Μονολότι τους τελευταίους έξι μήνες το «Grexit» μονοπωλεί τον δημόσιο διάλογο, μερίδα αγγλοσαξόνων οικονομολόγων υποστηρίζει ότι η Γερμανία είναι αυτή που θα ήταν ίσως προτιμότερο να εγκαταλείψει πρώτη την ευρωζώνη, όπως επισημαίνει η Deutsche Welle.

Τους τελευταίους έξι μήνες τα σενάρια περί εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ αλλά και οι απαιτήσεις των πιστωτών για επιστροφή των χρημάτων που έχουν δανείσει στη χώρα μονοπωλούν τον δημόσιο διάλογο παγκοσμίως σε καθημερινή βάση. Εντούτοις μερίδα έγκριτων οικονομολόγων διεθνούς φήμης τραβούν τα βλέμμα προς μια άλλη κατεύθυνση. Μήπως μία γερμανική έξοδος από τη ζώνη του ευρώ να είναι προτιμότερη; Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της άποψης με τον τρόπο αυτό η έξοδος της Γερμανίας θα άνοιγε το δρόμο για τις υπερχρεωμένες χώρες του ευρωπαϊκού νότου να υποτιμήσουν το κοινό νόμισμά τους και εν τέλει να πάρουν στα χέρια τους τα δημόσια οικονομικά τους.

Ένας από τους βασικούς υποστηρικτές αυτής της άποψης είναι ο Ασόκα Μόντι, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Princeton, o oποίος πρόσφατα σε άρθρο του στο δίκτυο Bloomberg υποστήριξε γιατί ένα «Gerxit» (εκ των ‘Germany’ και ‘exit’) θα ήταν προτιμότερο από ένα «Grexit». «Μία μερική αναδιοργάνωση της νομισματικής ένωσης είναι σχεδόν αναπόφευκτη μέσα στα επόμενα 25 με 30 χρόνια» ανέφερε o Mόντι σε συνέντευξή του προς την DW σημειώνοντας ότι «παραμένει ανοιχτό πώς αυτή θα επιτευχθεί με τον ευκολότερο και λιγότερο αποδιοργανωτικό τρόπο».

Δημοσιονομικές επιλογές

Ο Ασόκα Μόντι εκτιμά ότι ο γερμανός υπ. Οικονομικών λανθασμένα συγχέει το ζήτημα του ελληνικού χρέους με υπόλοιπο «πείραμα» της ευρωζώνης. «Σύμφωνα με την υπόθεση Σόιμπλε, εάν αποχωρήσει η Ελλάδα από το ευρώ, η ευρωζώνη θα συνεχίσει να λειτουργεί τέλεια με τα εναπομείναντα μέλη της. Θεωρεί ότι το πρόβλημα δεν έγκειται στην ευρωζώνη αλλά στην ελληνική ιδιαιτερότητα της μη προσαρμογής στη ευρωζώνη» εκτιμά ο ειδικός. Κι ενώ αναγνωρίζει το πρόβλημα χρέους της χώρας, ο αμερικανός οικονομολόγος θεωρεί ότι το ζήτημα αυτό είναι ξεχωριστό και διακριτό από άλλα ζητήματα που αφορούν την ίδια τη νομισματική ένωση. Μάλιστα ο Μόντι εκτιμά ότι εάν συνεχιστεί η παρούσα κατάσταση, ενδεχομένως ο επόμενος ασθενής να είναι η Ιταλία. «Δεν γνωρίζουμε εάν η Ιταλία είναι σε θέση να αποπληρώσει τα δικά της χρέη. Η διαδικασία εξομοίωσης χωρών με διαφορετικές δυνατότητες, διαφορετική ιστορία και κουλτούρα δεν αποδίδει».

Υπό αυτό το πρίσμα ο Μόντι εκτιμά ότι προς το συμφέρον όλων θα ήταν τελικά η Γερμανία να επιστρέψει στο δικό της εθνικό νόμισμα, το γερμανικό μάρκο, και όχι η Ελλάδα. «Η Γερμανία θα είχε τις μικρότερες απώλειες αν έβγαινε από το ευρώ». Η ιδέα ενός «Gerxit» πάντως δεν είναι νέα. Κυκλοφορεί σε κύκλους οικονομολόγων ήδη από το 2012. Τότε και ο Τζορτζ Σόρος είχε υποστηρίξει αυτή την άποψη, σημειώνοντας ότι μια τέτοια επιλογή θα συνέφερε τόσο την πλούσια Γερμανία όσο και τις φτωχότερες χώρες του ευρωπαϊκού νότου.

Αναζητώντας την καλύτερη λύση

Χωρίς μια ισχυρή πολιτική βούληση για τη διατήρηση της ευρωζώνης, το όλο εγχείρημα είναι βέβαιο ότι θα καταρρεύσει. Σε αυτήν την παραδοχή καταλήγουν ολοένα περισσότεροι ειδικοί ανά τον κόσμο. Ακόμη όμως και μετά από μια διάλυση της ευρωζώνης, η χώρα που θα υπέφερε λιγότερο θα ήταν η Γερμανία. Σε αυτό συγκλίνουν οι απόψεις του Ασόκο Μόντι, του Τζορτζ Σόρος αλλά και του Μπεν Μπερνάκι, πρώην επικεφαλής της Oμοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ.

Αλλά υπάρχει και η άλλη οπτική. Οικονομολόγοι, όπως και ο Τζον Ράιν από το London School of Economics, αντιτείνει ότι σε κάθε περίπτωση ένα «Gerxit» θα ήταν επίσης καταστροφικό. «Μετά την είσοδο στην ΕΕ, η είσοδος της Γερμανίας στην ευρωζώνη ήταν το μεγαλύτερο επίτευγμά της χώρας μεταπολεμικά», ανέφερε ο Τζον Ράιν στην DW. «Από πολιτικής άποψης έχει επενδυθεί ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο σε αυτό το εγχείρημα. Μία έξοδος από το ευρώ θα έστελνε ένα πολύ κακό μήνυμα για τη βιωσιμότητα ολόκληρης της ΕΕ». Επίσης, σύμφωνα με τον βρετανό ειδικό, το ευρώ είναι ένα ισχυρότατο γεωπολιτικό εργαλείο, δεδομένου ότι καθιστά την Ευρώπη μια ασφαλή περιοχή για διεθνείς επενδύσεις. Παράλληλα ο Ράιν εκτιμά ότι: «Εάν η Γερμανία εγκατέλειπε το ευρώ αυτομάτως το γεγονός αυτό θα αποτελούσε ένα απόλυτα ισοπεδωτικό μήνυμα, ενώ θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να διανοηθεί κανείς πώς η ευρωζώνη θα μπορούσε να επιβιώσει μετά από αυτό».