξαπλώθηκε στο βόρειο κομμάτι της Καλιφόρνια, φτάνοντας μέχρι και τον Y Combinator.

Το 2013, λοιπόν, ο περίφημος επιταχυντής των startups επένδυσε 120.000 δολάρια στην εταιρεία, η οποία μετονομάστηκε σε DoorDash, μίας και οι υπηρεσίες της δεν ήταν πια περιορισμένες στο πανέμορφο Palo Alto. Παράλληλα, ο Xu και η ομάδα του έκαναν τις πρώτες τους προσλήψεις.

Μέσα σε έναν χρόνο, η DoorDash εξυπηρετούσε πάνω από 1.000 εστιατόρια στην Βόρεια Καλιφόρνια, ενώ η επέκταση στην άλλη ακτή των ΗΠΑ δεν θα αργούσε. Σε αυτή την ταχύτατη ανάπτυξη συντέλεσαν τα σχεδόν είκοσι εκατομμύρια δολάρια που είχαν μπει στα ταμεία της επιχείρησης από διαφόρους Venture Capitalists. Βέβαια, αυτό το ποσό μοιάζει πενιχρό, μπροστά στα 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια σε χρηματοδότηση που έχει λάβει η DoorDash μέχρι σήμερα, από επενδυτικά μεγαθήρια όπως η Softbank και η Sequoia Capital, μεταξύ άλλων.

Επιτυχημένη θα ήταν και η είσοδος της DoorDash στο χρηματιστήριο, με την εταιρεία να φτάνει μία κεφαλαιοποίηση 72 δισεκατομμυρίων δολαρίων στο ντεμπούτο της, αν και η τιμή της μετοχής της έχει πέσει από τότε. Αλλά παρότι διατηρεί το μεγαλύτερο μερίδιο της αμερικανικής αγοράς, δεν είναι όλα ρόδινα για την επιχείρηση του Xu, η οποία έχει υπάρξει κερδοφόρα μόνο για ένα τρίμηνο, όπως αναφέρει το CNBC.

Το πρόβλημα δεν έχει να κάνει απαραίτητα με την ίδια την DoorDash, αλλά με την βιομηχανία στην οποία δραστηριοποιείται. Ακόμη και με τις παραγγελίες για delivery να αυξάνονται ως συνέπεια της πανδημίας, τα κόστη τους συνεχίζουν να είναι περισσότερα από τα έσοδα. Ως τώρα, αυτό δεν φαίνεται να αποθαρρύνει τους επενδυτές, αλλά ποιος ξέρει για πόσο ακόμη.

Διαβάστε ακόμη:

Ποιος είναι και γιατί αποχώρησε από την ByteDance, μητρική της TikTok, ο CEO της;

Οι τιμές των σπιτιών δεν πτοούνται από τον κορωνοϊό – Ο χάρτης του εγχώριου real estate

«Ταβάνι» τα €4 δισ. για τα νέα «κόκκινα» δάνεια της πανδημίας – Οι εκτιμήσεις ανά τράπεζα