Όταν βγήκαν τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος περί Brexit, όλες οι αγορές, ένιωσαν την αβεβαιότητα να τις κυριεύει.  Το ίδιο συνέβη και με την κτηματαγορά της Μ. Βρετανίας. Με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, οι αγοραπωλησίες ακίνητης περιουσίας πάγωσαν: κανείς δεν ήξερε πώς να τις προχωρήσει. Στην συντριπτική τους πλειοψηφία αναβλήθηκαν, μερικές ακυρώθηκαν τελείως και ένα πολύ μικρό ποσοστό ολοκληρώθηκε αλλά με τίμημα μικρότερο από το αρχικά συμφωνηθέν.

Σαν γενική διαπίστωση όλη αυτήν την περίοδο, πρέπει να επισημανθεί ότι οι επενδύσεις σε ακίνητα στην Αγγλία δεν έχασαν την γοητεία τους. Ίσως γιατί σε περιόδους κρίσεων αλλά και γενικής ανασφάλειας (βλ. εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία), οι επενδύσεις σε ακίνητα θεωρούνται ότι παρέχουν μια σχετικά ασφαλή επιλογή. Ενδεικτικό είναι πως πχ τον Ιανουάριο του 2019, δύο μόλις μήνες πριν την 29η Μαρτίου, οι συναλλαγές για πωλήσεις κατοικιών αξίας από 140,000 λίρες και πάνω, αυξήθηκαν κατά 1,3% σε σχέση με τον ίδιο μήνα του 2018. Έρευνα την ίδια περίοδο σε 500 επενδυτές, αποκάλυψε πως το 39% από αυτούς σχεδιάζουν να αυξήσουν τις επενδύσεις τους ανεξάρτητα από το πώς θα προχωρήσουν οι διαπραγματεύσεις Κυβέρνησης-ΕΕ.

Κατοικίες

Στον κλάδο των κατοικιών ένας λόγος που οι τιμές διατηρούνται σε σχετικά υψηλό επίπεδο ακόμα, είναι η χαμηλή προσφορά οικονομικών και προσιτών κατοικιών στην βρετανική αγορά. Αυτό είχε οδηγήσει το 2018, την κυβέρνηση της Τ. Μέι να αντιδράσει, υλοποιώντας κατασκευαστικά πλάνα που προέβλεπαν την δημιουργία 300.000 νέων σπιτιών ετησίως έως τα μέσα του 2020. Το σχέδιο αυτό αν και άρχισε να υλοποιείται, οι ρυθμοί του υπολείπονται του στόχου: το τελευταίο 3μηνο του ’18 χτίστηκαν περίπου 40.000 νέες κατοικίες, αριθμός μειωμένος κατά 8% περίπου σε σύγκριση με το 2ο τρίμηνο.

Όποια πάντως και αν είναι η εξέλιξη των σχεδίων αυτών ή Κυβέρνηση οφείλει να βρει δημιουργικούς τρόπους και κονδύλια ώστε να βοηθήσει στην μείωση αυτής της ανισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης.

Επαγγελματικοί χώροι/Γραφεία 

Εδώ η αγορά δείχνει να είναι πιο ευαίσθητη, κυρίως γιατί σε αυτήν εμπλέκονται και εταιρείες κολοσσοί από άλλες χώρες. Αν και οι μεγάλες πόλεις της Αγγλίας, που παραδοσιακά αποτελούν πόλο έλξης επιχειρήσεων από όλο τον κόσμο και ειδικά το Λονδίνο, δεν θα χάσουν ποτέ τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα τους, το θέμα είναι πλέον strictly business. ‘Όπως λέει και ένας ειδικός της σχετικής κτηματαγοράς, «το θέμα δεν είναι αν και πότε θα εγκαταλείψουν την Μ. Βρετανία ξένες εταιρείες με πολύχρονη παρουσία εκεί. Αυτό θα το κάνουν. Το θέμα είναι τι ποσοστό των εργασιών τους θα μεταφέρουν σε άλλες χώρες». Για παράδειγμα, μία ξένη τράπεζα που ενδεχομένως θα σκεφτεί να παραμείνει, θα έχει να αντιμετωπίσει κοινοτικούς κανονισμούς που θα την εμποδίζουν να προσφέρει υπηρεσίες σε πελάτες τους στην ΕΕ αν οι ίδιες δεν έχουν την έδρα τους σε αυτήν. Και αυτό καμία τράπεζα δεν μπορεί να το δεχτεί.

Όλοι λένε πως η Φρανκφούρτη είναι η πόλη που θα επωφεληθεί περισσότερο από αυτές τις μετακινήσεις, οπότε η πόλη αυτή αποτελεί πόλο έλξης για ενδεχόμενες επενδύσεις.  Οι επενδύσεις σε εμπορικούς χώρους εκεί διπλασιάστηκαν μεταξύ 2016 και 2018, με αύξηση διπλάσια αυτής στο Λονδίνο. Παράλληλα στο Παρίσι εταιρείες που ενθαρρύνουν πελάτες τους να εγκατασταθούν στην Γαλλία δηλώνουν μεν «λυπημένοι για την απόφαση του Brexit, αλλά θεωρούν πως το Λονδίνο δεν θα μπορέσει να αποφύγει τις επιπτώσεις».

Ειδικοί έχουν προεξοφλήσει πως μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις θα επωφεληθούν από αυτές τις αλλαγές. Ήδη μεγάλες εταιρείες όπως η HSBC και η Bank of America, έχουν μεταφέρει θέσεις εργασίας εκτός Λονδίνου. Η τάση αυτή δεν μπορεί να αντιστραφεί. Ουδείς  λέει πως από εδώ και πέρα κανείς δεν θα θελήσει να έχει σαν βάση του την Αγγλία, αλλά μια διεθνής εταιρεία που θέλει να κάνει δουλειές με την ΕΕ, θα το σκεφτεί πολύ.

Πάντως τα καλά νέα για τη χώρα του Brexit είναι πως μέχρι τώρα, τουλάχιστον όσον αφορά στις τράπεζες και τους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς η μετακίνηση θέσεων εργασίας από το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν μικρότερη του αναμενομένου. Μια αιτία ήταν πως η υποτίμηση της λίρας έναντι του ευρώ, έκανε τις επενδύσεις σε χώρους γραφείων στη χώρα να είναι ακόμα ελκυστικές και αυτό βοήθησε ώστε η βρετανική κτηματαγορά, ειδικά στο Λονδίνο, να επεκταθεί.

Golden Visa

Σχεδόν αμέσως μετά το δημοψήφισμα ορισμένοι ανησυχούντες Βρετανοί έσπευσαν αμέσως να εκμεταλλευτούν την δυνατότητα απόκτησης και μίας άλλης, εντός ΕΕ υπηκοότητας, μέσω αγορών κυρίως σε ακίνητα βάσει των προγραμμάτων χορήγησης της Χρυσής Βίζας από διάφορα κράτη-μέλη. Βέβαια η αντίδραση ήταν υπερβολική γιατί τυχόν αγορά πριν της έξοδο της Μ. Βρετανίας από την ΕΕ, δεν είναι σίγουρο ότι θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα για την χορήγηση της νέας υπηκοότητας

Χώρες όπως η Κύπρος, η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Μάλτα και η Ιρλανδία αναμένεται να επωφεληθούν. Στον παρακάτω πίνακα αναφέρονται τα αναγκαία ποσά επένδυσης ανά χώρα:

Από την εξέλιξη αυτή μπορεί να επωφεληθεί και η χώρα μας καθώς και εγχώριοι  πωλητές ακινήτων. Σαν σχόλιο, θα ήταν ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς πώς αξιολογεί η κάθε χώρα τον εαυτό της σαν πωλητή ενός όμοιου «προϊόντος (την Χρυσή Βίζα) μέσω της διαφοράς της τιμής και των όρων που βάζει η κάθε μία. Επίσης πολυεπίπεδα  ενδεικτικό είναι, αν επιλέγει την εύκολη λύση της επένδυσης μόνο στην κτηματαγορά, ή προσπαθεί να διοχετεύσει τα εισερχόμενα κονδύλια σε πιο παραγωγικούς τομείς.

Εν κατακλείδι …

… η επικρατούσα άποψη, που μάλλον θα αποδειχθεί και η ορθή, είναι πως παρόλες τις δυσκολίες της περιόδου αυτής και την έλλειψη οποιασδήποτε πρόβλεψης για το πώς θα καταλήξει όσον αφορά στο Brexit, η βρετανική κτηματαγορά θα αντέξει αξιοπρεπέστατα τους κλυδωνισμούς σε κάθε τμήμα της όπως ήδη έχει αποδείξει.

Η Αγγλία και ειδικά το Λονδίνο μπορεί να χάσουν κάποια από την λάμψη τους, αλλά θα παραμείνουν ένας ελκυστικός τόπος επενδύσεων. Η εσωτερική αγορά θα διορθώσει με τον ένα ή τον άλλον τρόπο τις ανισορροπίες προσφοράς και ζήτησης  σε σημαντικό βαθμό.

Τυχόν Έλληνες επενδυτές κατοικιών κυρίως προς εκμετάλλευση θα πρέπει να έχουν την προσοχή τους οξυμένη να εκμεταλλευτούν τυχόν ευκαιρίες που μπορεί να παρουσιαστούν. Τελικά η «γη και τα τούβλα» ότι και αν συμβεί, πάντα θα είναι μια από τις πρώτες επενδύσεις που θα εξετάσει κανείς.